24 Αυγ 2012

Δάνειες λέξεις από τα λατινικά

Η λατινική γλώσσα επικράτησε στην περιοχή μας από τα μέσα του 2ου π.Χ. αι. έως τον 7ο μ.Χ. αι., οπότε το ανατολικό τμήμα του ρωμαϊκού κράτους, γνωστό ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αντικατέστησε την επίσημη γλώσσα του, τα λατινικά, με τα μεσαιωνικά ελληνικά.

Σε αυτό το τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ο δανεισμός ανάμεσα στις δύο γλώσσες υπήρξε έντονος. Πολλές ελληνικές λέξεις πέρασαν στα λατινικά και από εκεί στις σύγχρονες λατινογενείς γλώσσες (γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά κ.ά.).

Τα δικά μας δάνεια μπορούμε να τα δούμε στη συνέχεια, ομαδοποιημένα σε κατηγορίες. Εντύπωση προκαλεί η ονομασία όλων των μηνών!


  • βετεράνος veteranus (= παλιός)
  • μέντιουμ medium (= μέσον)
  • νονός nonnus (= πατέρας, τροφός)
  • ξεφτέρι accipiter (= γεράκι)
  • πρίγκιπας princeps,-ipis (= άρχοντας) < primus (= πρώτος) + capio (= πιάνω)

princeps

  • φαμίλια / φαμελιά familia (= η οικογένεια μαζί με το υπηρετικό προσωπικό)
  • φανατικός fanaticus (= αυτός που συχνάζει στον ναό) < fanum (= ναός)


  • κάλαντα calendae (= καλένδες, οι πρώτες μέρες του μήνα, επειδή οι Ρωμαίοι τις υποδέχονταν πανηγυρικά με γιορτές)
  • κούκλα cuculla (= κάλυμμα κεφαλής)
  • μάσκα masca
  • νότα nota (= σημείο, στίγμα)
  • ρεπερτόριο repertorium (= ευρετήριο) < reperio (= βρίσκω)
  • σάτιρα satira < satur (= κορεσμένος, πλήρης, γεμάτος)
  • τάβλι < τάβλα < tabula (= πινακίδα, ξύλινη πλάκα, κατάλογος, επιστολή)


  • κάπα cappa
  • κουκούλα cuculla (= κάλυμμα κεφαλής)
  • κουρέλι corellum < coriellum < corium (= δέρμα)
  • μανίκι < μάνικα < manicae (= χερούλι) < manus (= χέρι)
  • μαντίλι mantelium ή mantilium
  • ράσο rasus (= ξυρισμένος, τριμμένος) < rado (= ξύνω, ξυρίζω), επειδή ήταν από ύφασμα χωρίς χνούδι
  • φούντα funda (= ζώνη, δίχτυ)


  • κουκούλι cuculla (= κάλυμμα κεφαλής)
  • μουλάρι mulus (= μουλάρι, νόθος)
  • μπούφος bufus
  • πουλί < πούλος < pullus (= νεοσσός πτηνού)

pullus

  • σολομός salmo (λέξη γαλατικής προέλευσης)
  • στάβλος stablum ή stabulum (= σταθμός)


  • βάρκα barca < baris < ελληνικό βάρις < αιγυπτιακό bari (= βάρκα)


  • αλουμίνιο aluminium
  • μάστορας magister (= άρχοντας, επιστάτης, παιδαγωγός)
  • τάβλα tabula (= πινακίδα, ξύλινη πλάκα, κατάλογος, επιστολή)
  • τούβλο tubulus (= μικρός σωλήνας)
  • τσεκούρι < σεκούριον < securis (= πέλεκυς)

securis


  • αλκοόλ alcohol < αραβικό al-huhul ή al-kuhl


  • άλμπουμ album (= λεύκωμα), ουδέτερο του επιθέτου albus (= λευκός)
  • βίντεο video (= βλέπω)
  • κάγκελο cancellum
  • κελάρι cellarium < cella (= μικρό δωμάτιο, αποθήκη)
  • κούπα cupa (= κύπελλο)
  • κουρτίνα cortina
  • μαξιλάρι maxilla (= σαγόνι)
  • πανέρι panarium (= θήκη για ψωμί) < panis (= ψωμί)
  • πόρτα porta

porta

  • σκάλα scala (= κλίμακα) < scando (= ανεβαίνω)
  • σκούπα scopa
  • σπίτι < οσπίτιον < hospitium (= ξενώνας) < hospes,-itis (= ξένος, φιλοξενούμενος)
  • τέντα tenda < tendo (= εκτείνω, τεντώνω)


  • καμπάνα campana
  • καμπαναριό campanarium

campana - campanarium

  • ταμπέλα tabella (= πινακίδα)
  • τρούλος trulla
  • φούρναρης furnarius
  • φούρνος furnus (= καμίνι)


  • βυτίο buttia (= βαρέλι)
  • καβάλα caballus (= άλογο)
  • καβαλάρης caballarius (= ιππέας)
  • κάμπος campus (= πεδιάδα)
  • κάστρο castrum (= φρούριο)

castrum

  • σέλα sella (= έδρα) < sedeo (= κάθομαι)
  • στράτα strata, από τη φράση strata via (= λιθόστρωτη οδός) < sterno (= στρώνω)


  • σαΐτα < σαγίττα < sagitta (= βέλος)
  • σεμινάριο seminarium (= φυτώριο)


  • μάγουλο magulum
  • τούφα tufa (λέξη γερμανικής προέλευσης)


  • κρούστα crusta (= σκληρή επιφάνεια, κέλυφος)
  • λουκάνικο lucanicum (= είδος αλλαντικού)

lucanicum

  • μούστος mustum (= νέος), από τη φράση vinum mustum (= νέο κρασί)
  • ροδάκινο < δωράκινον < duracinum
  • σούβλα subula
  • ταβέρνα taberna (= σκηνή, καλύβα, καπηλειό)
  • τούρτα torta (= είδος πίτας) < tortus < torque (= στρέφω, γυρίζω)
  • φάβα faba
  • φιδές fides,-dis (= χορδή μουσικού οργάνου)


  • φλουρί < φλωρίον < florinus


  • δίσεκτος bis sextus, από τη φράση bis sextus dies (= δύο φορές έκτη μέρα)· η δεύτερη μέρα παρεμβαλλόταν στο ιουλιανό ημερολόγιο κάθε τέσσερα έτη
  • Ιανουάριος Ianuarius < Ianus (= Ιανός, θεός των Ρωμαίων στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο μήνας)
  • Φεβρουάριος Februarius < februo (= εξαγνίζω)
  • Μάρτιος Martius < Mars (= Άρης)
  • Απρίλιος Aprilis < aprilius (= ανοικτός)
  • Μάιος Majus, από την προσωνυμία του Δία Majus Juppiter
  • Ιούνιος Junius < Juno (= Ήρα), επειδή ο μήνας ήταν αφιερωμένος στην Ήρα
  • Ιούλιος Julius, από το όνομα Gaius Julius Caesar, επειδή ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας γεννήθηκε αυτόν τον μήνα
  • Αύγουστος Augustus (= σεβαστός), από προσωνυμία που αποδόθηκε το 27 π.Χ. στον αυτοκράτορα Οκταβιανό
  • Σεπτέμβριος September < septem (= εφτά), επειδή στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο έβδομος μήνας

September

  • Οκτώβριος October < octo (= οκτώ), επειδή στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο όγδοος μήνας
  • Νοέμβριος November < novem (= εννέα), επειδή στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο ένατος μήνας
  • Δεκέμβριος December < decem (= δέκα), επειδή στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο δέκατος μήνας


  • άσπρος asper (= τραχύς)


  • ακουμπώ accumbo (= πλαγιάζω, ξαπλώνω στο κρεβάτι)
  • βούκινο bucinum
  • κανάλι canalis
  • κάρβουνο carbo,-onis
  • κάψουλα capsula < capsa (= θήκη, κιβώτιο)
  • κελί cella (= μικρό δωμάτιο, αποθήκη)
  • κλασικός classicus < classis (= τάξη)
  • κουβέντα conventus (= συνέλευση) < convenio (= συνέρχομαι)
  • κώδικας codex (= συγγραφή, κατάλογος, δελτίο)
  • λάβαρο labarum (= βασιλική σημαία)
  • λουρί lorum (= ιμάντας, ζώνη)
  • μάνικα manicae (= χερούλι) < manus (= χέρι)
  • μάξιμουμ maximum (= μέγιστος), υπερθετικό του επιθέτου magnus (= μεγάλος)
  • μεμβράνη membrana (= στρώμα ιστού) < membrum (= μέλος)
  • παλάτι palatium
  • παλούκι paluceus < palus (= παλούκι)
  • σαβούρα saburra (= έρμα)
  • τίτλος titulus (= επίγραμμα, επιγραφή)
  • φόρουμ forum (= αγορά)


ΕΙΚΟΝΕΣ: besmartklub.hu, otvet.mail.ru, needpix.com, koludro.co, patramou.gr, historyonthenet.com, sausageman.co.uk, mykonosdaily.gr

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα