Ας τα γνωρίσουμε:
- τόπι top (= σφαίρα)
- ατζαμής acemi (= αδέξιος)
- γουρλής uğurlu (= τυχερός)
- γρουσούζης ugursuz
- εργένης ergen (= έφηβος)
- καβγατζής kavgaci
- λεβέντης levend < ιταλικό leventi (= σώμα τουφεκιοφόρων ναυτών)
- μερακλής merakli
- μουσαφίρης misafir (= επισκέπτης, φιλοξενούμενος)
- μπαμπάς baba (= πατέρας)
- μπατζανάκης bacanak (= σύγγαμβρος)
- μπεκρής bekri (= πότης)
- μπεμπέκα bebek
- μπουλούκος bolluk (= μέγεθος, πλήθος)
- μπουνταλάς budala (= ανόητος)
- νταής dayı (= θείος από τη μεριά της μητέρας)
- νταντά dada
- σαΐνι şahin (= γεράκι)
- σακάτης sakat (= ανάπηρος)
- σόι soy
- τεμπέλης tembel (= οκνηρός)
- τσαχπίνης çapkin (= αχρείος, άσωτος)
- τσοπάνης çoban (= βοσκός)
- φουκαράς fukara (= φτωχός)
- γλεντζές eğlence
- γλεντώ eğlenmek (= διασκεδάζω)
- ζεϊμπέκικο < ζεϊμπέκης < zeybek
- Καραγκιόζης karagöz (= μαυρομάτης)
- κέφι keyif (= ευθυμία)
- νταβαντούρι tevatür (= παρουσία πολλών μαρτύρων στο δικαστήριο)
- ντόρτια dort (= τέσσερα)
- χαβαλές havale
- γιακάς yaka (= περιλαίμιο)
- λεκές leke
- μπατζάκι bacak (= μηρός)
- μπουρνούζι burnuz < αραβικό burnus
- παπούτσι papuç (λέξη αραβικής προέλευσης)
- τσαρούχι carik (= σανδάλι, υπόδημα)
- τσέπη cep
- νάζι naz
- ντέρτι dert (= καημός, ταλαιπωρία)
- γκέμι gem
- καβούκι kabuk (= περικάρπιο)
- λελέκι leylek
- τσακάλι çakal, λέξη ινδικής προέλευσης
- φάκα fak (= παγίδα)
- γιαπί yapı
- κασμάς kazma
- μερεμέτι meremet
- μουσαμάς müsemma
- μπογιά boya (= χρώμα)
- μπογιατζής boyaci
- μπογιατίζω boyadım < boyamak
- μπουρί boru (= σωλήνας)
- νέφτι neft < περσικό naft
- σοβάς siva
- σοβατζής sivaci
- μπαγλαμάς bağlama
- μπουζούκι buzuk
- νταούλι davul (= τύμπανο)
- ντέφι tef
- ρακί / ρακή rakı < ινδικό arrak (= οινόπνευμα από ρύζι)
- αχούρι ahir < περσικό achur
- καζάνι kazan (= λέβητας)
- καπάκι kapak
- κεσές kese
- κιόσκι köşk (= περίπτερο)
- κουβάς kova (= κάδος)
- λούκι oluk
- μπρίκι ibrik
- ντενεκές teneke
- ντιβάνι divan < περσικό diwan (= λογιστικό βιβλίο)
- ντουβάρι duvar (= τοίχος)
- ντουλάπι dolap (= ερμάριο)
- παντζούρι pancur
- ράφι raf
- σεντούκι sandık (= κιβώτιο)
- σόμπα soba (= θερμάστρα)
- ταβάνι tavan
- ταψί tepsi (= δίσκος)
- τέντζερης tencere
- τζάκι < οτζάκι < ocak (= εστία)
- τζάμι cam
- τσουβάλι çuval (= σάκος)
- φαράσι faras
- φλιτζάνι filcan
- χαλί hali (= τάπητας)
- χάπι hap
- καφάσι kafes
- καφενές kahvehane < kahve (= καφές) + hane (= σπίτι)
- καφετζής kahveci
- μανάβης manav
- μπακάλης bakkal
- νταμάρι damar (= φλέβα πετρώματος ή μετάλλου)
- ντελάλης / τελάλης tellal (= δημόσιος κήρυκας)
- παζάρι pazar (= αγορά)
- σιντριβάνι şadırvan
- χασάπης kasap (= κρεοπώλης)
- αλάνα alan (= πέρασμα μέσα στο δάσος)
- καλντερίμι kaldırım
- νταλίκα talika
- σοκάκι sokak (= δρόμος)
- τσάντα çanta (= σακίδιο)
- μπόι boy (= ανάστημα)
- μπούτι but
- σουλούπι üslup (= τρόπος)
- τσουλούφι zülüf
- γιαούρτι yoğurt
- γιαρμάς yarma < yarmak (= σκίζω, χωρίζω στα δύο)
- γιουβαρλάκια yuvarlak (= σφαιρικός)
- γιουβέτσι guvez
- καϊμάκι kaymak (= κρέμα)
- κανταΐφι kadayif
- καρπούζι karpuz
- κασέρι kaser
- κεμπάπ kebap (= ψητός)
- κεφτές köfte
- κιμάς kıyma
- κουραμπιές kurabiye
- λαπάς lapa (= πολτός)
- λουκουμάς lokma
- λουκούμι locum
- μαγιά maya (= προζύμι)
- μεζές meze (= ορεκτικό)
- μουσακάς musakka
- μπαγιάτικος bayat
- μπακλαβάς baklava
- μπάμια bamya
- μπαχάρι bahar (= άρωμα)
- μπουγάτσα bogaca < ιταλικό focaccia (= γλύκισμα)
- μπουρέκι börek
- μπριάμ biriam
- ντολμάς dolma (= γεμιστός)
- παντζάρι pancar (= τεύτλο)
- πετιμέζι pekmez
- πιλάφι pilav
- ταραμάς tarama
- τζατζίκι cacık
- τουλούμπα tulumba
- τουρλού türlü (= τα διάφορα)
- τουρσί turşu
- τσουρέκι çörek
- φιρίκι ferik
- φραντζόλα francala (= λευκός άρτος)
- χαβιάρι havyar
- χαλβάς halva
- γιασεμί yasemin < περσικό jasamin
- μενεξές menekşe (= βιολέτα)
- μπαξές bahçe (= κήπος)
- μποστάνι bostan (= λαχανόκηπος)
- κουβαρντάς hovarda (= άσωτος, σπάταλος)
- παράς para
- ρουσφέτι rüşvet (= δωροδοκία)
- τζάμπα caba (= δωρεάν)
- τσιγκούνης cingane (= Τσιγγάνος)
- τσιφούτης çıfıt (= Εβραίος)
- χαρτζιλίκι harçlık (= πρόχειρα χρήματα τσέπης)
- αγιάζι ayaz
- αλισβερίσι alışveriş (= πάρε δώσε)
- αμάν aman
- ασκέρι asker (= στρατιώτης, σώμα στρατού)
- άχτι ahd (= υποχρέωση, υπόσχεση)
- Βαλκάνια balkan (= ψηλή και δασώδης οροσειρά)
- γούρι uğur (= τύχη)
- ζόρι zor (= δυσκολία)
- καβγάς kavga
- καβουρδίζω kavurdim < kavurmak
- κελεπούρι kelepir
- κοτζάμ kocam, συγκεκομμένος τύπος του kocaman (= πολύ μεγάλος, πελώριος)
- μαράζι maraz
- μαραφέτι marifet
- μαρκούτσι marpuc
- μεράκι merak
- μπαγλαρώνω bagladim < baglamak (= δένω)
- μπελαλίδικος belali (= επικίνδυνος)
- μπελάς bela (= συμφορά)
- μπερντάκι perdah
- μπιτ bit
- μπόλικος bol (= άφθονος)
- μπουλούκι boluk (= συντροφιά, λόχος)
- μπουχτίζω bıktım < bıkmak (= βαριέμαι)
- ντάλα dal (= ακριβώς)
- ντε de
- ντιπ dip
- ντουντούκα duduk (= φλογέρα)
- ουστ ost
- πεσκέσι peskes (= δώρο)
- ρεζίλι rezil (= αισχρός)
- ρούπι rup
- σαματάς samata (= θόρυβος)
- σαστίζω sastim < sasmak (= εκπλήσσομαι)
- σορολόπ sorolop
- στράφι israf (= σπατάλη)
- ταμπλάς damla
- τερτίπι tertip (= σχέδιο, σύστημα)
- τζίνι cin (= πονηρό πνεύμα), λέξη αραβικής προέλευσης
- τουλούμι tulum (= ασκός)
- τουφέκι < τυφέκιον < tüfek
- τσαντίζω catismak (= συγκρούομαι)
- φιρί φιρί firil firil (= κυκλικά)
- χαΐρι hayır (= καλό, αγαθό)
- χαλάλι helal (= νόμιμος)
- χάλι hal (= κατάσταση)
- χαμπάρι haber (= είδηση)
- χατίρι hatir (= χάρη)
- χουζούρι huzur (= άνεση)
- χούι huy (= έξη, συνήθεια)
ΕΙΚΟΝΕΣ: laurenportertsi6.iobloggo.com, hidabroot.org, thenewwallet.com, lifo.gr, ameblo.jp, venusinox.gr, blablatoys.gr, flymetothemoontravel.com, newsit.gr, filiatrablog.blogspot.com, e-wall.net
1 σχόλιο:
@ ΛΕΞΙΚΟ Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας 1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ: Ευχαριστώ για την αναφορά της ανάρτησης στους συνδέσμους σας!
Δημοσίευση σχολίου