βιβλίο το [vivlío]
α. Φύλλα χαρτιού τυπωμένα και ενωμένα στη μια πλευρά τους, έτσι ώστε να αποτελούν ένα ενιαίο σώμα που εκδίδεται και κυκλοφορεί σε αντίτυπα για να διαβαστεί από το κοινό: Σχολικά / λογοτεχνικά / επιστημονικά βιβλία. Έκθεση βιβλίου. Είναι άνθρωπος του βιβλίου (ασχολείται πολύ με το διάβασμα). Aυτός ο άνθρωπος είναι ανοιχτό βιβλίο (είναι ειλικρινής και ανοιχτός, δεν κρύβει τίποτα).
β. Φύλλα χαρτιού σε σχήμα μεγάλου τετραδίου, όπου γράφονται ή σημειώνονται ποικίλα θέματα ή στοιχεία: Εμπορικά / λογιστικά βιβλία. Bιβλία εσόδων / εξόδων. Tον μήνυσαν, γιατί δεν τηρούσε βιβλία στην επιχείρησή του.
[λόγια λέξη < αρχαία λέξη «βιβλίον» (= υποκοριστικό της λέξης «βίβλος»)]
Ένα σπουδαίο βιβλίο θα σε αφήσει με πολλές εμπειρίες και ελαφρά εξουθενωμένο.
William Styron
Κατά κάποιο περίεργο τρόπο, το να διαβάζεις ένα βιβλίο ποτέ δε σε κάνει να αισθάνεσαι ότι στέκεσαι ακίνητος.
Jef Mallett
Από τη στιγμή που διάβασες ένα βιβλίο που σου άρεσε, ένα κομμάτι του θα είναι πάντα μαζί σου.
Louis L’Amour
Φιλαναγνωσία
ΕΙΚΟΝΕΣ: molocho_rey@twitter, idiotikofrontistiriozipiti@facebook, filosofiaxana@facebook, logotexnia.online@facebook, dkogkidou@facebook, openbook.gr@facebook