Έναν καιρό και μια φορά,
μπορεί τώρα ή παλιά,
μέσα στη λαχαναγορά
λαχανιασμένο λεωφορείο
λεμονόκουπα πατάει
και τα λάστιχά του σκάει!
Λουσμένα λάχανα χτυπά
και ευθύς λιποθυμά!
Λάθος μονοπάτι παίρνει
και στον λόφο ανεβαίνει.
Λαχανιάζει, αναστενάζει,
τους κινδύνους λογαριάζει,
το λαρύγγι του το βγάζει,
με τον λόξιγκά του κράζει.
Συναντάει έναν λαγό
στη λιακάδα αραχτό.
Λογαριάζει το κακό,
τη γλιτώνει στο λεπτό!
Λέξη λογική δε λέει,
μόνο τρομαγμένος κλαίει
και λουσμένος στον ιδρώτα
λαίμαργα τρώει καρότα!
Λαχανιασμένο λεωφορείο,
το κουβαλάνε με φορείο.
Λουλουδάτη λιμουζίνα,
για να τα περνάει φίνα!
«Λε-, καλέ λεμονάκι μυρωδάτο,
λεμονάκι μυρωδάτο
κι από περιβόλι αφράτο.
Μη, μωρέ, μην παραμυρίζεις τόσο,
μην παραμυρίζεις τόσο
και με κάνεις και θυμώσω!»