Από τη May
Μαθήτρια της έκτης τάξης
Η May βρίσκει στο διαδίκτυο μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν τον τελευταίο Μεγάλο Πόλεμο
Η γιαγιά Αγγελική θυμάται
Τον Ιανουάριο του 1942 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής που βρίσκονταν στην περιοχή μας, κυνηγούσαν τους Ιταλούς συμμάχους των. Ο πατέρας της γιαγιάς μου έκρυψε έναν Ιταλό αξιωματικό ο οποίος είχε έρθει στην αυλή του και ζητούσε φαγητό και καταφύγιο. Οι Γερμανοί τον έψαχναν...
Ο πατέρας της γιαγιάς μου τον έκρυψε στο άδειο βαρέλι του κρασιού. Στο τέλος ο Ιταλός σώθηκε από τη μανιώδη καταδίωξη των Γερμανών που σήμαινε εκτέλεση...
Η γιαγιά Παρασκευή θυμάται
Οι Ιταλοί έφτασαν τη Δευτέρα, ενώ οι άνθρωποι ήταν ακόμη στα αμπέλια και τρυγάγανε. Τότε είδαν πέντε, έξι ιταλικά αεροπλάνα που πήγαν να βομβαρδίσουν την Κακιά Σκάλα (περιοχή μεταξύ Μεγάρων και Κινέττας). Όλες οι βόμβες που ρίξανε έπεσαν στη θάλασσα.
Ένας Μεγαρίτης ειδοποίησε τους ανθρώπους που ήταν στ’ αμπέλια ότι οι Ιταλοί μάς κήρυξαν τον πόλεμο. Τότε όλοι φύγανε και πήγαν στα σπίτια τους. Ύστερα μαζεύτηκαν παλικάρια για να πολεμήσουν. Πολεμούσαν, νικούσαν τους Ιταλούς και χτυπούσαν τις καμπάνες για κάθε χωριό που έπαιρναν.
Τον Απρίλιο μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Μετά βομβάρδισαν το λιμάνι του Πειραιά, την παραλία των Μεγάρων (στον Άγιο Νικόλα στην Πάχη). Έγινε και αερομαχία και έπεσε ένα αγγλικό αεροπλάνο στην περιοχή του Αϊ-Γιάννη του Χορευταρά.
Ο παππούς Σπύρος θυμάται
Δύσκολα εκείνα χρόνια που με τα λίγα πολεμικά μέσα αλλά με μεγάλη ψυχή αγωνιστήκαμε και πολεμήσαμε στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Θυμάμαι τις δύσκολες μέρες που πολεμούσαμε στα βουνά της Ηπείρου χωρίς ζεστά ρούχα και τρόφιμα. Περιμέναμε να μας στείλουνε μάλλινα ρούχα και τρόφιμα για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Πολλοί από μας έπαθαν κρυοπαγήματα και αναγκάστηκαν να κόψουν χέρια και πόδια για να μην πεθάνουν.
Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός έκανε μεγάλο αγώνα για να βοηθήσει τους πολεμιστές που είχαν ανάγκη. Τους πήγαιναν τρόφιμα και ρούχα, επίσης βοηθούσαν τους χτυπημένους Έλληνες.
Όλοι μας όμως είμαστε υπερήφανοι που καταφέραμε να διώξουμε τους κατακτητές και να ζείτε τώρα εσείς ελεύθεροι.
Η γιαγιά Ελένη θυμάται
Το 1941, στην Κατοχή, οι άνθρωποι πεινούσαν πάρα πολύ. Όσοι είχαν διάφορα πράγματα τα αντάλλασσαν με αυτούς που είχαν λάδι ή σιτάρι για να μπορέσουν να ζήσουν. Υπήρχε το συσσίτιο που έδιναν λίγο πιο πάνω από το κτήριο που σήμερα στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεγάρων, και πήγαιναν οι άνθρωποι με το κατσαρολάκι για να πάρουν λίγο φαγητό. Επίσης έστελνε και η Αμερική για να ζήσουν οι άνθρωποι. Μερικά παιδιά πήγαιναν γύρω από τα σημεία που τρώγανε οι Γερμανοί και έπαιρναν από τα σκουπίδια ό,τι έβρισκαν: φύλλα από λάχανα, μήλα μισοφαγωμένα, φλούδες από τις πατάτες κ.ά. και μερικές φορές έκλεβαν ό,τι μπορούσαν. Σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, όπως στην Αθήνα πέθαινε πάρα πολύς κόσμος από την πείνα.
Στα Μέγαρα, μια Κυριακή απόγευμα, σκοτώσανε έναν Ιταλό στην περιοχή «Έξω Βρύση». Τη Δευτέρα το πρωί είχαν περικυκλωθεί όλα τα Μέγαρα από Γερμανούς και Ιταλούς οι οποίοι μπήκαν μέσα στην πόλη και ψάχνανε τα σπίτια. Πήρανε όλους τους άντρες και τους πήγανε στην πλατεία Ηρώων. Είχανε αποφασίσει να τους εκτελέσουν. Ο τότε δήμαρχος Θεόδωρος Τσεκές μαζί με τον δεσπότη Ιάκωβο μεσολάβησαν για να μην τους εκτελέσουν. Ο Γερμανός αξιωματικός επέμενε ότι θα τους εκτελέσει. Τότε αυτοί μπήκαν μπροστά στους Μεγαρίτες και είπαν να εκτελέσουν πρώτα αυτούς και μετά τους άλλους. Οι Γερμανοί δεν τους εκτέλεσαν και γλίτωσαν οι άνθρωποι.
Στη σημερινή πλατεία «Εθνικής Αντιστάσεως» οι Γερμανοί είχαν κρεμάσει δέκα Μεγαρίτες.
Μεγάλο πρόβλημα πείνας
Στα χρόνια της Κατοχής οι Έλληνες αντιμετώπισαν μεγάλο πρόβλημα πείνας. Τα Μέγαρα επειδή είναι αγροτική περιοχή δεν αντιμετώπισαν τόσο έντονα το πρόβλημα αυτό. Κάθε οικογένεια είχε το δικό της σιτάρι. Έτσι αν και είχαν πολλές ελλείψεις κατάφερναν να επιβιώσουν τα δύσκολα αυτά χρόνια.
Για τα μικρά παιδιά ο Ερυθρός Σταυρός μοίραζε συσσίτιο στα σχολεία. Κάθε παιδάκι κρατούσε στο χέρι μια καρτέλα για να σημειώνουν ότι πήρε τη μερίδα του και ένα κατσαρολάκι. Το φαγητό ήταν συνήθως όσπρια και πλιγούρι. Το πλιγούρι το έφτιαχναν από σπασμένο σιτάρι.
Πολλές φορές έρχονταν στα Μέγαρα ξένοι πεινασμένοι και εξαντλημένοι άνθρωποι που οι Μεγαρίτες τους έδιναν λίγο ψωμί ή ένα αβγό για να μπορέσουν να ζήσουν. Άλλοι τα κατάφερναν και άλλοι όχι.
Οι Μεγαρίτες πήγαιναν στο κάμπο και μάζευαν χόρτα και μαζί με καλαμποκάλευρο έφτιαχναν πίτες. Με καλαμποκάλευρο επίσης έφτιαχναν ένα είδος ψωμιού που το περιέχυναν με πετιμέζι και το έτρωγαν σαν γλύκισμα που το έλεγαν μπομπότα. Είχαν όσπρια κρασί και λάδι. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε πως οι Μεγαρίτες μπορεί να πείνασαν στην κατοχή αλλά δε λιμοκτόνησαν.
Ιστορία
ΕΙΚΟΝΑ: eleftherosou.kai.skepsou@facebook