Μ’ ένα παπούτσι για καράβι
ταξιδεύει το κουτάβι.
Κάνει τα χέρια του χωνί,
βάζει δυνατή φωνή:
— Το καράβι μου βουλιάζει
κι όπου να ’ναι σκοτεινιάζει.
Δε φοβάμαι το σκοτάδι.
Είμαι δυνατό κουτάβι.
Οι αστραπές δε με τρομάζουν
κι οι βροντές με διασκεδάζουν.
ΣΤΙΧΟΙ: Γλώσσα Α΄ τάξης ΜΟΥΣΙΚΗ: Τάσος Ιωαννίδης ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Δημοσθένης Χαλκιόπουλος, Άντρια Παναγιώτου, χορωδία ΔΙΣΚΟΣ: Λάχανα και Χάχανα (2008)
Έναν καιρό και μια φορά,
μπορεί τώρα ή παλιά,
μια βαρέλα από μακριά
βάτραχο φέρνει με βιολί,
βαλίτσα και χρυσό βρακί·
εμφάνιση πριγκιπική!
Βελούδα και βαμβακερά,
βασιλικά βαφτιστικά,
με βούλα πιστοποιητικά,
βιβλία απ’ τη Βενετιά!
Βάτραχος, πρίγκιπας σωστός,
στον βάλτο βρέθηκε ο φτωχός,
βαρκάρης με βαριά καρδιά
μέσα στη βαρυχειμωνιά.
Γύρω αστράφτει και βροντά,
βρέχει, βρέχει δυνατά,
βρύση τρέχουν τα νερά.
Άνεμος απ’ τον βοριά
τον παγώνει για καλά.
Πέφτει άρρωστος βαριά!
Βοήθεια από πουθενά.
Μια βδομάδα βραχνιασμένος
βήχει, βήχει ο καημένος!
— Βήχα! Βήχα! Βήχα! Βήχα!
Βήχει, βήχει, βρεκεκίζει,
το κεφάλι του βουίζει.
Τον λαιμό του βομβαρδίζει,
βιταμίνες τον ταΐζει.
Βράζει βούρλα αχνιστά,
γρήγορα γίνεται καλά!
Τη βδομάδα που περνά
η αρρώστια πάει μακριά.
Βλέπει μία βατραχίνα
να βολτάρει στη μαρίνα.
Με βηματάκια πηδηχτά,
βατραχοπέδιλα γοργά,
τα μπρατσάκια του φορά,
απ’ τον βατήρα ευθύς βουτά!
Η βαλβίδα τους χαλά!
Στον βυθό πέφτει βαριά
σαν βαρίδι, βιαστικά!
Τύχη βουνό να του πετύχει,
η βατραχίνα, μια σταλιά,
με βαμμένα τα μαλλιά
και βερικοκί γυαλιά,
βλέπει την αναποδιά
κι από πίσω του βουτά.
Τον κρατάει αγκαλιά,
τον βγάζει στην ακρογιαλιά.
Βεβαιώνει τη ζωή
με βεντούζα για φιλί!
Σε βάζο με λουλουδικό,
βιολέτες και βασιλικό,
βαθύ της λέει «ευχαριστώ!».
Το βραδάκι στη βεράντα
την κερνάει βυσσινάδα.
Βόλτα πάν’ με φεγγαράδα,
μία όμορφη βαρκάδα.
Ένα βαπόρι από μακριά
τους φωνάζει «γεια χαρά!».
— Ββββββ! Βββββ! Βββββ!
Στα βραχάκια αραχτά
τ’ άστρα βλέπουνε ψηλά,
τα περνούν βεγγαλικά!
Έναν καιρό και μια φορά,
μπορεί τώρα ή παλιά,
κάπου κοντά στον Ωρωπό
ζούσε ωρολόγιο χαρωπό.
Όλοι το φώναζαν ρολόι
κι ήταν από μεγάλο σόι.
Είναι ωφέλιμο πολύ,
τον χρόνο αυτό υπηρετεί
από το βράδυ ώς το πρωί,
ωράριο χωρίς διακοπή!
Στις οκτώ θα κοιμηθείς,
ώρα για να σηκωθείς,
γιατρικό να θυμηθείς
ώς τις πέντε να το πιεις!
— Tικ τακ, τικ τακ, τικ τακ! ηχεί.
Από το βράδυ ώς το πρωί
ώρα καμιά προσωπική.
Ώρα μπαίνει, ώρα βγαίνει,
ώρα για πλάκα δεν του μένει!
Ωρύεται, παλεύει,
του κούκου τη φωνή ζηλεύει.
Θέλει να πάει στο ωδείο
πίσω από το δημαρχείο.
Πώς να φτιάξει τη φωνή
αν δε βρει ώρα κενή;
Ώσπου κύμινο να πει,
οι ωροδείκτες του, λεπτοί,
στον χρόνο τρέχουν εκδρομή!
Ιδέα του ’ρχεται τρελή:
Να χαλάσει επιθυμεί,
να πάρει αναρρωτική.
Τρέχει στον ωρολογοποιό
με πρόβλημα ακουστικό!
Τα αφτάκια του βουίζουν,
λάθος ώρα κουδουνίζουν.
Αυτός καρφώνει, ξεβιδώνει
και τους ώμους του σηκώνει.
— Ωχ, ωχ, ωχ! βλέπει ζημιά.
Τον στέλνει ώς τον ωριλά·
γιατρό ειδικό για τα αφτιά.
Αρρώστια —διάγνωση σωστή—
ωτίτιδα, ασθένεια σοβαρή
βρίσκει πρώτα στο ένα
και μετά στο άλλο του αφτί.
Πω, πω, πω! Τι συμφορά!
Άλλη δεν παίρνει γιατρειά!
Ωφέλεια, κέρδος για να δει
πρέπει ωτασπίδες να φορεί.
Το ωρολόι χαρωπό
μεμιάς αρχίζει τον χορό!
Χρόνο έχει πια κενό!
Το ωδείο το ξεχνάει,
ώρα για πλάκα αναζητάει!
Ωραίες ώρες λαχταρά,
ωραίες ώρες και χαρά!
— Ωωω! Ωωω! Ωωω! Ωωω!
Θαυμαστικό!
Ταξίδι στον ωκεανό
ζεστό και καλοκαιρινό!
Χάνει το χρώμα το ωχρό!
Με ωτοστόπ, όπου κι αν πάει,
ωραίο κόσμο συναντάει,
η ώρα όμως δεν περνάει!
Με ωριμότητα μεγάλη
ψάχνει τι δουλειά να κάνει.
Ωρομίσθιος θυρωρός
ή ωραίος ηθοποιός;
Στο ωδείο μαθητής
ούτε που να το σκεφτείς!
Ωμά τρώει τρία ωά,
φωνή δε βγάζει μια σωστά:
— Ωωω! Ωωω! Ωωω! Ωωω!
Ώρες δύσκολες περνάει,
τα παλιά αναζητάει.
Ωρολόγιο χαρωπό,
έξυπνο και ζωηρό,
βόμβα ωρολογιακή
για το κοιμισμένο αφτί!