Πατήστε στη λέξη που σας ενδιαφέρει:
από ώρα σε ώρα
από στιγμή σε στιγμή
για την ώρα
προς το παρόν
είναι με τις ώρες του / με τις μέρες του
έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, έχει κυκλοθυμική συμπεριφορά
είναι στην ώρα της
λέγεται για γυναίκα που είναι έτοιμη να γεννήσει
πάνω στην ώρα
εγκαίρως, την κατάλληλη στιγμή, ακριβώς τη στιγμή που συμβαίνει κάτι ή γίνεται λόγος για κάτι
πριν την ώρα του / πριν της ώρας του
πρόωρα, πριν τη στιγμή ή την ηλικία που έπρεπε
μια ώρα αρχύτερα
όσο γίνεται πιο γρήγορα
όλη την ώρα
διαρκώς, συνέχεια
είναι της ώρας
λέγεται για τρόφιμα που είναι φρέσκα ή που μόλις ετοιμάστηκαν για να τα καταναλώσουμε
δεν είναι της ώρας αυτό
δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να το συζητήσουμε
τέτοια ώρα, τέτοια λόγια
αναφορά σε κάτι που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή
ώρες ώρες
κάποιες στιγμές, πότε πότε
με τις ώρες / για ώρες / ώρες ολόκληρες
πάρα πολλή ώρα, για μεγάλο χρονικό διάστημα
ώρα αιχμής / ώρες αιχμής
περίοδος μεγάλης κυκλοφοριακής συμφόρησης πεζών ή τροχοφόρων
έφτασε η ώρα της αλήθειας
δεν υπάρχουν πια περιθώρια για αναβολές, υπεκφυγές, δικαιολογίες κλπ.
βάρβαρη ώρα
οι πολύ πρωινές ώρες, οι τελείως ακατάλληλες για ξύπνημα ή άλλες δραστηριότητες
διδακτική ώρα
ο χρόνος κατά τον οποίο διδάσκεται ένα μάθημα στο σχολείο· διαρκεί περίπου σαράντα πέντε λεπτά
είναι μια ώρα δύσκολη
η συγκεκριμένη στιγμή είναι δύσκολη σωματικά ή ψυχικά
η δωδεκάτη ώρα
η έσχατη στιγμή, το τελευταίο χρονικό περιθώριο
θερινή ώρα
η ώρα που ισχύει από την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου, οπότε βάζουμε τα ρολόγια μας μία ώρα μπροστά, μέχρι την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου
κακιά ώρα
η ώρα που συμβαίνει κάτι ολέθριο, κάτι πολύ κακό
φταίει η κακιά η ώρα
αναφορά στο άγνωστο και σκοτεινό αίτιο κάποιας συμφοράς
είναι της κακιάς ώρας
λέγεται για πράγματα που δεν αξίζουν ή που έχουν πολύ χαμηλή ποιότητα
καλή ώρα / όπως καλή ώρα τώρα
όπως, παραδείγματος χάρη
καλή του ώρα
λέγεται για πρόσωπο που βρίσκεται μακριά την ώρα μιας συζήτησης
κούφια η ώρα (που τ’ ακούει)
λέγεται για να μην πραγματοποιηθεί μια άσχημη πρόβλεψη ή εκτίμηση· πρόκειται, βεβαίως, για πρόληψη
η μεγάλη ώρα
η σημαντική στιγμή
οι μικρές ώρες
οι πρώτες πρωινές ώρες μετά τα μεσάνυχτα
ώρα μηδέν
η πιο σημαντική ή κρίσιμη στιγμή
η ώρα του παιδιού
τότε που κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά την εργασία ή το μάθημά του
τοπική ώρα
η ώρα που ισχύει σε μια περιοχή, σε αντίθεση με την ώρα σε άλλους, μακρινούς τόπους
δε βλέπω την ώρα
ανυπομονώ
μετράω τις ώρες / τις μέρες
ανυπομονώ για κάτι
ήρθε η ώρα / σήμανε η ώρα / ήγγικεν η ώρα
έφτασε η κατάλληλη στιγμή
έφτασε / ήρθε / έγινε στην ώρα του
εγκαίρως, την κατάλληλη στιγμή
ήρθε η ώρα του / σήμανε η ώρα του
έφτασε η στιγμή του θανάτου του, πρόκειται να πεθάνει σύντομα
χάνω την ώρα μου / χάνω τις ώρες μου / χάνω τον καιρό μου
χασομερώ, ματαιοπονώ
σκοτώνω την ώρα μου / τον καιρό μου
περνώ τον καιρό μου ασχολούμενος με ασήμαντα πράγματα
ΕΥΧΗ: Ώρα καλή!
αποχαιρετισμός
ΕΥΧΗ: Η ώρα η καλή!
λέγεται σε αρραβώνα ή γάμο, όταν αρχίζει κάποιο έργο κ.ο.κ.
ΕΥΧΗ: Ώρα καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου!
λέγεται πριν από ταξίδι
ΕΙΡΩΝΕΙΑ: Ώρα του καλή!
εκφράζει αδιαφορία για κάποιον που φεύγει
ΠΑΡΟΙΜΙΑ: Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος (όλος).
σε μια στιγμή μπορούν να συμβούν πολλά απρόοπτα, μεγάλες συμφορές
από στιγμή σε στιγμή
για την ώρα
προς το παρόν
είναι με τις ώρες του / με τις μέρες του
έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, έχει κυκλοθυμική συμπεριφορά
είναι στην ώρα της
λέγεται για γυναίκα που είναι έτοιμη να γεννήσει
πάνω στην ώρα
εγκαίρως, την κατάλληλη στιγμή, ακριβώς τη στιγμή που συμβαίνει κάτι ή γίνεται λόγος για κάτι
πριν την ώρα του / πριν της ώρας του
πρόωρα, πριν τη στιγμή ή την ηλικία που έπρεπε
μια ώρα αρχύτερα
όσο γίνεται πιο γρήγορα
όλη την ώρα
διαρκώς, συνέχεια
είναι της ώρας
λέγεται για τρόφιμα που είναι φρέσκα ή που μόλις ετοιμάστηκαν για να τα καταναλώσουμε
δεν είναι της ώρας αυτό
δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να το συζητήσουμε
τέτοια ώρα, τέτοια λόγια
αναφορά σε κάτι που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή
ώρες ώρες
κάποιες στιγμές, πότε πότε
με τις ώρες / για ώρες / ώρες ολόκληρες
πάρα πολλή ώρα, για μεγάλο χρονικό διάστημα
ώρα αιχμής / ώρες αιχμής
περίοδος μεγάλης κυκλοφοριακής συμφόρησης πεζών ή τροχοφόρων
έφτασε η ώρα της αλήθειας
δεν υπάρχουν πια περιθώρια για αναβολές, υπεκφυγές, δικαιολογίες κλπ.
βάρβαρη ώρα
οι πολύ πρωινές ώρες, οι τελείως ακατάλληλες για ξύπνημα ή άλλες δραστηριότητες
διδακτική ώρα
ο χρόνος κατά τον οποίο διδάσκεται ένα μάθημα στο σχολείο· διαρκεί περίπου σαράντα πέντε λεπτά
είναι μια ώρα δύσκολη
η συγκεκριμένη στιγμή είναι δύσκολη σωματικά ή ψυχικά
η δωδεκάτη ώρα
η έσχατη στιγμή, το τελευταίο χρονικό περιθώριο
θερινή ώρα
η ώρα που ισχύει από την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου, οπότε βάζουμε τα ρολόγια μας μία ώρα μπροστά, μέχρι την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου
κακιά ώρα
η ώρα που συμβαίνει κάτι ολέθριο, κάτι πολύ κακό
φταίει η κακιά η ώρα
αναφορά στο άγνωστο και σκοτεινό αίτιο κάποιας συμφοράς
είναι της κακιάς ώρας
λέγεται για πράγματα που δεν αξίζουν ή που έχουν πολύ χαμηλή ποιότητα
καλή ώρα / όπως καλή ώρα τώρα
όπως, παραδείγματος χάρη
καλή του ώρα
λέγεται για πρόσωπο που βρίσκεται μακριά την ώρα μιας συζήτησης
κούφια η ώρα (που τ’ ακούει)
λέγεται για να μην πραγματοποιηθεί μια άσχημη πρόβλεψη ή εκτίμηση· πρόκειται, βεβαίως, για πρόληψη
η μεγάλη ώρα
η σημαντική στιγμή
οι μικρές ώρες
οι πρώτες πρωινές ώρες μετά τα μεσάνυχτα
ώρα μηδέν
η πιο σημαντική ή κρίσιμη στιγμή
η ώρα του παιδιού
τότε που κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά την εργασία ή το μάθημά του
τοπική ώρα
η ώρα που ισχύει σε μια περιοχή, σε αντίθεση με την ώρα σε άλλους, μακρινούς τόπους
δε βλέπω την ώρα
ανυπομονώ
μετράω τις ώρες / τις μέρες
ανυπομονώ για κάτι
ήρθε η ώρα / σήμανε η ώρα / ήγγικεν η ώρα
έφτασε η κατάλληλη στιγμή
έφτασε / ήρθε / έγινε στην ώρα του
εγκαίρως, την κατάλληλη στιγμή
ήρθε η ώρα του / σήμανε η ώρα του
έφτασε η στιγμή του θανάτου του, πρόκειται να πεθάνει σύντομα
χάνω την ώρα μου / χάνω τις ώρες μου / χάνω τον καιρό μου
χασομερώ, ματαιοπονώ
σκοτώνω την ώρα μου / τον καιρό μου
περνώ τον καιρό μου ασχολούμενος με ασήμαντα πράγματα
ΕΥΧΗ: Ώρα καλή!
αποχαιρετισμός
ΕΥΧΗ: Η ώρα η καλή!
λέγεται σε αρραβώνα ή γάμο, όταν αρχίζει κάποιο έργο κ.ο.κ.
ΕΥΧΗ: Ώρα καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου!
λέγεται πριν από ταξίδι
ΕΙΡΩΝΕΙΑ: Ώρα του καλή!
εκφράζει αδιαφορία για κάποιον που φεύγει
ΠΑΡΟΙΜΙΑ: Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος (όλος).
σε μια στιγμή μπορούν να συμβούν πολλά απρόοπτα, μεγάλες συμφορές
στο λεπτό
πολύ γρήγορα, αμέσως, αυτοστιγμεί
σε ένα λεπτό / σε δυο λεπτά / από λεπτό σε λεπτό
σε πολύ λίγη ώρα, πάρα πολύ σύντομα
περίμενε μισό λεπτό / ένα λεπτό
περίμενε λίγο
ούτε λεπτό
καθόλου, ούτε μια στιγμή
τηρώ ενός λεπτού σιγή
σιωπώ για ένα λεπτό προς τιμήν κάποιου ή κάποιων νεκρών
πολύ γρήγορα, αμέσως, αυτοστιγμεί
σε ένα λεπτό / σε δυο λεπτά / από λεπτό σε λεπτό
σε πολύ λίγη ώρα, πάρα πολύ σύντομα
περίμενε μισό λεπτό / ένα λεπτό
περίμενε λίγο
ούτε λεπτό
καθόλου, ούτε μια στιγμή
τηρώ ενός λεπτού σιγή
σιωπώ για ένα λεπτό προς τιμήν κάποιου ή κάποιων νεκρών
σε κλάσμα του δευτερολέπτου
πολύ γρήγορα
πολύ γρήγορα
αναλογικό ρολόι
ρολόι χωρίς ψηφία, με δείχτες
ψηφιακό ρολόι
ρολόι με ψηφιακές ενδείξεις
επιτραπέζιο ρολόι
ρολόι που χρησιμοποιείται επάνω σε τραπέζι, κομοδίνο ή άλλη σταθερή επιφάνεια· συνήθως είναι και ξυπνητήρι
ρολόι τοίχου
ρολόι που κρεμιέται στον τοίχο
ρολόι χειρός
ρολόι που φοριέται στο χέρι
βιολογικό ρολόι
ο εσωτερικός μηχανισμός των ζωντανών οργανισμών που καθορίζει τους βιολογικούς ρυθμούς τους χωρίς την παρουσία εμφανούς εξωτερικού ερεθίσματος
ηλιακό ρολόι
ειδικό όργανο που προσδιορίζει την ώρα της ημέρας με βάση τη θέση της σκιάς που ρίχνει ο ήλιος πάνω σε ένα αντικείμενο· είναι ο αρχαιότερος τύπος ρολογιού
πάει ρολόι
λέγεται για κάτι που γίνεται κανονικά και ομαλά, που εξελίσσεται χωρίς εμπόδια και καθυστερήσεις
δουλεύει ρολόι
λέγεται για κάτι που λειτουργεί με απόλυτη ακρίβεια ή πολύ ικανοποιητικά
ρολόι χωρίς ψηφία, με δείχτες
ψηφιακό ρολόι
ρολόι με ψηφιακές ενδείξεις
επιτραπέζιο ρολόι
ρολόι που χρησιμοποιείται επάνω σε τραπέζι, κομοδίνο ή άλλη σταθερή επιφάνεια· συνήθως είναι και ξυπνητήρι
ρολόι τοίχου
ρολόι που κρεμιέται στον τοίχο
ρολόι χειρός
ρολόι που φοριέται στο χέρι
βιολογικό ρολόι
ο εσωτερικός μηχανισμός των ζωντανών οργανισμών που καθορίζει τους βιολογικούς ρυθμούς τους χωρίς την παρουσία εμφανούς εξωτερικού ερεθίσματος
ηλιακό ρολόι
ειδικό όργανο που προσδιορίζει την ώρα της ημέρας με βάση τη θέση της σκιάς που ρίχνει ο ήλιος πάνω σε ένα αντικείμενο· είναι ο αρχαιότερος τύπος ρολογιού
πάει ρολόι
λέγεται για κάτι που γίνεται κανονικά και ομαλά, που εξελίσσεται χωρίς εμπόδια και καθυστερήσεις
δουλεύει ρολόι
λέγεται για κάτι που λειτουργεί με απόλυτη ακρίβεια ή πολύ ικανοποιητικά
Φράσεις και παροιμίεςΧρόνος
ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη (1997), greek-language.gr, el.wiktionary.org
ΕΙΚΟΝΕΣ: livesharon.com, lolwot.com, evaair-vn.com, semeynoe.com, crispculture.tumblr.com, tapetsaries.woodline.gr
ΕΙΚΟΝΕΣ: livesharon.com, lolwot.com, evaair-vn.com, semeynoe.com, crispculture.tumblr.com, tapetsaries.woodline.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το σχόλιό σας θα εγκριθεί πρώτα από τον δάσκαλο98. Παρακαλώ μη γράφετε με greeklish ή κεφαλαία (σημαίνει ότι φωνάζετε), γιατί τα σχόλια θα διαγράφονται.
★ Πριν τη δημοσίευση ελέγξτε για τυχόν λάθη απροσεξίας, πατώντας στην «Προεπισκόπηση». Περισσότερα εδώ.