Τα ψηφία που σχηματίζουν τους αριθμούς λατρεύουν τις μεταμφιέσεις: Ντύνονται μπισκότα και ζώα, ανθίζουν ή παίρνουν φωτιά, μορφοποιούνται με τη βοήθεια ανθρώπων αλλά και του εαυτού τους...
Έναν καιρό και μια φορά,
στα όνειρά του ζωντανά,
ο Ορέστης ο γιατρός,
—ορειβάτης ξακουστός—
οργανώνει εκδρομή
ολίγον ανηφορική.
Με οδοντόβουρτσα στην τσέπη
και ομπρέλα του για σκέπη
παίρνει τα όρη, τα βουνά,
για τον Όλυμπο τραβά.
Ανεβαίνει ολοταχώς,
όνειρα κάνει ο φτωχός.
Οξυγόνο να ρουφήξει,
τα πνευμόνια να γεμίσει.
— Πω πω πω, τι ομορφιά!
Ολόξανθος από ψηλά
ο ήλιος λάμπει χαρωπά.
Κρινάκια ολόλευκα μικρά,
ολοκόκκινα λουλούδια,
ομιλίες με τραγούδια!
Οροσειρά οροσειρά
ο Ορέστης έφτασε ψηλά·
ορατότητα δεν έχει,
στην ομίχλη πάνω πέφτει.
Οπτασίες τον κυκλώνουν
και την όψη του παγώνουν!
Τρομερές βλέπει οχιές,
ολόιδιες λεπτές γραμμές.
Ολοζώντανες ορμούν,
ξαφνικά οπισθοχωρούν!
Στον ορίζοντα μπροστά
όρνεα με ανοιχτά φτερά.
Τα μάτια τους γυαλιστερά,
ορθάνοιχτα, τρομακτικά!
Ο Ορέστης με ορμή
οχυρώνει επιδρομή!
Με οδοντογλυφίδα ορφανή
στην ομίχλη κάνει οπή
και τι να δει και τι να πει!
Ακούει ορχήστρα μαγική!
Σαν σε οθόνη σινεμά
οκτώ όνοι στη σειρά
ομηρικό στήνουν καβγά!
Σε οκτάβα ομαδικά
τραγουδάνε όπερα!
— Ο ο Ο ο Ο ο Ο!
Τα αφτιά του ξεκουφαίνουν
και τους οφθαλμούς τρελαίνουν.
Όρκο παίρνει και τον δένει,
όρη, βουνά, δεν ανεβαίνει.
Όπισθεν ολοταχώς,
με τσουλήθρα κατεβαίνει!
Ο όχλος κάτω, ο λαός,
τον περιμένει πώς και πώς!
Όρθιος, τα δώρα του σωρός!
Τα μπαλόνια στα ψηλά,
κάτω τα οπωρικά.
Μετά από τέτοια περιπέτεια
όρεξη έχει για ομελέτα.
Η όσφρησή του δυνατή,
—κάνει απότομη στροφή—
τον οδηγεί ορμητική
στα κουλουράκια της μαμάς
και στα τσουρέκια της γιαγιάς!
Έναν καιρό και μια φορά,
μπορεί τώρα ή παλιά,
τρεις κοκαλιάρες καραμέλες
κυκλοφορούν και κάνουν τρέλες!
Μία κοκαλιάρα καραμέλα
με μία κόκκινη κορδέλα,
κορμί σαν κυπαρίσσι
—νερό από κρύα βρύση—
με καμάρι περπατάει,
πασαρέλα κυνηγάει!
— Καλημέρα, καλησπέρα,
καλησπέρα, καλημέρα!
στον καθρέφτη όλη μέρα
κουνιέται και λυγιέται,
φόρεμα συλλογιέται.
— Καλημέρα, καλησπέρα!
Καλησπέρα, καλημέρα!
Παρέα κάνει με την κτένα,
δε μιλάει σε κανένα.
Τα μαλλιά της, καστανά,
κυματίζουν κατσαρά.
Μια κοκαλιάρα καραμέλα
με μια κίτρινη κορδέλα,
κούκλα απ’ την Καλαβρία,
σταματά κυκλοφορία!
Κόκορας τη συναντάει,
με καπέλο χαιρετάει
—Kο, κο, κο, κο, κο, κο, κο, κο!—
κολακείες την κερνάει
—Kε, κε, κε, κε, κε!—
και χαμόγελα σκορπάει.
Κότα μ’ ένα καροτσάκι
—Kα, κα, κα, κα, κα!—
με μικρό κοτοπουλάκι
—Kι, κι, κι, κι, κι, κι, κι, κι, κι!—
κατάκαρδα το παίρνει,
με τα λόγια της τον δέρνει,
θυμός μέσα της καλπάζει,
άγρια πολύ τον κατσαδιάζει:
— Κκκκκ! Κκκκκ!
— Καλημέρα, καλησπέρα!
στον καθρέφτη όλη μέρα,
καλλίγραμμη, καμαρωτή,
την κορόνα επιθυμεί!
Καθυστέρηση καμία!
Πάει προς τα καλλιστεία,
κυνηγά επιτυχία!
Η καλύτερη νικάει!
Η πιο όμορφη κερνάει!
Κατσαρίδα προσπερνάει,
κραυγές βγάζει και το σκάει!
Κλάματα και οδυρμοί,
κακότυχη είναι πολύ!
— Καλησπέρα, καλημέρα!
τραγουδάει όλη μέρα.
Η φωνή σαν καραμούζα
και οι κατσαρίδες σούζα!
Καλλίφωνη, καμαρωτή,
καθόλου δεν καθυστερεί.
Καριέρα επιθυμεί τρανή
καλλιτέχνη στη σκηνή!
Στην καρέκλα καθιστός
κόσμος πολύς και διαλεχτός.
Την κιθάρα της αρπάζει,
πολύ δυνατά κραυγάζει!
Καραμούζα χαλασμένη,
καθαρή φωνή δε βγαίνει!
Όλα τα κακά παιδάκια
την παίρνουν με τα κρεμμυδάκια.
Κατακόκκινη αρρωσταίνει
και κατάκαρδα το παίρνει.
Κρύβεται στο καμαρίνι
και ποτέ δεν ξαναβγαίνει!