10 Ιαν 2012

Συνώνυμα με... ιστορία!

Λαϊκές και λόγιες λέξεις


Υπάρχουν κάποια συνώνυμα που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Η μία λέξη είναι συνηθισμένη (άλογο), ενώ η άλλη πιο σπάνια (ίππος).

Σε κάποιες περιπτώσεις η δεύτερη είναι πιο επίσημη (το βουνό – το όρος) ή τελείως άγνωστη, αφού χάθηκε στο πέρασμα των αιώνων (το χέρι – η χειρ).

Όμως η γλώσσα μας, όπως κάθε γλώσσα άλλωστε, είναι δυνατή. Οι λέξεις αυτές εξακολουθούν να βρίσκονται στην ομιλία μας είτε με τα παράγωγά τους (χειρ → χειρίζομαι) είτε με τα σύνθετα που σχηματίζουν (βίος → σωσί-βιο).

Η μελέτη τους μας βοηθά να κατανοούμε καλύτερα τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, να αποκτούμε πιο πλούσιο λεξιλόγιο, αλλά και να γινόμαστε καλύτεροι στην ορθογραφία (ήμισυς → ημί-⁠θεος, ημί-⁠χρονο).

Ας δούμε μερικές από αυτές παρακάτω. Αν πατήσετε πάνω τους, θα δείτε και παραδείγματα με τις παράγωγες και σύνθετες λέξεις που σχηματίζουν.

* Τα πρώτα συνθετικά, μάλιστα, σημειώνονται με κόκκινο χρώμα.


το αβγό
  • αβγ-ουλ-άκι, αβγ-ουλ-ίλα
  • αβγο-θήκη, αβγο-κόβω, αβγο-λέμονο, αβγο-πώλης

το ωόν
  • ω-άριο
  • ωο-ειδής, ωο-θήκη, ωο-κύτταρο, ωο-⁠ρ-⁠ρηξία
  • επ-ωάζω
το άλογο
  • αλογ-ίσιος
  • αλογό-μυγα, αλογο-ουρά
  • κουφ-άλογο, παλι-άλογο

ο ίππος
  • ιππ-ασία, ιππ-έας, ιππ-εύω, το ιππ-ικό, ιππ-ότης
  • ιππό-δρομος, ιππο-δύναμη, ιππό-⁠καμπος, ιππο-κόμος, Ιππο-κράτης, ιππο-πόταμος
  • έφ-ιππος, Φίλ-ιππος
το αφτί
  • αφτ-άκι

το ους [γενική: του ωτός]
  • ωτ-ίτιδα
  • ωτο-ασπίδες (ωτ-ασπίδες), ωτο-⁠ρινο-⁠λαρυγγο-⁠λόγος, ωτ-ακουστής
το βόδι (βόιδι)
  • βοδ-ινός
  • βοϊδο-κεφαλή, βοϊδ-άμαξα

ο βους [γενική: του βοός]
  • Βου-κεφάλας, βου-λιμία, βου-στάσιο, βού-τυρο
  • βοο-ειδής
  • Βόσ-πορος
  • Εύ-βοια
το βουνό
  • βουν-αλ-άκι, βουν-ίσιος
  • βουνο-κορφή, βουνο-πλαγιά
  • κορφο-βούνι, Μαυρο-βούνιο, παγό-⁠βουνο

το όρος
  • ορ-εινός
  • ορο-γένεση, ορο-πέδιο, ορο-σειρά
  • ορει-βάτης
  • ορεσί-βιος
  • Αγι-ορείτης, Ψηλ-ορείτης
η γη
  • γή-ινος
  • γη-γενής, γή-λοφος, γή-πεδο
  • κατα-γής

η γαία
  • γαιο-κτήμονας, γαι-άνθρακας
  • γεω-γραφία, γεω-θερμία, γεω-λόγος, γεω-μετρία, γεώ-⁠μηλο, γεω-⁠μορφολογικός, γεω-πόνος, γεω-⁠σκώληκας, γεώ-τρηση, γεω-⁠τροπισμός, γεω-⁠τρύπανο, γε-⁠ωργός / Γε-ώργιος
  • ισό-γειο, υδρό-γειος, απο-γείωση
το γουρούνι
  • γουρουν-άκι, γουρουν-ίσιος, γουρουν-⁠όπουλο
  • αγριο-γούρουνο

ο χοίρος
  • χοιρ-ινός
  • χοιρο-βοσκός, χοιρο-μέρι, χοιρο-στάσιο, χοιρο-τροφείο
  • αγριό-χοιρος, σκαντζό-χοιρος (ακανθό-⁠χοιρος)
η γυναίκα
  • γυναικ-είος
  • γυναικο-κρατία, γυναικο-λόγος, γυναικό-παιδα, γυναικ-⁠άδερφος
  • λεβεντο-γυναίκα

η γυνή
  • μισο-γύνης, αντρό-γυνο (ανδρό-γυνο)
το δόντι
  • δοντ-άκι
  • ξε-δοντιάζω, ορθο-δοντικός, ελεφαντό-δοντο, πονό-⁠δοντος

ο οδούς [γενική: του οδόντος]
  • οδοντ-ικός, οδοντ-ίνη, οδοντ-ωτός
  • οδοντό-βουρτσα, οδοντο-γιατρός (οδοντ-ίατρος), οδοντο-γλυφίδα, οδοντό-κρεμα (οδοντό-παστα), οδοντο-⁠στοιχία, οδοντο-τεχνίτης
  • κυν-όδοντας, χαυλι-όδοντας
ο δρόμος  
  • δρομ-άκι, δρομ-άκος, δρομ-έας
  • δρομο-λόγιο
  • σταυρο-δρόμι, σκυταλο-δρομία, αερο-⁠δρόμιο, σύν-δρομο, αυτοκινητό-⁠δρομος, ταχυ-δρόμος, λοξο-δρομώ

η οδός  
  • οδ-εύω, οδ-ικός
  • οδο-καθαριστής, οδο-μαχία, οδο-ποιία, οδό-στρωμα, οδό-⁠φραγμα, οδ-ηγός
  • οδοι-πόρος
  • δι-όδια, ηλεκτρ-όδιο, πρό-οδος, συν-⁠οδός
η ζωή
  • ζω-ηρός, ζω-ούλα
  • ζωο-γόνος, ζωο-δότης, ζωο-ποιός, ζω-⁠γράφος
  • παλιο-ζωή, μακρο-ζωία, καλο-⁠ζωισμένος, επι-ζώ

ο βίος
  • βι-οτ-ικός, βι-ώνω
  • βιο-γραφία, βιο-λογία, βιο-μηχανία, βιο-⁠παλαιστής, βιό-⁠σφαιρα, βιο-τεχνία, βιό-τοπος, βι-οψία
  • έμ-βια και ά-βια, μικρό-βιο, σωσί-βιο, αιωνό-βιος, αμφί-⁠βιος, μηχανό-βιος, ορεσί-βιος, επι-βιώνω
η κατσίκα
  • κατσικ-ίσιος, κατσικ-ούλα
  • κατσικό-δρομος, κατσικο-πόδαρος
  • αγριο-κάτσικο

η αίγα
  • αιγό-κερος, αιγο-πρόβατα
  • Πολύ-αιγος
το κέρατο
  • κερατ-ίνη, κεράτ-ινος
  • κερατο-ειδής

το κέρας
  • κερασ-φόρα ζώα
  • αιγό-κερος, μονό-κερος, ρινό-κερος


το κόκαλο
  • κοκαλ-άκι, κοκαλ-ιάρης, κοκάλ-ινος, κοκαλ-ώνω
  • ραχο-κοκαλιά, ξε-κοκαλίζω, ψαρο-⁠κόκαλο

το οστό
  • οστ-άριο, οστ-ικός
  • οστεο-αρθρίτιδα, οστεο-πόρωση, οστεο-φυλάκιο
  • απ-οστεωμένος, ελεφαντ-οστό
η κότα
  • κοτ-όπουλο, κοτ-ούλα
  • κοτό-σουπα
  • νερό-κοτα, φραγκό-κοτα, κλεφτο-⁠κοτάς

η όρνιθα
  • ορνιθ-ώνας
  • ορνιθο-λόγος, ορνιθό-ρυγχος, ορνιθο-⁠σκαλίσματα, ορνιθο-τροφείο
  • κουτ-ορνίθι
το κρασί
  • κρασ-άκι, κρασ-άτος
  • κρασο-βάρελο, κρασο-κατάνυξη, κρασο-πότηρο

ο οίνος
  • οινο-παραγωγός, οινό-πνευμα, οινο-⁠ποιία, οινο-ποσία, οινο-χόος
το κρεβάτι
  • κρεβατ-άκι
  • κρεβατο-κάμαρα, κρεβατο-μουρμούρα
  • παρκο-κρέβατο

η κλίνη
  • κλιν-ήρης, κλιν-ική
  • κλινο-σκεπάσματα, κλιν-άμαξα
  • δωμάτιο δί-κλινο ή τετρά-κλινο
το κυνήγι
  • κυνηγό-σκυλο
  • ελαφο-κυνηγός, λαθρο-κυνηγός

η θήρα
  • θήρ-αμα
  • λαθρο-θήρας, χρυσο-θήρας, βαθμο-⁠θηρία, ψηφο-θηρία
το λάδι
  • λαδ-άδικο, λαδ-άκι, λαδ-ερός, λαδ-ής, λαδ-ιά, λαδ-ικό, λαδ-ίλα, λαδ-ώνω
  • λαδο-λέμονο, λαδο-μπογιά, λαδ-⁠έμπορος
  • ελαιό-λαδο, ρετσινό-λαδο

το έλαιο
  • ελαιο-γραφία, ελαιο-χρωματιστής
  • αραβοσιτ-έλαιο, πετρ-έλαιο, ροδ-έλαιο, σπορ-έλαιο
το λιμάνι
  • λιμαν-άκι, λιμαν-ίσιος
  • Μικρο-λίμανο (Τουρκο-λίμανο)

ο λιμήν [γενική: του λιμένος]
  • λιμεν-ικός
  • λιμενο-βραχίονας, λιμενο-φύλακας, λιμεν-αρχείο, λιμεν-⁠εργάτης
  • αερο-λιμένας
το μάτι
  • ματ-άκι, ματ-ιά, ματ-ιάζω
  • ματο-γυάλια, ματό-κλαδα (ματο-⁠τσίνορα)
  • κατά-ματα, ανοικτο-μάτης, γαλανο-⁠μάτης

ο οφθαλμός
  • οφθαλμο-σκόπιο, οφθαλμο-φανής, οφθαλμ-απάτη, οφθαλμ-ίατρος
  • ξηρ-οφθαλμία, επ-οφθαλμιώ, μον-⁠όφθαλμος, εξ-⁠όφθαλμος
η μητέρα
  • μητερ-ούλα

η μήτηρ [γενική: της μητρός]
  • μητρ-ιά, μητρ-ικός, μητρ-ότητα, μητρ-⁠ώο
  • μητρό-πολη, μητρ-ώνυμο
  • μητρι-αρχία
  • βασιλο-μήτωρ, Θεο-μήτωρ
η μύτη
  • μυτ-ερός, μυτ-ούλα
  • φακιδο-μύτης, ψηλο-μύτης, ξε-μυτίζω

η ρις [γενική: της ρινός]
  • ριν-ικός, ριν-ίτιδα
  • ρινό-κερος, ρινο-πλαστική, ρινο-⁠ρ-⁠ραγία, ρινο-φάρυγγας
  • έν-ρινος (έρ-ρινος), ωτο-⁠ρινο-⁠λαρυγγο-⁠λόγος
το νερό  
  • νερ-άκι, νερ-ουλάς, νερ-ουλός, νερ-⁠ώνω
  • νερό-βραστος, νερο-μπογιά, νερο-⁠πίστολο, νερο-ποντή, νερο-⁠πότηρο, νερο-χύτης
  • από-νερα, λασπό-νερα, αλατό-νερο, χιονό-νερο

το ύδωρ [γενική: του ύδατος]  
  • υδρ-εύω, υδατ-ικός, υδάτ-ινος
  • υδατό-πτωση, υδατο-σφαίριση, υδατ-⁠άνθρακας
  • υδρό-γειος, υδρο-πλάνο, υδρο-⁠στρόβιλος, υδρ-αγωγείο, υδρ-⁠ατμός
  • αφ-υδάτωση, εν-υδρείο, λειψ-υδρία, άν-⁠υδρος
το παιδί
  • παιδ-άκι, παιδ-εύω, παιδ-ιαρίζω, παιδ-⁠ιάστικος, παιδ-⁠ικός, παιδ-ούλα, παιδο-μάνι
  • παιδό-τοπος, παιδο-ψυχολόγος, παιδ-⁠αγωγός, παιδ-⁠ίατρος
  • απο-παίδι, μοναχο-παίδι, γυμνασιό-⁠παιδο, λεβεντό-παιδο, πλουσιό-παιδο, φτωχό-παιδο

το τέκνο
  • τεκνο-ποιώ
  • ά-τεκνος, πολύ-τεκνος, σύν-τεκνος
ο πατέρας
  • πατερ-ούλης
  • εθνο-πατέρας, εργατο-πατέρας

ο πατήρ [γενική: του πατρός]
  • πατρ-ίδα, πατρ-ικός, πάτρ-ιος, πατρ-⁠ιός, πατρ-ιώτης, πατρ-ότητα, πατρ-ώα εδάφη
  • πατρο-γονικός, πατρο-παράδοτος, πατρ-ώνυμο
  • πατρι-άρχης
  • ευ-πατρίδης
η πέτρα
  • πετρ-άδι, πέτρ-ινος, πετρ-ίτης, πετρ-⁠ούλα, πετρ-ώνω
  • πετρο-βολώ, πετρο-πόλεμος, πετρ-⁠έλαιο, πετρ-ώδης
  • διαμαντό-πετρα, τσακμακό-πετρα, μονό-πετρο

ο λίθος
  • λιθ-άρι, λίθ-ινος
  • λιθο-βολώ, λιθό-στρωτος, λιθ-⁠άνθρακας
  • ασβεστό-λιθος, τσιμεντό-λιθος, απο-⁠λίθωμα


το πλοίο
  • πλοι-άριο
  • πλοιο-κτήτης, πλοί-αρχος
  • διαστημό-πλοιο, κρουαζιερό-πλοιο

η ναυς [γενική: της νηός]
  • ναύ-της
  • ναυ-αγός, ναύ-αρχος, ναυ-μαχία, ναυ-⁠πηγείο, ναύ-σταθμος
  • ναυσι-πλοΐα
  • νηο-πομπή
  • επί-νειο
η πόλη  
  • πολ-ίτης
  • πολεο-δομία
  • πολι-ορκώ, πολι-ούχος
  • ακρό-πολη, κωμό-πολη, Αλεξανδρού-⁠πολη εργατού-⁠πολη, πανεπιστημιού-πολη

το άστυ
  • αστ-ικός, αστ-ός
  • αστυ-νόμος, αστυ-φιλία, αστυ-⁠φύλακας, αστ-ίατρος
  • προ-άστιο
ο πόνος
  • πον-άκια
  • πονό-δοντος, πονο-κέφαλος, πονό-⁠κοιλος, πονό-λαιμος, πονό-ψυχος
  • παρά-πονο, παυσί-πονο, ά-πονος, επί-⁠πονος, γεω-πόνος, δασο-πόνος

το άλγος
  • αλγ-εινός
  • αν-άλγητος, κεφαλ-αλγία, νοστ-αλγία
η πόρτα
  • πορτ-άκι, πορτ-άρα, πορτ-ιέρης, πορτ-⁠ίτσα, πορτ-ούλα
  • πορτο-παράθυρα
  • εξώ-πορτα, μπαλκονό-πορτα, μπουκα-⁠πόρτα, ξε-πορτίζω

η θύρα
  • θυρ-εός, θυρ-ίδα
  • θυρο-κολλώ, θυρο-τηλέφωνο, θυρ-⁠ωρός
  • πρό-θυρα, παρά-θυρο
το σίδερο
  • σιδερ-άς, σιδερ-ένιος, σιδερ-ιά, σιδερ-⁠ικό, σιδερ-ώνω
  • σιδερό-βεργα, σιδερο-δέσμιος, σιδερο-⁠κέφαλος, σιδερο-⁠πρίονο
  • ατμο-σίδερο, παλιο-σίδερο

ο σίδηρος
  • σιδηρό-δρομος, Σιδηρό-καστρο, σιδηρ-⁠ουργός
  • λευκο-σίδηρος, χυτο-σίδηρος
ο σκύλος
  • σκυλ-άδικο, σκυλ-άκι, σκύλ-αρος, σκυλ-⁠άς, σκυλ-ιάζω, σκυλ-ίσιος
  • σκυλο-βαριέμαι, σκυλο-βρίζω, σκυλο-⁠καβγάς, σκυλο-λόι, σκυλό-ψαρο
  • κυνηγό-σκυλο, λυκό-σκυλο, τσοπανό-⁠σκυλο

ο κύων [γενική: του κυνός]
  • κυν-ικός
  • κυνο-μαχία, κυν-ηγώ, κυν-όδοντας
το σπίτι
  • σπιτ-άκι, σπιτ-αρόνα, σπιτ-ικός, σπιτ-⁠ίσιος, σπιτ-ώνω
  • σπιτό-γατος, σπιτο-νοικοκύρης
  • κουκλό-σπιτο, τροχό-σπιτο, ξε-⁠σπιτώνω

ο οίκος
  • οικ-είος, οίκ-ημα, οικ-ία, οικ-ιακός, οικ-⁠ισμός, οικ-ιστής
  • οικο-γένεια, οικό-πεδο, οικό-σημο, οικο-τροφείο
  • αγρ-οικία, συν-οικία, έν-οικος, περί-⁠οικος, δι-οικώ
το χέρι
  • χερ-άκι, χερ-ούκλα, χερ-ούλι
  • ανοιχτο-χέρης, χρυσο-χέρης, γουδο-⁠χέρι, απλό-χερος

η χειρ
  • χειρ-ίζομαι
  • χειρο-βομβίδα, χειρό-γραφο, χειρο-⁠κροτώ, χειρο-⁠σφαίριση, χειρ-⁠αγωγώ, χειρ-αποσκευή, χειρ-⁠ουργός (χειρ-ούργος)
  • αντί-χειρας, αριστερό-χειρας, εργό-⁠χειρο, ιδιό-χειρος, πρό-χειρος
το ψάρι
  • ψάρ-ακας, ψαρ-άκι, ψαρ-άς, ψαρ-εύω, ψαρ-ιά, ψαρ-ίλα, ψαρ-ούκλα, ψαρ-ώνω
  • ψαρό-βαρκα, ψαρο-κόκαλο, ψαρο-⁠ταβέρνα, ψαρ-αγορά
  • σκυλό-ψαρο, χρυσό-ψαρο

ο ιχθύς
  • ιχθυο-πωλείο, ιχθυο-τροφείο, ιχθυ-⁠άλευρο, ιχθυ-έλαιο
το ψωμί
  • ψωμ-άκι, ψωμ-ιέρα
  • ψωμο-τύρι
  • ελιό-ψωμο, σταφιδό-ψωμο, τηγανό-⁠ψωμο

ο άρτος
  • αρτo-ποιός, αρτο-σκευάσματα, αρτ-⁠εργάτης


δείχνω
  • μεγαλο-δείχνω, μικρο-δείχνω, ξανα-⁠δείχνω

δεικνύω
  • δείκ-της
  • παρά-δειγμα, απο-δεικνύω, υπο-⁠δεικνύω, έν-δειξη
πουλώ
  • α-πούλητος, μοσχο-πουλώ, ξε-πουλώ

πωλώ
  • πώλ-ηση, πωλ-ητής
  • βιβλιο-πωλείο, κρεο-πωλείο, υποδηματο-πωλείο, ανθο-⁠πώλης, λαχειο-πώλης, προ-πώληση, αγορα-⁠πωλησία (αγορο-πωλησία), μονο-πωλώ


σέρνω
  • ξανα-σέρνω, παρα-σέρνω

σύρω
  • σύρ-μα, συρ-μός, σύρ-σιμο, σύρ-της, συρ-τός
  • ανα-σύρω, απο-σύρω, δια-σύρω, παρα-⁠σύρω
φέρνω
  • γυρο-φέρνω, κατα-φέρνω, πηγαινο-⁠φέρνω

φέρω
  • φέρ-σιμο, φερ-τός, φορ-έας, φόρ-ος
  • φερ-έγγυος, φέρ-ελπις
  • ανα-φέρω, μετα-φέρω, παρα-φέρομαι, συμ-φορά, αμ-⁠φορέας, μετα-φορέας, φώσ-φορο, βυτιο-φόρο, πετρελαιο-⁠φόρο, ανή-φορος, λεω-⁠φόρος, σημαιο-φόρος


κόκκινος
  • κοκκιν-άδι, Κοκκιν-ιά, κοκκιν-ίζω, κοκκιν-ίλα
  • κοκκινο-γένης, κοκκινο-λαίμης, Κοκκινο-σκουφίτσα, κοκκιν-ωπός
  • κατα-κόκκινος, ροδο-κόκκινος

ερυθρός
  • ερυθρ-ά, ερυθρ-ιώ
  • ερυθρό-δερμος, ερυθρό-λευκος
  • υπ-έρυθρος
κουφός
  • κουφ-αίνω, κουφ-αμάρα
  • κουφ-άλογο
  • θεό-κουφος

κωφός
  • κωφ-εύω, κώφ-ωση
  • κωφ-άλαλος
  • εκ-κωφαντικός, υπό-κωφος
μεγάλος
  • μεγαλ-ίστικος, μεγαλ-ούτσικος, μεγαλ-⁠ώνω
  • μεγαλο-απατεώνας, μεγαλο-δείχνω, μεγαλο-ποιώ, μεγαλό-ψυχος, μεγαλ-⁠ουργώ
  • μικρο-μέγαλος

μέγας
  • μέγ-ιστος
  • μεγα-θήριο, μεγά-φωνο, Μεγ-⁠αλέξανδρος
μισός
  • μισο-άδειος, μισο-γεμάτος, μισο-⁠γκρεμισμένος, μισο-⁠φέγγαρο, μισ-⁠άνοιχτος
  • μισά-ωρο

ήμισυς
  • ημί-θεος, ημι-κρανία, ημι-ορεινός, ημί-⁠φως, ημί-χρονο
  • ενά-μισης, δυό-μισι, τριά-μισι, τρεισ-⁠ήμισι, τεσσερά-μισι
ξερός
  • ξερ-α-ΐλα, ξερ-αίνω, ξερ-ακ-ιανός
  • ξερό-βηχας, ξερο-κέφαλος, ξερο-νήσι, ξερο-ψήνω
  • φυλλο-ξέρα, κατά-ξερος

ξηρός
  • ξηρ-ά, ξηρ-ασία, ξηρ-ότητα
  • ξηρο-δερμία, ξηρο-στομία, ξηρ-⁠οφθαλμία
  • απο-ξηραίνω
παλιός
  • παλι-ατζής, παλι-ώνω
  • παλιό-δρομος, παλιό-καιρος, παλιό-⁠φιλος, παλι-⁠άμπελο, παλι-⁠άνθρωπος

παλαιός
  • παλαι-ότητα
  • παλαιο-λιθικός, παλαιο-πωλείο, παλαι-⁠οντολογία
  • παμ-πάλαιος, ανα-παλαίωση


ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη (1997), Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Αντίστροφο Λεξικό
ΕΙΚΟΝΕΣ: podilato98.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα