Περπάταγα στον δρόμο και κοιτούσα τους ανθρώπους,
μελέταγα τις φάτσες, τις κινήσεις και τους τρόπους.
Εκείνοι περπατούσανε σαν να τους κυνηγούσαν,
κάναν κινήσεις βιαστικές και δε χαμογελούσαν.
Σε σλόου μόσιον ξαφνικά έβλεπα την εικόνα
κι είδα λουλούδια γύρω τους, μα στις καρδιές χειμώνα.
Είδα αρνητικότητα κι αποδοκιμασία,
ανταγωνιστικότητα κι όχι συνεργασία.
Κι εκεί που παραλίγο πάλι να μελαγχολήσω,
είπα ν’ αλλάξω εικόνα και σελίδα να γυρίσω·
να μη στενοχωριέμαι ή νευριάζω με κανένα,
το πιο μεγάλο δώρο να χαρίσω σε εμένα
και να προσφέρω σ’ όλους τον καλό τον εαυτό μου.
Με την ευγένεια αν ζω και το χαμόγελό μου,
το μαγικό ταξίδι της ζωής μου θα περάσω
μένοντας πάντοτε παιδί —κι έτσι δε θα γεράσω!
Δεν μπορείς στη χούφτα κλείνοντάς το το νερό να σταματήσεις.
Δεν μπορείς τον άνεμο στα δυο σου χέρια να τον φυλακίσεις.
Μα μπορείς, μπορείς τον εαυτό σου με αγάπη να γεμίσεις
και να τη στείλεις σ’ όλο τον κόσμο, μην τη στερήσεις από κανένα:
Το χαμόγελο που στέλνεις ξαναγυρίζει σ’ εσένα!
Λοιπόν, όλο τον κόσμο θα κοιτάω με καλοσύνη,
για όσους κάτι μου αρνήθηκαν θα νιώθω ευγνωμοσύνη,
γιατί χάρη σ’ εκείνους μόνος θα το καταφέρω
κι όταν θα μεγαλώσω, θα διδάξω όσα ξέρω.
Δε θα ζηλέψω κάποτε, αν σε κάτι με «νικήσουν»
κι ούτε όσα θέλω ν’ αποκτήσω θα με κατακτήσουν.
«Σπουδαία επιτεύγματα» άμα δεν καταφέρω,
αυτά που έχω μέσα μου σε όλους θα προσφέρω.
Δεν μπορείς στη χούφτα κλείνοντάς το το νερό να σταματήσεις...
ΣΤΙΧΟΙ - ΜΟΥΣΙΚΗ: Αρετή Τοπουζίδη ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Βλάσσης Μπονάτσος, Παιδική Χορωδία Σπύρου Λάμπρου ΔΙΣΚΟΣ: Το χρώμα της ελπίδας (1997)
Στο σκοτάδι μαστορεύουν πέντε ποντικοί.
Τι σκεπάρνια! Τι πριόνια! Τι μαστορική!
Σε ντουλάπι νοικοκύρη βάλθηκαν να μπουν·
κρατς! ο ένας, κριτς! ο άλλος, κόβουν και τρυπούν!
Είναι νύχτα και στο σπίτι το ’ριξαν βαριά,
ετεμπέλιασεν ο γάτος δίπλα στη φωτιά.
Μόνο η φάκα στο ντουλάπι κάθεται ξυπνή
κι αφουγκράζεται τον κλέφτη κι ώρες αγρυπνεί!
Με τα δόντια τους ανοίξαν τρύπα φοβερή.
Να τους, μπαίνουν ένας ένας, βόσκουν στο τυρί!
Παξιμάδια ροκανίζουν, στο γλυκό βουτούν·
κουβεντιάζουν, σουλατσάρουν, σιγοπερπατούν!
Κι ο μικρός ο Ποντικούλης, που όλο τριγυρνά,
μες στη φάκα μπαινοβγαίνει και τηνε κουνά.
Φραπ! εκείνη τον γραπώνει και τον έχει εκεί·
για τους πέντε ο Ποντικούλης μπήκε φυλακή!