25 Αυγ 2012

Δάνειες λέξεις από τα τουρκικά

Η μακραίωνη συμβίωση με τους Τούρκους είχε συνέπειες και στη γλώσσα μας. Τα δάνεια είναι πολλά και καλύπτουν διάφορες πτυχές της καθημερινής ζωής.

Ας τα γνωρίσουμε:


  • τόπι top (= σφαίρα)


  • ατζαμής acemi (= αδέξιος)
  • γουρλής uğurlu (= τυχερός)
  • γρουσούζης ugursuz
  • εργένης ergen (= έφηβος)
  • καβγατζής kavgaci
  • λεβέντης levend < ιταλικό leventi (= σώμα τουφεκιοφόρων ναυτών)
  • μερακλής merakli
  • μουσαφίρης misafir (= επισκέπτης, φιλοξενούμενος)
  • μπαμπάς baba (= πατέρας)
  • μπατζανάκης bacanak (= σύγγαμβρος)
  • μπεκρής bekri (= πότης)
  • μπεμπέκα bebek
  • μπουλούκος bolluk (= μέγεθος, πλήθος)
  • μπουνταλάς budala (= ανόητος)
  • νταής dayı (= θείος από τη μεριά της μητέρας)
  • νταντά dada
  • σαΐνι şahin (= γεράκι)
  • σακάτης sakat (= ανάπηρος)
  • σόι soy
  • τεμπέλης tembel (= οκνηρός)

tembel

  • τσαχπίνης çapkin (= αχρείος, άσωτος)
  • τσοπάνης çoban (= βοσκός)
  • φουκαράς fukara (= φτωχός)


  • γλεντζές eğlence
  • γλεντώ eğlenmek (= διασκεδάζω)
  • ζεϊμπέκικο < ζεϊμπέκης < zeybek
  • Καραγκιόζης karagöz (= μαυρομάτης)

Karagöz

  • κέφι keyif (= ευθυμία)
  • νταβαντούρι tevatür (= παρουσία πολλών μαρτύρων στο δικαστήριο)
  • ντόρτια dort (= τέσσερα)
  • χαβαλές havale


  • γιακάς yaka (= περιλαίμιο)
  • λεκές leke
  • μπατζάκι bacak (= μηρός)
  • μπουρνούζι burnuz < αραβικό burnus
  • παπούτσι papuç (λέξη αραβικής προέλευσης)

papuç

  • τσαρούχι carik (= σανδάλι, υπόδημα)
  • τσέπη cep


  • νάζι naz
  • ντέρτι dert (= καημός, ταλαιπωρία)


  • γκέμι gem
  • καβούκι kabuk (= περικάρπιο)
  • λελέκι leylek
  • τσακάλι çakal, λέξη ινδικής προέλευσης
  • φάκα fak (= παγίδα)


  • αμπάρι ambar (= αποθήκη)
  • καΐκι kayık

kayık

  • μαούνα mavuna ή mauna
  • μελτέμι meltem (= αεράκι)


  • γιαπί yapı
  • κασμάς kazma
  • μερεμέτι meremet
  • μουσαμάς müsemma
  • μπογιά boya (= χρώμα)
  • μπογιατζής boyaci

boyaci

  • μπογιατίζω boyadım < boyamak
  • μπουρί boru (= σωλήνας)
  • νέφτι neft < περσικό naft
  • σοβάς siva
  • σοβατζής sivaci


  • μπαγλαμάς bağlama
  • μπουζούκι buzuk
  • νταούλι davul (= τύμπανο)
  • ντέφι tef


  • ρακί / ρακή rakı < ινδικό arrak (= οινόπνευμα από ρύζι)


  • αχούρι ahir < περσικό achur
  • καζάνι kazan (= λέβητας)
  • καπάκι kapak
  • κεσές kese
  • κιόσκι köşk (= περίπτερο)
  • κουβάς kova (= κάδος)
  • λούκι oluk
  • μπρίκι ibrik
  • ντενεκές teneke
  • ντιβάνι divan < περσικό diwan (= λογιστικό βιβλίο)
  • ντουβάρι duvar (= τοίχος)
  • ντουλάπι dolap (= ερμάριο)
  • παντζούρι pancur
  • ράφι raf
  • σεντούκι sandık (= κιβώτιο)
  • σόμπα soba (= θερμάστρα)
  • ταβάνι tavan
  • ταψί tepsi (= δίσκος)

tepsi

  • τέντζερης tencere
  • τζάκι < οτζάκι < ocak (= εστία)
  • τζάμι cam
  • τσουβάλι çuval (= σάκος)
  • φαράσι faras
  • φλιτζάνι filcan
  • χαλί hali (= τάπητας)
  • χάπι hap


  • καφάσι kafes
  • καφενές kahvehane < kahve (= καφές) + hane (= σπίτι)
  • καφετζής kahveci
  • μανάβης manav
  • μπακάλης bakkal
  • νταμάρι damar (= φλέβα πετρώματος ή μετάλλου)
  • ντελάλης / τελάλης tellal (= δημόσιος κήρυκας)
  • παζάρι pazar (= αγορά)
  • σιντριβάνι şadırvan
  • χασάπης kasap (= κρεοπώλης)

kasap


  • αλάνα alan (= πέρασμα μέσα στο δάσος)
  • καλντερίμι kaldırım
  • νταλίκα talika
  • σοκάκι sokak (= δρόμος)


  • τσάντα çanta (= σακίδιο)


  • μπόι boy (= ανάστημα)
  • μπούτι but
  • σουλούπι üslup (= τρόπος)
  • τσουλούφι zülüf


  • γιαούρτι yoğurt
  • γιαρμάς yarma < yarmak (= σκίζω, χωρίζω στα δύο)
  • γιουβαρλάκια yuvarlak (= σφαιρικός)
  • γιουβέτσι guvez
  • καϊμάκι kaymak (= κρέμα)
  • κανταΐφι kadayif
  • καρπούζι karpuz
  • κασέρι kaser
  • κεμπάπ kebap (= ψητός)
  • κεφτές köfte
  • κιμάς kıyma
  • κουραμπιές kurabiye
  • λαπάς lapa (= πολτός)
  • λουκουμάς lokma
  • λουκούμι locum
  • μαγιά maya (= προζύμι)
  • μεζές meze (= ορεκτικό)
  • μουσακάς musakka

musakka

  • μπαγιάτικος bayat
  • μπακλαβάς baklava
  • μπάμια bamya
  • μπαχάρι bahar (= άρωμα)
  • μπουγάτσα bogaca < ιταλικό focaccia (= γλύκισμα)
  • μπουρέκι börek
  • μπριάμ biriam
  • ντολμάς dolma (= γεμιστός)
  • παντζάρι pancar (= τεύτλο)
  • πετιμέζι pekmez
  • πιλάφι pilav
  • ταραμάς tarama
  • τζατζίκι cacık
  • τουλούμπα tulumba
  • τουρλού türlü (= τα διάφορα)
  • τουρσί turşu
  • τσουρέκι çörek
  • φιρίκι ferik
  • φραντζόλα francala (= λευκός άρτος)

francala

  • χαβιάρι havyar
  • χαλβάς halva


  • γιασεμί yasemin < περσικό jasamin
  • μενεξές menekşe (= βιολέτα)

menekşe

  • μπαξές bahçe (= κήπος)
  • μποστάνι bostan (= λαχανόκηπος)


  • κουβαρντάς hovarda (= άσωτος, σπάταλος)
  • παράς para
  • ρουσφέτι rüşvet (= δωροδοκία)
  • τζάμπα caba (= δωρεάν)
  • τσιγκούνης cingane (= Τσιγγάνος)
  • τσιφούτης çıfıt (= Εβραίος)
  • χαρτζιλίκι harçlık (= πρόχειρα χρήματα τσέπης)


  • αγιάζι ayaz
  • αλισβερίσι alışveriş (= πάρε δώσε)
  • αμάν aman
  • ασκέρι asker (= στρατιώτης, σώμα στρατού)
  • άχτι ahd (= υποχρέωση, υπόσχεση)
  • Βαλκάνια balkan (= ψηλή και δασώδης οροσειρά)
  • γούρι uğur (= τύχη)
  • ζόρι zor (= δυσκολία)
  • καβγάς kavga
  • καβουρδίζω kavurdim < kavurmak
  • κελεπούρι kelepir
  • κοτζάμ kocam, συγκεκομμένος τύπος του kocaman (= πολύ μεγάλος, πελώριος)
  • μαράζι maraz
  • μαραφέτι marifet
  • μαρκούτσι marpuc
  • μεράκι merak
  • μπαγλαρώνω bagladim < baglamak (= δένω)
  • μπελαλίδικος belali (= επικίνδυνος)
  • μπελάς bela (= συμφορά)
  • μπερντάκι perdah
  • μπιτ bit
  • μπόλικος bol (= άφθονος)
  • μπουλούκι boluk (= συντροφιά, λόχος)
  • μπουχτίζω bıktım < bıkmak (= βαριέμαι)
  • ντάλα dal (= ακριβώς)
  • ντε de
  • ντιπ dip
  • ντουντούκα duduk (= φλογέρα)

duduk


  • ουστ ost
  • πεσκέσι peskes (= δώρο)
  • ρεζίλι rezil (= αισχρός)
  • ρούπι rup
  • σαματάς samata (= θόρυβος)
  • σαστίζω sastim < sasmak (= εκπλήσσομαι)
  • σορολόπ sorolop
  • στράφι israf (= σπατάλη)
  • ταμπλάς damla
  • τερτίπι tertip (= σχέδιο, σύστημα)
  • τζίνι cin (= πονηρό πνεύμα), λέξη αραβικής προέλευσης
  • τουλούμι tulum (= ασκός)
  • τουφέκι < τυφέκιον < tüfek
  • τσαντίζω catismak (= συγκρούομαι)
  • φιρί φιρί firil firil (= κυκλικά)
  • χαΐρι hayır (= καλό, αγαθό)
  • χαλάλι helal (= νόμιμος)
  • χάλι hal (= κατάσταση)
  • χαμπάρι haber (= είδηση)
  • χατίρι hatir (= χάρη)
  • χουζούρι huzur (= άνεση)
  • χούι huy (= έξη, συνήθεια)


ΕΙΚΟΝΕΣ: laurenportertsi6.iobloggo.com, hidabroot.org, thenewwallet.com, lifo.gr, ameblo.jp, venusinox.gr, blablatoys.gr, flymetothemoontravel.com, newsit.gr, filiatrablog.blogspot.com, e-wall.net

1 σχόλιο:

δάσκαλος98 είπε...

@ ΛΕΞΙΚΟ Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας 1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ: Ευχαριστώ για την αναφορά της ανάρτησης στους συνδέσμους σας!

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα: