Τα χρόνια που ακολούθησαν έγινε η δεύτερη γλώσσα των μορφωμένων, η μοναδική ξένη γλώσσα που διδασκόταν στα σχολεία μας μέχρι και τη δεκαετία του 1950 και η «γλώσσα των σαλονιών», η γλώσσα δηλαδή που προσέδιδε κύρος σε όσους τη μιλούσαν.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι διεθνείς πολιτικές και οικονομικές συνθήκες μείωσαν την κυριαρχία της Γαλλικής, οπότε άρχισε να μειώνεται και η επίδρασή της στα ελληνικά. Είχε έρθει η ώρα των αγγλικών...
- σκι ski < αρχαίο νορβηγικό skith (= κομμάτι ξύλου)
- μπαράζ barrage (= φράγμα) < barrer (= φράζω) < λατινικό barra
- μποξέρ boxeur < box (= πυγμαχία)
- ρεβάνς revanche (= ανταπόδοση, αντεκδίκηση)
- ρεκόρ record (= επίδοση) < αγγλικό record < λατινικό recordor (= θυμάμαι, αναλογίζομαι)
- σπορ sport (= αθλητισμός)
- τουρνουά tournoi < tournoyer (= περιφέρομαι, περιπλανώμαι)
- φαβορί favori (= αγαπητός, προσφιλής) < λατινικό favor (= εύνοια)
- φιλές filet (= δίχτυ, πλέγμα)
- φιναλίστ finaliste
- βαρόνος baron < λατινικό baro (= άνθρωπος του βασιλιά)
- γκρουπ groupe
- εξπέρ expert < λατινικό expertus
- κανίβαλος cannibale < ισπανικό canibal ή caribal < αραουακικό caniba ή carib (= γενναίος, δυνατός άντρας)
- μαντάμ madame < ma + dame (= κυρία μου)
- μετρ maître (= κύριος, ιδιοκτήτης, δεξιοτέχνης)
- οπερατέρ operateur < operer < λατινικό operor (= εργάζομαι, φτιάχνω)
- παρτενέρ partenaire < αγγλικό partner
- πλασιέ placier (= αυτός που προμηθεύει εμπορεύματα)
- φαντομάς fantôme (= φάντασμα)
- φαρσέρ farseur (= αστείος, απατεώνας)
- ατραξιόν attraction
- βαλς valse < γερμανικό Walzer
- γκαλερί galerie
- καλαμπούρι calembour
- καμπαρέ cabaret
- καρναβάλι carneval < ιταλικό carnevale
- καρτ ποστάλ carte postale
- κομφετί confetti < ιταλικό confetti, πληθυντικός του confetto
- κομφόρ confort < conforter < λατινικό conforto (= ενισχύω)
- κονσόλα console
- μαριονέτα marionnette (αρχικά σήμαινε μικρό άγαλμα της Παρθένου Μαρίας)
- μπαλόνι ballon (= ελαστική σφαίρα)
- μπουάτ boite, από τη φράση boite de nuit (= νυχτερινό κέντρο)
- ντεμπούτο début < débuter
- ντοκιμαντέρ documentaire (= αποδεικτικός) < document
- ντουμπλάρω doubler (= διπλασιάζω, φοδράρω) < double (= διπλός) < λατινικό duplus (= διπλός, διπλάσιος)
- πανσιόν pension (= οικοτροφείο) < λατινικό pensio (= μισθός, πληρωμή)
- πατινάζ patinage (= παγοδρομία)
- πατίνι patin < patte (= πόδι)
- πιερότος pierrot < Pierre (= Πέτρος)
- πιόνι pion (= πεζός στρατιώτης)
- πιρουέτα pirouette
- πίστα piste < λατινικό pisto (= κοπανίζω)
- ποτ πουρί pot-pourri (= φαγητό με διάφορα είδη κρέατος)
- πρεμιέρα premiere (= πρώτη παράσταση) < λατινικό primarius (= πρωτεύων)
- ρεβεγιόν réveillon < réveiller (= ξυπνώ)
- ρεσεψιόν réception (= λήψη, υποδοχή)
- ρεφρέν refrain (= επωδός) < refraindre (= τσακίζω)
- ρόλος rôle < λατινικό rotulus (= κύλινδρος)
- σερπαντίνα serpentin < λατινικό serpentinus < serpens (= φίδι) < serpo (= έρπω)
- σολφέζ solfège < ιταλικό solfeggio, από τις νότες σολ και φα
- σουίτα suite
- σουξέ succès (= επιτυχία) < λατινικό successus
- τουρισμός tourisme < tour (= γύρος)
- τουρνέ tournée (= περιοδεία) < tourner (= γυρίζω, περιφέρομαι)
- τραλαλά tralala (ονοματοποιία)
- φεστιβάλ festival < λατινικό festum (= γιορτή)
- φραπέ frappé (= χτυπημένος)
- αγκράφα agrafe
- αξεσουάρ accesoire
- γάντι gant < αρχαίο γερμανικό want
- δαντέλα dentelle
- εμπριμέ imprimé (= έντυπο σταμπτωτό ύφασμα)
- ζακέτα jaquette < jaque < αραβικό shakk
- καρό carreau (= τετράγωνο)
- κασκόλ cachecol < cacher (= κρύβω) + col (= λαιμός)
- κομπινεζόν combinaison (= συνδυασμός)
- κορσές corset < corps (= σώμα)
- κοτλέ cotele
- μαγιό maillot (= φασκιές)
- μοδίστρα modiste < mode (= μόδα)
- μπερές béret
- μπέρτα berthe
- μπιζού bijoux < βενετικό bizou (= κρίκος, δαχτυλίδι)
- μπλούζα blouse
- μπότα botte
- μπουφάν bouffant, μετοχή του bouffer (= φυσώ, φουσκώνω)
- ντεκολτέ décolleté (= έξωμος) < décolleter (= απογυμνώνω τους ώμους)
- παπιγιόν papillon (= πεταλούδα) < λατινικό papilio (= ζωύφιο, πεταλουδίτσα)
- πατρόν patron (= υπόδειγμα, αποτύπωμα, σχέδιο πάνω σε χαρτί)
- πουά point (= σημείο, τελεία, στίγμα)
- σαμπό sabot < savate (= παλιό, φθαρμένο παπούτσι)
- σοσόνι chausson (= παντόφλα) < λατινικό calceus (= παπούτσι)
- σουτιέν soutien (= υποστήριγμα)
- ταγέρ tailleur (= ράφτης, γυναικείο ένδυμα)
- τούλι tulle, από το όνομα της πόλης Tulle στην κεντρική Γαλλία όπου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά
- φερμουάρ fermoir < fermer (= στερεώνω, ασφαλίζω)
- φο μπιζού faux bijoux
- φουλάρι foulard < προβηγκιανό foulat (= είδος υφάσματος)
- φράκο frac < αγγλικό frock
- αγκαζέ engage (= δεσμευμένος)
- ραντεβού rendez-vous
- σεξ sexe < λατινικό sexus (= γένος, φύλο)
- τετ α τετ tête-à-tête (= κεφάλι με κεφάλι) < tête (= κεφάλι)
- αντιλόπη antilope
- γαζέλα gazelle < αραβικό ghazal
- ζούγκλα jungle < ινδικό djangala
- κανίς caniche
- κορμοράνος cormoran < λατινικό corvus (= κοράκι) + marinus (= θαλάσσιος)
- λάσο lasso < ισπανικό lazo
- μαμούθ mammouth < ρωσικό mamont < μογγολικό mamont (= ζώο του υπεδάφους)
- πεκινουά pékinois, από το όνομα της κινεζικής πόλης Πεκίνο
- τερμίτης termite < λατινικό termes,-itis (= τερηδόνα)
- κανό canot < ισπανικό canoa < αραουακικό canoa
- κρουαζιέρα croisiere < croiser (= περιπλέω) < croix (= σταυρός)
- πιρόγα pirogue < ισπανικό piragua, από καραϊβικό ιδίωμα
- τορπίλη torpille < λατινικό torpedo (= νάρκη) < torpeo (= ναρκώνω)
- τουρμπίνα turbine < λατινικό turbo,-inis (= στρόβιλος, δίνη)
- κομπρεσέρ compresseur < compresser < λατινικό compresso (= συμπιέζω)
- ματ (υλικό) mat < λατινικό mattus (= θαμπός)
- μπαλαντέζα baladeuse, θηλυκό του baladeur (= περιφερόμενος)
- μπετόν béton < λατινικό bitumen (= άσφαλτος)
- ντουί douille
- πένσα pince
- πινέζα punaise (= κοριός)
- πλεξιγκλάς plexiglas
- πρίζα prise (= λήψη) < prendre (= παίρνω)
- ακορντεόν accordéon
- κλακέτα claquette
- κοκέτα <κοκέτης < coquet < coqueter (= κοκορεύομαι)
- κολόνια < eau de Cologne (= νερό της Κολωνίας), από το γαλλικό όνομα Cologne της γερμανικής πόλης Κολωνία
- κραγιόν crayon
- λακ laque < λατινικό lacca < αραβικό lakk
- λοσιόν lotion < λατινικό lotion (= πλύση)
- μακιγιάζ maquillage
- μανεκέν mannequin < ολλανδικό mannekijn (= ανθρωπάκι)
- μανικιούρ manicure < λατινικό manus (= χέρι) + curo (= φροντίζω)
- μασάζ massage < masser (= τρίβω) < αραβικό massa (= χαϊδεύω, τρίβω)
- ντεμακιγιάζ demaquillage < demaquiller (= αφαιρώ το μακιγιάζ)
- ντεμοντέ démodé (= απαρχαιωμένος, έξω από τη μόδα) < démoder (= δεν ακολουθώ τη μόδα)
- πασαρέλα passerelle < passer (= περνώ)
- πεντικιούρ pédicure < λατινικό pes,-dis (= πόδι) + curo (= φροντίζω)
- περμανάντ permanente, από τη φράση permanente ondulation (= διαρκής κυματισμός, μόνιμο κατσάρωμα)
- πούδρα poudre < λατινικό pulvis (= σκόνη)
- ρουζ rouge < λατινικό rubens (= κόκκινος)
- σεσουάρ sechoir < λατινικό siccus (= ξηρός)
- σικ chic (= κομψότητα, χάρη, φινέτσα) < γερμανικό Schick
- κονιάκ cognac, από το όνομα της πόλης Cognac όπου πρωτοπαρασκευάστηκε τον 16ο αι.
- λικέρ liquer < λατινικό liquor (= υγρό)
- σαμπάνια champagne, από το όνομα της περιοχής Champagne (Καμπανία) στη Γαλλία όπου παρασκευάστηκε για πρώτη φορά
- αμπαζούρ abat-jour (= κάλυμμα λάμπας)
- ασανσέρ ascenseur
- ασπιρίνη aspirine
- ατελιέ atelier (= εργαστήριο)
- γκαράζ garage < garer (= βάζω σε σταθμό, υποστεγάζω)
- γκαρσονιέρα garçonnière < garçon (= αγόρι)
- καλοριφέρ calorifere < λατινικό calor (= θερμότητα) + λατινικό fero (= φέρνω)
- καφές café < τουρκικό kahve < αραβικό qahwah
- καφετιέρα cafetière
- μαρμίτα marmite (= χύτρα, λέβητας)
- μεζονέτα maisonnette < maison (= σπίτι)
- μοκέτα moquette (= είδος χαλιού)
- μπετόνι bidon < σκανδιναβικό bida (= δοχείο)
- μπιμπελό bibelot
- μπιμπερό biberon < λατινικό bibo (= πίνω)
- μπολ bol < αγγλικό bowl
- μπουφές buffet
- μπρελόκ breloque
- ναφθαλίνη naphtaline < ελληνικό νάφθα < περσικό naft
- ντους douche < ιταλικό doccia < docciare (= αναβλύζω, ρέω ορμητικά) < doccia (σωλήνας νερού)
- παρκέ parquet < parc (= πάρκο, μάντρα)
- πορτατίφ portatif
- ρετιρέ retire (= απομονωμένος, μοναχικός) < retirer (= αποχωρώ, απομακρύνομαι)
- ρολό rouleau (= κύλινδρος) < rouler (= περιστρέφω, κυλώ)
- ρουμπινές robinet (= κρουνός)
- σαλόνι salon < ιταλικό salone < sala
- σεζλόγκ chaise longue < chaise (= καρέκλα) + longue (= μακρύς)
- σιρόπι sirop (= ηδύποτο) < αραβικό sharab (= ποτό, χυμός, σιρόπι)
- σιφονιέρα chiffonnier < chiffon (= κουρέλι)
- σκαμπό escabeau < λατινικό scabellum (= μικρό σκαμνί)
- σουβενίρ souvenir (= ενθύμιο)
- σοφίτα soffite < ιταλικό soffitto
- ταλκ talc < ισπανικό talque < αραβικό talq
- τάπα tape
- τιρμπουσόν tire-bouchon < tirer (= τραβώ) + bouchon (= πώμα)
- τουαλέτα toilette (= καλλωπισμός, έπιπλο καλλωπισμού) < toile (= πανί)
- φριτέζα friteuse (= σκεύος για τηγάνισμα)
- βιτρίνα vitrine (= προθήκη) < vitre (= τζάμι)
- ράμπα rampe < ramper (= έρπω, σέρνομαι με την κοιλιά)
- φέιγ βολάν feuille volante (= φύλλο που πετά, πετούμενο)
- αλέ ρετούρ aller-retour (= μεταβίβαση και επιστροφή)
- αμορτισέρ amortisseur
- αμπραγιάζ embrayage (= συμπλέκτης)
- βενζίνη benzine
- βουλκανιζατέρ vulcanisateur < αγγλικό vulcanize < λατινικό Vulcanus (= Ήφαιστος, φωτιά)
- γκάζι gaz
- γρανάζι engrenage
- καραμπόλα carambole (= η κόκκινη σφαίρα του μπιλιάρδου) < ισπανικό carambola (= καρπός του δέντρου carambil της Μαλαισίας που μοιάζει με πορτοκάλι)
- κοντέρ compteur (= μετρητής)
- λεβιές levier < lever (= υψώνω) < λατινικό levare (= σηκώνω)
- λιμουζίνα limousine, από το όνομα της γαλλικής επαρχίας Limousin όπου βρίσκεται το εργοστάσιο κατασκευής των ομώνυμων αυτοκινήτων
- μαρσάρω marcher (= προχωρώ, βαδίζω)
- μοτέρ moteur < λατινικό motor (= κινητής) < movere (= κινώ)
- μοτοσικλέτα motocyclette < moteur (= κινητήρας) + bicyclette (= ποδήλατο)
- μπετονιέρα bétonnière
- μπουζί bougie
- μπουλόνι boulon < boule (= μεταλλική σφαίρα) < λατινικό bulla (= σφαιρικό αντικείμενο)
- ντεμπραγιάζ debrayage < debrayer (= αποσυνδέω)
- οτοστόπ auto-stop
- παρμπρίζ pare-brise < parer (= αποκρούω, αποφεύγω) + brise (= αύρα, άνεμος)
- πιστόνι piston (= έμβολο)
- πορτμπαγκάζ porte-bagages < porter (= φέρνω) + bagage (= αποσκευή)
- ρεζερβουάρ reservoir < reserver < λατινικό reservo (= διατηρώ, αποταμιεύω)
- ρελαντί ralenti < ralentir (= επιβραδύνω)
- σακβουαγιάζ sac de voyage
- σαμπρέλα chambre à air
- σασί châssis (= πλαίσιο)
- σοφέρ chauffeur < chauffer (= θερμαίνω, ανάβω τη μηχανή)
- ταμπλό tableau < λατινικό tabula
- τούνελ tunnel (= σήραγγα)
- τρακτέρ tracteur < λατινικό tractus (= ελκόμενος, συρόμενος)
- τραμ tram < αγγλικό tram-way
- φρένο frein (= τροχοπέδη) < λατινικό frenum (= χαλινάρι)
- ακουαρέλα aquarelle < ιταλικό acquarella (= νερομπογιά) < acqua (= νερό)
- κολέγιο collège < λατινικό collegium
- μαρς marche, προστακτική του ρήματος marcher (= προχωρώ, βαδίζω)
- μπλοκ blok < αρχαίο γερμανικό bloc ή bloch < ολλανδικό bloc (= κούτσουρο, κορμός δέντρου)
- ντοσιέ dossier (= φάκελος εγγράφων) < dos (= ράχη, νώτα) < λατινικό dorsum (= ράχη, νώτα)
- κράμπα crampe (= σύσπαση) < γερμανικό Krampf
- μούσι mouche < λατινικό musca (= μύγα)
- μπούκλα boucle < λατινικό buccula < bucca (= μάγουλο)
- σιλουέτα silhouette, από το όνομα του Etienne de Silhouette που είχε διακοσμήσει τους τοίχους του σπιτιού του με περιγράμματα μορφών
- τατουάζ tatouage < αγγλικό tatoo (= δερματοστιξία)
- φαβορίτα favorite < ιταλικό favorire (= ευνοώ, βοηθώ)
- απεριτίφ apéritif (= ορεκτικό) < μεσαιωνικό γαλλικό aperitivus < λατινικό aperio (= ανοίγω)
- γκαρσόν / γκαρσόνι garçon (= αγόρι)
- γκοφρέτα gaufrette
- γραβιέρα gruyère, από το όνομα της ελβετικής περιοχής Gruyère
- ζαμπόν jambon (= χοιρομέρι)
- ζελέ gelée < geler (= παγώνω)
- κουβέρ couvert < λατινικό coopertus (= σκεπασμένος)
- κουβερτούρα couverture < λατινικό coopertura (= σκεπασμένη)
- κρέπα crêpe < λατινικό crispus (= σγουρός, τραχύς)
- κροκέτα croquette < croquet (= κριτσανίζω, μασουλώ)
- κρουασάν croissant (= γλύκισμα) < croissant (= μισοφέγγαρο)
- μαγιονέζα mayonnaise
- μενού menu (= μικρός, λεπτομερής) < λατινικό minutus (= μικρός, λεπτός) < minuo (= ελαττώνω, συγκόπτω)
- μπεσαμέλ béchamel, από το όνομα του Γάλλου χρηματιστή Μπεσαμέλ που την επινόησε
- μπιφτέκι bifteck < αγγλικό beef steak (= φέτα βοδινού κρέατος)
- ομελέτα omelette < αρχαίο γαλλικό omelette ή alumelle (= μικρή λάμα) < λατινικό lamella (= μικρό μεταλλικό πιάτο)
- ορντέβρ hors-d’-oeuvre (= τα εκτός του κυρίως γεύματος) < hors (= εκτός) + oeuvre (= έργο)
- παρμεζάνα parmesan, από το όνομα της ιταλικής πόλης Πάρμα
- πικνίκ pique-nique < piquer (= κεντώ) + nique (= άχρηστο πράγμα)
- πουρές purée < αρχαίο γαλλικό purer (= καθαρίζω, στραγγίζω λαχανικά) < λατινικό puro (= καθαρίζω)
- πουρμπουάρ pourboire (= φιλοδώρημα) < pour boire (= για να πιεις)
- ρεστοράν restaurant < restaurer < λατινικό restauro (= ανακαινίζω, ανανεώνω)
- ροκφόρ roquefort, από το όνομα της γαλλικής περιοχής Roquefort
- σαγκουίνι sanguine (= αιματώδης)
- σαντιγί chantilly, από το όνομα της περιοχής Chantilly στη Γαλλία όπου παρασκευάστηκε για πρώτη φορά
- σερβίρω servir < λατινικό servio (= υπηρετώ)
- σεφ chef (= αρχηγός) < λατινικό caput (= κεφαλή)
- σοτάρω sauter (= τσιγαρίζω)
- σουφλέ souffle < souffler (= φυσώ, φουσκώνω)
- σπεσιαλιτέ spécialité (= ειδικότητα)
- τάρτα tarte
- τρούφα truffe < λατινικό tuber (= εξόγκωμα)
- φρικασέ fricassée (= τηγανητό κρέας με βούτυρο μέσα σε σάλτσα)
- φρουί γλασέ fruit glacé < fruit (= φρούτο) + glacé (= παγωμένο)
- γκαζόν gazon < φράγκικο waso
- καμέλια camélia, από το όνομα του μοναχού Camelli που έφερε το φυτό από την τροπική Ασία τον 17ο αι.
- μπουκέτο bouquet
- πανσές pensée (= σκέψη, ενθύμηση), επειδή θεωρείται σύμβολο ευχάριστων αναμνήσεων
- παρτέρι parterre < par terre (= πάνω στη γη)
- τουλίπα tulipe < τουρκικό tulbend
- γκισέ guichet
- καριέρα carrière
- καρνέ carnet
- κομπίνα combine, συγκεκομμένος τύπος του combination (= συνδυασμός)
- πλαφόν plafond (= οροφή)
- πριμ prime (= βραβείο, έπαθλο) < λατινικό praemium (= βραβείο)
- τικ τακ tic-tac (ονοματοποιία)
- γκρενά grenat < λατινικό granatum (= ρόδι)
- γκρι gris (= φαιός)
- κρεμ crème
- μοβ mauve < λατινικό malva (= μολόχα)
- μπεζ beige (= αβαφής) < ιταλικό bigio (= γκρίζο)
- μπλε bleu < φραγκικό blao
- μπλε μαρέν bleu marine (= μπλε της θάλασσας)
- μπορντό bordeaux, από το χρώμα του κρασιού που παράγεται στη γαλλική πόλη Bordeaux
- παστέλ pastel < ιταλικό pastello < pasta
- ροζ rose < λατινικό rosa (= ρόδο)
- σιελ ciel (= ουρανός, γαλανός) < λατινικό caelum (= ουρανός)
- χακί kaki, λέξη ινδικής προέλευσης που σημαίνει «χρώμα της σκόνης»
- αμπαλάζ emballage (= συσκευασία)
- αμπούλα ampoule
- ανφάς en face
- ασορτί assorti
- ατού atout < πρόθεση a + tout (= όλο)
- βαλές valet
- βιτριόλι vitriol
- γκάφα gaffe
- γρίπη grippe < gripper (= αρπάζω)
- εβαπορέ évaporé
- εγωισμός égoïsme < λατινικό ego
- ένστικτο instinct < λατινικό instinctus < instinguo (= κεντρίζω, παρορμώ κάποιον)
- εφέ effet (= αποτέλεσμα)
- ζενίθ zenith < αραβικό semt
- ζικ ζακ zig-zag (= οχυρωματικό χαντάκι γύρω από τα τείχη σε σχήμα τεθλασμένης ευθείας)
- ιλουστρασιόν illustration
- καμουφλάζ camouflage
- καμπάνια campagne (= εκστρατεία)
- καουτσούκ caoutchouc < καραϊβικό cahuchu
- καρμπόν carbone
- κλίκα clique < cliquer (= χειροκροτώ)
- κλου clou
- κομπλέ complet (= πλήρης)
- κουπόνι coupon < couper (= κόβω, τέμνω)
- λανσάρω lancer < λατινικό lanceare (= χρησιμοποιώ τη λόγχη)
- λεζάντα légende < λατινικό legenda (= ανάγνωσμα)
- λιγνίτης lignite < λατινικό lignum (= ξύλο)
- λουξ luxe < λατινικό luxus (= πολυτέλεια)
- μακάβριος macabre
- μοντάζ montage < monter (= συνδέω, συνθέτω) < λατινικό mons (= βουνό, σωρός)
- μοντελισμός modelisme < modele (= πρότυπο, μοντέλο)
- μουσώνας mousson < αραβικό mausim (= εποχή)
- μπαλαντέρ baladeur (= αυτός που περιφέρεται)
- μπανάλ banal < ban (= διακήρυξη, δημόσια πρόσκληση)
- μποϊκοτάζ boycottage > αγγλικό boycott, από το όνομα του Άγγλου κτηματία James Boycott που οι καλλιεργητές του αρνήθηκαν οποιαδήποτε υπηρεσία
- μπούρδα bourde (= φλυαρία, ψεύδος)
- νορμάλ normal
- ντεκόρ décor < décorer (= διακοσμώ) < λατινικό decoro (= κοσμώ) < decus (= στολίδι)
- ντεφορμέ déformer (= παραμορφώνω, αλλάζω σχήμα) < λατινικό deformo (= ατιμάζω, χαλώ τη μορφή)
- οβάλ ovale < λατινικό ovum (= αβγό)
- οβίδα obus < γερμανικό Haubitze (= ολμοβόλο)
- παραβάν paravent (= αλεξήνεμο) < vent (= άνεμος)
- παστεριώνω pasteurisé, από το όνομα του Pasteur
- πλακέ plaqué (= πεπλατυσμένος)
- πλακέτα plaquette (= μικρή πλάκα, αναμνηστικό μετάλλιο)
- πλάνο plan (= σχέδιο) < λατινικό planus (= ομαλός, επίπεδος)
- πλασάρω placer (= τοποθετώ, πουλώ για λογαριασμό άλλων)
- πορτρέτο portrait < portraire (= εικονογραφώ)
- πρέφα préférence (= προτίμηση, είδος χαρτοπαιγνίου)
- προφίλ profil < ιταλικό profilo < profilare (= σχεδιάζω την πλάγια όψη προσώπου)
- ρεζερβέ réservé < réserver < λατινικό reservo (= διατηρώ, αποταμιεύω)
- ρεκλάμα réclame (= έντυπη διαφήμιση) < réclamer (= απαιτώ, επικαλούμαι)
- ρελάνς relance (= νέα ώθηση)
- ρεπό repos (= παύση εργασίας) < reposer (= ησυχάζω, αναπαύομαι)
- ρεπορτάζ reportage < report (= αναφέρω, εκθέτω)
- ρετουσάρω retoucher (= άπτομαι, αγγίζω)
- ρετρό rétro < λατινικό retro (= πίσω)
- ρουλέτα roulette < αρχαίο γαλλικό roelete < λατινικό roda
- ρουμπίνι rubin < λατινικό rubens (= κόκκινος)
- ρουτίνα routine (= έξη, συνήθεια) < route (= δρόμος, οδός)
- σαβουάρ βιβρ savoir-vivre (= γνώση καλής συμπεριφοράς)
- σαμποτάζ sabotage (= τρύπημα σιδηρογραμμών, δολιοφθορά)
- σαμποτάρω saboter (= κάνω θόρυβο με τα τρόκανα, ενεργώ γρήγορα και βιαστικά, κακομεταχειρίζομαι, βλάπτω)
- σεζόν saison (= εποχή) < λατινικό satio,-onis (= σπορά)
- σερβιέτα serviette (= πετσέτα) < servir (= υπηρετώ)
- σερί série (= σειρά)
- σικέ chiqué (= προσποίηση) < chic
- σκαμπίλι brusquembille (= χαστούκι, είδος χαρτοπαιγνίου)
- σοκ choc
- στατιστική statistique < λατινικό status (= κατάσταση)
- στιλ style < λατινικό stilus (= ραβδί, αιχμηρό εργαλείο με το οποίο έγραφαν στις κέρινες πινακίδες)
- τακτ tact < λατινικό tactus (= άγγιγμα) < tango (= αγγίζω)
- τικ tic (ονοματοποιία)
- τόνος (μέτρο βάρους) tonne
- τουπέ toupet (= θρασύτητα)
- τρακ trac (= φόβος)
- τρενάρω trainer (= σέρνω, έλκω, παρατείνω)
- τρικ truc (= επιτηδειότητα, τέχνη), λέξη προβηγκιανής προέλευσης
- φιξάρω < φιξ < fixe (= ορισμένος) < λατινικό fixus (= στερεωμένος, μπηγμένος)
- φλου flou (= με χάρη, με αβρότητα)
ΕΙΚΟΝΕΣ: near1.com, gz.diarioliberdade.org, maleraffine.com, podilato98.blogspot.com (από thevine.com.au), justgiving.com, websupplies.gr, bestprice.gr, gye-sh.com.ar, istockphoto.com, lacuisinedeschefs.overblog.com, sweeneysflorist.co.uk, artwolfe.com, protothema.gr
2 σχόλια:
@ ΓΑΛΛΙΚΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ: Ευχαριστώ για την αναδημοσίευση!
@ Μεταφραστικές Υπηρεσίες Πόπη Γ. Κοτσίφη: Ευχαριστώ για την αναδημοσίευση!
Δημοσίευση σχολίου