6 Μαΐ 2013

Χρωματίζοντας την Αφρική (1)

1º Δ.Σ. ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ⦁ ΣΤ2 ⦁ 2012/13














Αφρική

Χρωματίζοντας την Αφρική (2)

Από μαθητές της έκτης τάξης

aektzispilotos2001

Babisgirl

CoolAngie

Fun Boy

Lola2001

RoCkVaN4

Unagirl

Despina01

χιμπατζής13

ImyourShadow

Kelly1888

Nasia28


Αφρική

Kelly1888



Η Kelly1888 κατοικεί στη Νότια Αθήνα. Με το ΠΟΔήΛΑΤΟ συνεργάστηκε στην έκτη δημοτικού (2012/13).

Kelly1888

Η εργασία τηςΟι συνεργάτες μας

2 Μαΐ 2013

Happy Easter!

Από το kounelaki01
Μαθήτρια της έκτης τάξης



Πάσχα

Μια περίεργη συνάντηση

Από τη Zoe01
Μαθήτρια της έκτης τάξης

Καραγκιόζης, Κοκκινοσκουφίτσα και Μέγας Αλέξανδρος

Αυτά τα τόσο διαφορετικά πρόσωπα συναντήθηκαν μαζί για να ολοκληρώσουν μια αποστολή όπως τους ζητήθηκε. Θα τα καταφέρουν άραγε;

Ο Καραγκιόζης ήταν σπουδαίος κωμικός στο Θέατρο Σκιών. Η Κοκκινοσκουφίτσα ήταν πρωταγωνίστρια στο κλασικό παραμύθι: «Η Κοκκινοσκουφίτσα». Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν σπουδαίος ήρωας της Μακεδονίας γνωστός απ’ το βιβλίο Ιστορίας.

Ποτέ άλλοτε δεν είχαν βρεθεί σε τόση περίεργη κατάσταση. Έπρεπε να σκοτώσουν ένα τέρας. Εκτός το ότι είχαν να αντιμετωπίσουν ένα τόσο άγριο πλάσμα έπρεπε να συνεννοηθούν μεταξύ τους κατάλληλα. Άρχισαν λοιπόν να σκέφτονται διάφορες λύσεις.

Στην αρχή ο Καραγκιόζης πρότεινε να του ρίξει μία με το μεγάλο του χέρι. Η Κοκκινοσκουφίτσα απ’ την άλλη πρότεινε να καλέσει τον φίλο της τον κυνηγό για να το σκοτώσει ενώ ο Μέγας Αλέξανδρος είπε να το πολεμήσουν.

Τελικά, μετά από πολλές διαφωνίες κατάφεραν να βρουν ένα σχέδιο για να το σκοτώσουν. Πρώτα απ’ όλα ο Καραγκιόζης θα τον χτύπαγε με το χέρι του έπειτα ο Μέγας Αλέξανδρος θα το πολέμαγε και όσο αυτοί θα κάνουν αυτά η Κοκκινοσκουφίτσα θα πήγαινε να βρει τον κυνηγό. Μόλις ήρθε ο κυνηγός, το σκότωσε και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Διπλή γιορτή

Του Δημήτρη Καμπούρογλου
Λογοτέχνης, ακαδημαϊκός, δικηγόρος και ποιητής

Μια χρονιά, όταν ακόμα οι Έλληνες ήταν υπόδουλοι στους Τούρκους, έτυχε να γιορτάσουν την ίδια μέρα οι χριστιανοί τη Λαμπρή τους και οι Τούρκοι το Μπαϊράμι τους. Έτσι έτυχε.

Σε μια γειτονιά της Αθήνας, του Μεγάλου Σαββάτου, αφού οι χριστιανοί έκαναν Ανάσταση και τελείωσε η εκκλησία, η γριά κλησάρισσα της Αγίας Σωτήρας κλείστηκε μέσα στο κελί της. Διπλοαμπάρωσε την πορτίτσα της κι έβαλε, για καλό και για κακό, από πίσω και το φορτσέρι της, γεμάτο μ’ όλο της το νοικοκυριό, γιατί το τούρκικο ξεφάντωμα μπορούσε να ξεσπάσει πάνω της.

Έξαφνα, χτυπά τρεις φορές η πόρτα: τακ, τακ, τακ. Άλλες τρεις φορές χτύπησε και η καρδιά της κλησάρισσας. «Αν είσαι χριστιανός, να σε πολυχρονά ο Μεγαλοδύναμος. Μα και Τούρκος αν είσαι, πάλι καλώς όρισες», είπε μέσα της.
— Άνοιξε γρήγορα, γειτόνισσα, και μη φοβάσαι, εγώ είμαι.
— Μπα! Εσύ ’σαι γειτόνισσα; Και τι γυρεύεις τέτοιαν ώρα;

Η πορτίτσα του κελιού άνοιξε. Το κατάλευκο γεροντάκι, η κλησάρισσα, καλωσόρισε μια γριά μουσουλμάνα φιλενάδα της, που καθόταν μέσα σ’ ένα χάλασμα της γειτονιάς. Η πορτίτσα ξανάκλεισε.

Η μουσουλμάνα μιλάει πρώτη:
— Τώρα που ησύχασε ο κόσμος όλος και οι χαροκόποι τραβήχτηκαν στα σπίτια τους, ήρθε κι εμένα η σειρά μου να γιορτάσω το Μπαϊράμι μου στο τρυπόσπιτό μου μέσα. Έκαμα ν’ απλώσω πάνω σε κάτι πέτρες ό,τι μου ’δωκαν οι αγάδες της γειτονιάς και τότε σε συλλογίστηκα, καημένη γειτόνισσα, κλεισμένη καταμόναχη, στο κελί σου, τέτοια χρονιάρα μέρα που ξημερώνει για σας τους χριστιανούς. Σε ψυχοπόνεσα, τύλιξα πάλι τα φαγιά που είχα μπροστά μου και είπα μέσα μου: «Φτωχές είμαστε κι οι δύο. Ας πάω να γιορτάσουμε μαζί· αυτή τη Λαμπρή της κι εγώ το Μπαϊράμι μου». Ξεκίνησα λοιπόν και ήρθα.

Κι ακούμπησε το μικρό της δέμα πάνω στο τραπέζι του κελιού.

Σηκώνεται τότε η κλησάρισσα γελαστή και ψάχνει μέσα στην κασέλα της. Βγάζει ένα κόκκινο αυγό και το δίνει στη μουσουλμάνα. Το παίρνει εκείνη μ’ ευχαρίστηση μεγάλη, σηκώνει το χέρι της ψηλά, το παρατηρεί γύρω γύρω στο φως του λυχναριού με χαρά μικρού παιδιού και το θαυμάζει σαν κάτι σπάνιο και περίφημο πράμα.

Η γριά κλησάρισσα πλησιάζει σιγά σιγά, κάθεται κοντά της κι άξαφνα κάνει τσακ μια και της το σπάζει με το άλλο κόκκινο αυγό, που είχε κρυμμένο στο άλλο της χέρι, ξεκαρδισμένη στα γέλια για το κατόρθωμά της.

Το κελί είναι μισοσκότεινο. Το λυχνάρι μόλις και φέγγει. Ζυγώνουν κοντά, μάγουλο με μάγουλο τα δυο γεροντικά κεφάλια, κάτασπρο το ένα, κατάμαυρο το άλλο, και φιλιούνται...

ΒιβλίαΠάσχα

▼ Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα