ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ – Ιανουάριος 2019
Του Γιάννη Παπαδόπουλου
Δημοσιογράφος
Όσο τη βαστούσαν τα πόδια της η Μαρίτσα Μαυραπίδη δεν άλλαζε την καθημερινή ρουτίνα της. Κάθε πρωί, μέχρι και τον περασμένο Νοέμβριο, με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού ανηφόριζε προς τον ελαιώνα του χωριού της στη Σκάλα Συκαμιάς της Λέσβου για να ταΐσει τις κότες της. Στον γυρισμό μπορεί να σταματούσε στο σπίτι της φίλης της, της Μηλίτσας Καμβύση, για καφέ και κουβέντα.
Και τι δεν είχαν ζήσει οι δυο τους. Κόρες προσφύγων από τα αντικρινά Μοσχονήσια, μεγάλωσαν φτωχικά, σε σκληρές εποχές, όταν οι γυναίκες επέστρεφαν στις αγροτικές εργασίες την επόμενη ημέρα μιας γέννας. Στα γεράματα οι δυο τους, μαζί με την Ευστρατία Μαυραπίδη, έγιναν γνωστές διεθνώς από μια φωτογραφία υποδοχής Σύρων προσφύγων στο νησί τους. Την περασμένη Τετάρτη ένα τηλεφώνημα ενημέρωσε τη Μηλίτσα για τα δυσάρεστα. Η φίλη της είχε πεθάνει. Ήταν 89 ετών.
Η Μαρίτσα Μαυραπίδη (1930-2019) ήξερε από προσφυγιά. Βοηθούσε όπως μπορούσε τις οικογένειες που έφταναν στη Λέσβο από την Τουρκία.
Τον Ιανουάριο του 2016 είχα συναντήσει την παρέα των τριών γιαγιάδων στο σπίτι της κ. Μηλίτσας στη Σκάλα Συκαμιάς. Στο τραπέζι της, πλάι σε φωτογραφίες παιδιών, εγγονών και δισέγγονων, είχε κορνιζάρει ένα απόκομμα εφημερίδας. Σε αυτό εικονίζονταν οι τρεις γυναίκες. Η κ. Μηλίτσα στην άκρη δεξιά τάιζε με μπιμπερό ένα βρέφος, ενώ η μητέρα του, πρόσφυγας από τη Συρία, φορούσε στεγνά ρούχα. Μόλις είχαν φτάσει από τα τουρκικά παράλια.
Τη φημισμένη πλέον εικόνα είχε τραβήξει ο φωτογράφος Λευτέρης Παρτσάλης. «Το μωρό το βύζαινα με το μπιμπερό και δεν ξέραμε ότι μας παρακολουθούσε στο κατάγιαλο ο δημοσιογράφος. Ύστερα από πέντε λεπτά χτύπησε ο φακός», μου είχε πει τότε μία από τις γιαγιάδες. Για την πράξη τους, μαζί με άλλους νησιώτες, είχαν προταθεί το 2016 για το Νόμπελ Ειρήνης.
«Έζησε στενάχωρα πράγματα στη ζωή της. Περάσαμε πολύ δύσκολα. Φτώχεια μεγάλη. Τώρα που γεράσαμε είμαστε πιο καλά παρά τότε, στα νιάτα», μου είπε στο τηλέφωνο η κ. Μηλίτσα την Τετάρτη, μόλις έγινε γνωστός ο θάνατος της Μαρίτσας.
Πράγματι, είχαν αντιμετωπίσει πολλές φουρτούνες. «Οι μάνες μας ήρθαν πρόσφυγες από την Τουρκία, απέναντι, και ήταν ακόμα κοπέλες. Ήρθαν χωρίς ρούχα, χωρίς τίποτα. Γι’ αυτό και τους λυπούμαστε τους μετανάστες», είχε πει σε εκείνη τη συνάντησή μας η Μαρίτσα. Η μητέρα της ήταν ακόμη στην εφηβεία όταν το 1922, στη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκατέλειψε τα Μοσχονήσια και με ψαροκάικο έφτασε στη Λέσβο.
Την ίδια διαδρομή είχαν ακολουθήσει και οι γονείς των άλλων δύο γιαγιάδων της παρέας. Η μητέρα της κ. Ευστρατίας είχε έρθει με τρία μωρά από την Τουρκία, χωρίς ρούχα στις αποσκευές της. Είχε σκίσει το μεσοφόρι της για να φασκιώσει ένα της μωρό. Ο πατέρας της κ. Μηλίτσας ήταν αρραβωνιασμένος με άλλη γυναίκα στην Τουρκία, αλλά στη Λέσβο έφτασε μόνος. Η αρραβωνιαστικιά και η μέλλουσα πεθερά του σκοτώθηκαν προτού πατήσουν στην Ελλάδα.
Η ζωή τους στη Σκάλα, τη γενέτειρα του λογοτέχνη Στράτη Μυριβήλη και
επίνειο του χωριού Συκαμιά, δεν έγινε πιο εύκολη. Οι οικογένειες των Μικρασιατών προσφύγων έμεναν στα «αμπάρια» (μικρές αποθήκες ελαιοτριβείων όπου οι ντόπιοι τοποθετούσαν τις ελιές τους). Τέσσερις οικογένειες μοιράζονταν ένα δωμάτιο, το οποίο το χώριζαν με κρεμασμένα χαλιά, για να αποκτήσουν μια υποτυπώδη αίσθηση ιδιωτικότητας.
Η Μαρίτσα είχε πάει σχολείο, αλλά το σταμάτησε στη Β΄ Δημοτικού για να προσέχει το μικρότερο αδερφάκι της. Η μητέρα τους έλειπε την ημέρα στις αγροτικές εργασίες και εκείνη, αν και παιδί, έπρεπε να επωμιστεί καθήκοντα που δεν της αναλογούσαν. «Από τότε είχα μωρά στα χέρια μου», είχε πει στη συνάντησή μας το 2016.
Οι τρεις γιαγιάδες μιλούσαν πολύ για τις δυσκολίες των παλιών χρόνων σε εκείνον τον καφέ που ήπιαμε στο ισόγειο της κ. Μηλίτσας. Τόσο έντονα είχαν αποτυπωθεί στη μνήμη τους. «Αν ήμασταν κουρασμένες; Δε λες τίποτα. Παλεύαμε στα κτήματα. Να μαζεύεις τις ελιές όλη μέρα και το βράδυ να έρχεσαι να ζυμώνεις ψωμί, να φουρνίζεις το ψωμί, να πλένεις στο χέρι τα ρούχα και το πρωί και πάλι στα χωράφια», είχε πει η κ. Ευστρατία —η μόνη της παρέας που κάλυπτε με ένα μαύρο μαντίλι τα μαλλιά της. Ως μεγαλύτερη σε ηλικία, 89 ετών τότε, είχε και τα περισσότερα προβλήματα μετακίνησης. Σήμερα, έχοντας ξεπεράσει τα 90, είναι κατάκοιτη.
Οι τρεις γιαγιάδες δεν ένιωσαν στιγμή να απειλούνται το 2015, τη χρονιά που εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες έφταναν στην παραλία του χωριού τους. Η προσφορά τους στους νεοαφιχθέντες δεν περιορίστηκε σε εκείνο το φωτογραφικό στιγμιότυπο. Στον πρώτο όροφο του σπιτιού της η κ. Μηλίτσα φιλοξενούσε εθελοντές από το εξωτερικό που υποδέχονταν τις βάρκες των προσφύγων.
Η Μαρίτσα μού είχε πει ότι τουλάχιστον σε άλλες δύο περιπτώσεις κράτησε στην αγκαλιά της δύο βρέφη μέχρι να εντοπιστούν από εθελοντές οι γονείς τους. «Είχα σφιχτά τα χέρια μου και ήρθε ένα μωρό να μου ανοίξει τη χούφτα. Νόμιζα ότι ήθελε λεφτά και του είπα ότι δεν έχω
παράδες. Όμως τελικά κατάλαβα ότι ήθελε να με αγκαλιάσει και να με φιλήσει. Ίσως του θύμισα τη γιαγιά του», είχε πει περιγράφοντας ακόμη μία εμπειρία της.
«Αυτό το πράγμα δεν το περιμέναμε, Παναγιά μου, να έρχονται με τη φουρτούνα οι άνθρωποι. Το πιστεύεις ότι μόλις βγουν από τη βάρκα κάνουν μετάνοιες και φιλούν τη γη; Είναι να τους λυπάσαι. Πολλά μωρά, μωρέλια... Η καρδιά σου πονεί να βλέπεις τα χάλια του μωρού, να τρέμει, να κρυώνει».
Εθελοντές που το 2015 δραστηριοποιούνταν στη Λέσβο τη θυμούνται με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Όποτε είχε καλό καιρό, «καλοσύνη» όπως συνήθιζε εκείνη να λέει, εμφανιζόταν στον χώρο τους πρόθυμη να βοηθήσει.
Καμία από τις τρεις γιαγιάδες της παρέας δεν περίμενε ότι αυτή η φωτογραφία με το μωρό θα έστρεφε τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους. Η Μαρίτσα έλεγε χαρούμενη ότι συγγενής της στο εξωτερικό την είδε στην τηλεόραση, ενώ θυμόταν με περηφάνια ότι ένας καθηγητής είχε δείξει τη φωτογραφία στην τάξη του εγγονού της.
Από τις εφημερίδεςΠρόσφυγεςΠρόσωπα