Ο δανεισμός ανάμεσα στις δύο γλώσσες υπήρξε σημαντικός και τα ιταλικά επηρέασαν τα ελληνικά σε πάρα πολλούς τομείς της καθημερινότητας.
Ας δούμε τα δάνειά μας, ομαδοποιημένα σε κατηγορίες:
- μπάλα balla (= δέσμη) < palla
- άγαρμπος α- στερητικό + garbo (= χάρη, ευγένεια)
- αρτίστας artista (= καλλιτέχνης)
- βέρος vero (= αληθινός, γνήσιος, πραγματικός)
- Εγγλέζος Ingleso
- καβαλιέρος cavaliere (= ιππέας, ιππότης) < λατινικό caballarius (= ιππέας)
- καπάτσος capace
- κοπέλα coppella
- λέτσος lezzo (= δυσωδία)
- μάγκας mango (= σωματέμπορος)
- μοντέρνος moderno < λατινικό modernus < modo (= πρόσφατα, τελευταία)
- μπάρμπας barba (= γενειάδα, ηλικιωμένος και σεβάσμιος άνθρωπος) < λατινικό barba (= γενειάδα)
- μπόμπιρας bombero
- μπράβος bravo (= έξοχος, θαρραλέος)
- ντάμα dama < λατινικό domina (= κυρία, οικοδέσποινα)
- νταρντάνα tartana (= είδος μεγάλου πλοίου)
- πορτιέρης portiere < λατινικό porta
- ρέστος resto < λατινικό resto (= υπολείπομαι)
- ρομαντικός romantico < γαλλικό romantique < αρχαίο γαλλικό romans < λατινικό romanice < Romanus (= Ρωμαίος)
- σβέλτος svelto (= ευκίνητος)
- σίγουρος sicuro (= σίγουρος, ασφαλής) < λατινικό securus
- σκάρτος scarto (= απόρριψη)
- σκερτσόζος scherzoso
- φορτσάτος forzato
- φουριόζος furioso (= μανιακός, τρελός)
- ακόρντο accordo
- αρλεκίνος arlecchino
- ατάκα attacca
- βεντέτα vedetta (= καλλιτέχνης με μεγάλη φήμη)
- βόλτα volta (= στροφή, φορά, σειρά, τάξη)
- γιρλάντα ghirlanda
- εβίβα evviva (= ζήτω, εύγε)
- καράφα caraffa < αραβικό gharrafa (= φλασκί)
- κολομπίνα colombina (= περιστεράκι) < colomba (= περιστέρι)
- κομπάρσος comparsa < comparire (= εμφανίζομαι) < λατινικό compareo (= φαίνομαι)
- κονσέρτο / κοντσέρτο concerto (= άμιλλα φωνών)
- μαέστρος maestro
- μπαλαρίνα ballarina < ballare (= χορεύω)
- μπαλέτο balletto < ballo (= χορός)
- μπάντα banda < αρχαίο γερμανικό bant
- μπιλιάρδο bigliardo
- μπρίο brio (= ζωηρότητα)
- ντουέτο duetto (= διωδία) < λατινικό duo (= δύο)
- όπερα opera, από τη φράση opera in musica (= έργο σε μουσική) < λατινικό opera (= εργασία, έργο)
- παλέτα paletta < pala (= φτυάρι)
- παλιάτσος pagliaccio
- πασιέντζα pazienza (= υπομονή, καρτερία)
- πιανίστας pianista
- πρόβα prova (= δοκιμή) < λατινικό probo (= δοκιμάζω)
- ρακέτα racchetta < γαλλικό raquette < αραβικό rahah (= παλάμη)
- σιγοντάρω secondare
- σκάκι scacco (= ζατρίκιο)
- στάμπα stampa
- στούντιο studio < λατινικό studium (= σπουδή) < studeo (= σπουδάζω)
- τέμπερα tempera < λατινικό tempero (= αναμιγνύω)
- τενόρος tenore < λατινικό tenor,-oris (= συνέχεια, διάρκεια) < teneo (= κρατώ)
- τραμπάλα traballare (= ταλαντεύομαι)
- τσίρκο circo < λατινικό circus (= κύκλος)
- φάλτσος falso (= λανθασμένος, ψευδής, παραποιημένος)
- φάρσα farsa (= κωμικό παιχνίδι) < γαλλικό farce
- φινάλε finale < λατινικό finis (= τέλος, όριο)
- φίρμα firma (= υπογραφή) < firmare < λατινικό firmus (= στέρεος, σταθερός)
- γκαρνταρόμπα guardaroba
- γραβάτα cravatta < γαλλικό Cravate (= Κροάτης), επειδή αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τους Κροάτες ιππείς
- κάλτσα calza
- καπέλο capello
- κολάρο collaro
- κορδέλα cordella
- κουστούμι < κοστούμι < costume (= συνήθεια, κουστούμι)
- λουστρίνι lustrino (= γυαλιστερό) < lustro
- παλτό palto < γαλλικό paletot < αρχαίο αγγλικό paltok
- παντελόνι < πανταλόνι < pantaloni < γαλλικό pantalon
- ρόμπα roba (= φόρεμα) < αρχαίο γερμανικό rauba
- σκαρπίνι scarpino
- σκούφια scuffia
- τακούνι taccone
- τιράντα tirante (= τραβηγμένος)
- φιόγκος fiocco (= νιφάδα, κόμπος γραβάτας)
- φούστα fusta (= γυναικείο ένδυμα)
- φουστάνι fustagno, από το προάστιο του Καΐρου Fustat όπου υφαινόταν ορισμένο είδος πανιού
- αμόρε amore
- καπρίτσιο capriccio < capra (= κατσίκι, τρελοκάτσικο)
- κόρτε corte, από τη φράση fare la corte (= συμπεριφέρομαι με αβροφροσύνη, φλερτάρω) < corte (= βασιλική αυλή)
- κουφέτο confetto
- μπομπονιέρα bonboniera
- σκέρτσο scherzo
- γάλος gallo
- γάτα gatta < λατινικό catta
- καρδερίνα cardellino
- μπαμπουίνος babbuino
- παπαγάλος papagallo
- πιγκουίνος pingouino < αγγλικό penguin
- πιτσουνάκι < πιτσούνι < piccione (= περιστέρι)
- σαρδέλα sardella, επειδή αλίευαν το ψάρι στις ακτές της Σαρδηνίας
- βαπόρι vapore (= ατμός, ατμόπλοιο) < λατινικό vapor (= ατμός)
- γόνδολα gondola
- καμπίνα cabina < λατινικό capanna (= καλύβα)
- κότερο cotero < αγγλικό cutter
- κουρσάρος corsaro < λατινικό cursarius
- λοστρόμος nostromo
- μαρίνα marina
- μόλος molo
- μούτσος mozzo (= μαθητευόμενος ναύτης)
- μπαρκάρω imbarcare
- μπατάρω battere (= χτυπώ)
- ρουκέτα rocchetta < rocca (= αδράχτι)
- σαλπάρω salpare
- φινιστρίνι finestrino (= παραθυράκι) < finestra (= παράθυρο)
- φουρτούνα fortuna, από τη φράση fortuna di mare (= τρικυμία) < fortuna (= τύχη, δυστυχία, κακοτυχία)
- γράσο grasso (= λίπος)
- καδρόνι quadrone
- καρότσα carrozza
- λασκάρω lascare
- λούστρο lustro (= λάμψη, στιλπνότητα)
- μπάζα bazza (= όγκος χώματος)
- μπρούντζος bronzo (= ορείχαλκος)
- πέργολα pergola (= κληματαριά)
- πινέλο penello < penis (= ουρά)
- στόκος stocco
- τανάλια tanaglia
- τσάπα zappa (= σκαπάνη)
- τσιμέντο cemento (= αμμοκονία) < λατινικό caementum (= ακατέργαστος λίθος)
- άρπα arpa < γερμανικό Harfe
- καραμούζα corna musa (= ποιμενική φλογέρα)
- κλαρινέτο clarinetto
- κλαρίνο clarino
- κοντραμπάσο contrabbasso
- μαντολίνο mandolino
- όμποε oboe < γαλλικό hautbois < haut (= ψηλός) + bois (= ξύλο)
- πιάνο piano (= σιγά)
- ταμπούρλο tamburlo (= τύμπανο)
- τρομπέτα trombetta < tromba
- τρομπόνι trombone < tromba
- φλάουτο flauto
- λιμάρω limare (= ακονίζω)
- λούσο lusso < λατινικό luxus (= πολυτέλεια)
- μασέλα mascella
- μάσκαρα mascara
- μόδα moda < λατινικό modus (= τρόπος)
- μοντέλο modello < λατινικό modellus < modulus < modus (= τρόπος)
- ντελικάτος delicato (= αβρός, κομψός) < λατινικό delicatus (= τρυφερός, αβρός)
- περούκα perrucca < λατινικό pilus (= κόμη)
- φιγούρα figura (= μορφή) < λατινικό fingo (= πλάθω, διαμορφώνω)
- φινέτσα finezza
- φίνος fino (= λεπτός, καθαρός, αγνός) < finis (= τέλος, όριο)
- ακουαφόρτε acquaforte (= δυνατό νερό)
- αντίκα antica, θηλυκό του επιθέτου antico (= παλαιός)
- βάζο vaso (= αγγείο, δοχείο)
- βαλίτσα valigia
- βαρέλι barella
- βεντάλια ventaglio
- βεντούζα ventosa
- βίλα villa
- γλόμπος globo < λατινικό globus (= σφαιρικός)
- κάδρο quadro < λατινικό quadrus (= τετράγωνος)
- κασόνι cassone < cassa
- κομοδίνο comodino
- κουκέτα cuccetta
- λουκέτο lucchetto < αρχαίο γερμανικό lok
- μεζούρα misura ή mesura
- μπαλκόνι balcone (= εξώστης) < αρχαίο γερμανικό balkon
- ομπρέλα ombrella < λατινικό umbrella (= ομπρέλα) < umbra (= σκιά)
- πάγκος banco (= θρανίο)
- πακέτο pacchetto
- παράγκα < μπαράκα < baracca (= παράπηγμα)
- πετσέτα pezzetta
- πολυθρόνα poltrona
- πόμολο pomolo
- πορσελάνη porcellana
- σάλα sala < αρχαίο γερμανικό sal (= σπίτι)
- σερβίτσιο servizio (= σκεύη τραπεζιού) < λατινικό servio (= υπηρετώ)
- σπάγκος spago < λατινικό hispanicus (= ισπανικός)
- σπίρτο spirto < spirito
- ταράτσα terrazza
- τελάρο telaro (= πλαίσιο, ιστός)
- τσουκάλι zucca
- φασίνα fascina
- κάβα cava
- μπαρμπέρης barbiere (= κουρέας) < λατινικό barba (= γενειάδα)
- μπόγιας boja (= δήμιος)
- πάρκο parco (= περίφρακτος τόπος)
- φουγάρο fogara
- βαγόνι vagone < αγγλικό wagon
- κολόνα colonna < λατινικό columna
- κόρνα corna
- μανιβέλα manovella
- μανούβρα manovra
- μπλόκο blocco < αρχαίο γερμανικό blok
- ντεπόζιτο depositο (= αποθήκη) < λατινικό depositum < depono (= αποθέτω, καταθέτω)
- παρκάρω parcare (= σταθμεύω)
- ρεζέρβα riserva (= απόθεμα) < λατινικό reservo (= διατηρώ, αποταμιεύω)
- σουλατσάρω solazzare (= διασκεδάζω)
- τρακάρω attaccare (= πέφτω πάνω σε κάτι, επιτίθεμαι)
- τρένο treno < γαλλικό train < trainer (= σύρω, έλκω, παρατείνω)
- τρόμπα tromba (= αντλία, σάλπιγγα)
- ετικέτα etichetta < γαλλικό étiquette < αρχαίο γαλλικό estiquier (= συνδέω)
- κασετίνα cassettina
- μοτίβο motivo (= κίνητρο) < γαλλικό motif < λατινικό motivus < motus < movere (= κινώ)
- μπίλια biglia (= σφαίρα μπιλιάρδου) < λατινικό bilia (= κορμός δέντρου)
- φασαρία fassaria
- γκριμάτσα grimazza
- κάλος callo < λατινικό callus ή callum
- μπούστο busto (= στηθόδεσμος)
- φράντζα frangia
- γαρνιτούρα guarnitura
- γκαζόζα gasosa, θηλυκό του επιθέτου gasoso (= αεριούχος)
- γρανίτα granita < grano (= κόκκος, σπόρος)
- καντίνα cantina
- καραμέλα caramella < λατινικό cannamella (= ζαχαροκάλαμο)
- καρμπονάρα carbonara
- κολατσιό colazione
- κομπόστα composta < λατινικό compositum (= σύνθετο)
- κονσέρβα conserva < λατινικό conservo (= φυλάω, συντηρώ)
- λεμόνι limone < περσικό limun
- μορταδέλα mortadella < λατινικό murtatum (= αναμεμιγμένος με μύρτο) < murtum (= μύρτο)
- μουστάρδα mostarda (= σινάπι)
- μπαγκέτα bacchetta (= ράβδος)
- μπίρα birra < γερμανικό Bier
- μπισκότο biscotto (= αυτό που έχει ψηθεί δυο φορές, το διπλοψημένο)
- μπρόκολο broccolo < brocco (= βλαστός)
- νεράντζι naranza < αραβικό naranj < περσικό narang < αρχαίο ινδικό naranga
- ντομάτα tomata < ισπανικό tomata < μεξικανικό tomatl
- πασατέμπος < φράση passa tempo < passo (= περνώ) + tempo (= χρόνος, ώρα)
- παστέλι pastello < pasta
- παστίλια pastiglia
- παστίτσιο pasticcio
- πέτσα pezza (= τεμάχιο)
- πικάντικος piccante (= δριμύς, δηκτικός) < piccare < picca (= αιχμή)
- πίτσα pizza
- πορτοκάλι portogallo
- ραδίκι radicchio < λατινικό radix (= ρίζα)
- σαλάμι salame < salare (= αλατίζω) < sale (= αλάτι) < λατινικό sal,-lis (= αλάτι)
- σαλάτα insalata (= αλατισμένη) < λατινικό sal,-lis (= αλάτι)
- σάλτσα salsa < λατινικό salsa (= αλμυρή) < sal,-lis (= αλάτι)
- σερβιτόρος servitore (= υπηρέτης) < λατινικό servio (= υπηρετώ)
- σόδα soda
- σούπα zuppa
- τρατάρω trattare (= φιλεύω)
- φέτα fetta (= τεμάχιο)
- φιλέτο filetto < filo (= νήμα)
- φράουλα fragola
- φρέσκος fresco (= δροσερός, νωπός), λέξη γερμανικής προέλευσης
- φρουτιέρα fruttiera (= οπωροθήκη)
- φρούτο frutto < λατινικό fructus (= καρπός)
- βιολέτα violetta
- μπιγκόνια bigonia < begonia, από το όνομα του βοτανολόγου Begon
- κοστίζω costare
- μαγαζί magazzino < αραβικό machazin
- μπουναμάς < μποναμάς < bonamano (= φιλοδώρημα) < bona mano (= καλό χέρι)
- πορτοφόλι portafogli < porto (= φέρνω) + fogli (= φύλλο)
- γκρίζος grigio
- σκούρος oscuro < λατινικό obscurus (= σκοτεινός)
- αμολάω amollare (= αφήνω)
- αντίο addio (= στην ευχή του Θεού) < πρόθεση a + dio (= Θεός) < λατινικό deus
- ατζέντα agenda (= ατζέντα) < λατινικό agenda (= αυτά που πρέπει να γίνουν), πληθυντικός του agendum που είναι γερούνδιο του ago (= πράττω)
- βαρελότο barelotto
- βεντέτα vendetta (= εκδίκηση)
- βέργα verga < λατινικό virga (= ραβδί, κλωνάρι)
- βόμβα bomba
- γκρίνια / γρίνια grigna
- γουστάρω gustare
- γούστο gusto
- γραπώνω aggrappare (= αρπάζω, συλλαμβάνω) < grappa (= γάντζος, άγκιστρο)
- διάνα diana
- ζελατίνη gelatina < λατινικό gelatus (= παγωμένος)
- καζίνο casino < casa (= σπίτι)
- καραμπίνα carabina
- καρικατούρα caricatura
- κιάλια occhiali, πληθυντικός του occhiale (= οπτικός)
- κομπλιμέντο complimento < ισπανικό cumplimiento < cumplir (= συμπληρώνω, ολοκληρώνω ή είμαι ευγενικός)
- κομπρέσα compressa (= πεπιεσμένο επίθεμα) < γαλλικό compresse < compresser < λατινικό compresso (= συμπιέζω)
- κόντρα contra
- κουλτούρα cultura < λατινικό cultura (= καλλιέργεια της γης)
- κουμαντάρω comandare
- κουράγιο coraggio
- λάβα lava (= πλημμύρα)
- λίστα lista (= σειρά, γραμμή)
- μακέτα macchietta
- μάνι μάνι φράση di mano in mano (= από χέρι σε χέρι)
- μαντάρω mendare ή mandare (= επανορθώνω, επιδιορθώνω)
- μαντάτο mandatum (= μήνυμα, παραγγελία) < mando (= παραγγέλνω)
- μάρκα marca < γοτθικό marka (= σύνορο, όριο)
- μαρκάρω marcare
- μιζέρια miseria < λατινικό miser (= άθλιος)
- μιλιούνια millione (= εκατομμύριο)
- μινιατούρα miniatura
- μοντάρω montare
- μούμια mumia < λατινικό mumia < αραβικό mumiyah < περσικό mum (= κερί)
- μπαρούφα baruffa (= φασαρία, καβγάς)
- μπλοκάρω bloccare
- μπουκάρω boccare
- μπούσουλας bussola (= ναυτική πυξίδα)
- μπράβο bravo! < bravo (= έξοχος, θαρραλέος)
- ντοκουμέντο documento (= έγγραφο, τεκμήριο) < λατινικό documentum (= δίδαγμα, παράδειγμα) < doceo (= διδάσκω)
- παντιέρα bandiera < banda (= σημαία, λάβαρο)
- πασάρω passare (= διέρχομαι, περνώ)
- πάσο passo (= βήμα, πέρασμα)
- πατατράκ patatrac
- πένα penna < λατινικό penna (= φτερό)
- πέρλα perla
- ποντάρω pontare
- πόστο posto (= θέση, τόπος)
- πούντα punta (= άκρη, κρυολόγημα, πλευρίτωμα)
- ράτσα razza < αραβικό ra ’s (= κεφάλι, καταγωγή)
- ρίσκο risco
- σάλτο salto (= πήδημα) < λατινικό saltus (= άλμα) < salto (= πηδώ)
- Σαντορίνη Santa Irene (= Αγία Ειρήνη)
- σινιάλο segnale (= σήμα)
- σκέτος schietto
- σμπαράλια sbaraglio (= σκόρπισμα, άτακτη φυγή, καταστροφή)
- σούσουρο sussuro (= ψίθυρος)
- σπόντα sponda (= χείλος γέφυρας, παραπέτο)
- στραπάτσο strapazzo (= κακή μεταχείριση)
- σφαλιάρα sfagliaro
- τάλε κουάλε tale quale (= περίπου όμοια)
- τέζα tesa (= ένταση, τέντωμα)
- τόμπολα tombola
- τράπουλα trappola (= παγίδα, δόλος)
- τσιγάρο cigaro < ισπανικό cigarro (λέξη ιθαγενών της Κούβας)
- φιάσκο fiasco (= μπουκάλι, αποτυχία), λέξη γερμανικής προέλευσης
- φιλτράρω filtrare (= διυλίζω) < filtro
- φόντο fondo (= βάθος, πυθμένας) < λατινικό fundus
- φόρμα forma < λατινικό forma (= μορφή, σχήμα)
ΕΙΚΟΝΕΣ: topnaz.com, webcomicms.net, lifo.gr, e-prosklitirio.gr, fotka.com, praktikospiti.gr, istoriatexnespolitismos.wordpress.com, u.osu.edu, nationalgeographic.co.uk, kefalonitis.com, stiridecluj.ro, bukalapak.com, casinobonus.rs, flickr.com