Η ιστορία του παππού μου Δημήτρη που έφυγε πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία
Από την Unagirl
Μαθήτρια της έκτης τάξης
ΕΓΙΔΙΡ ΠΙΣΙΔΙΑΣ (ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ)
Η λίμνη Εγιδίρ είχε αρκετά σπίτια γύρω της. Εκεί ζούσαν Έλληνες και Τούρκοι μαζί, χωρίς προβλήματα. Όταν όμως άρχισαν οι φασαρίες, οι Τσέτες (Τούρκοι τρομοκράτες) τρομοκρατούσαν τους Έλληνες. Έμπαιναν σε σπίτια και έκλεβαν τα χρυσαφικά της οικογένειας. Ο προπροπάππος (ο μπαμπάς της μητέρας του παππού μου) ήταν χρυσοχόος και η οικογένεια είχε πολλά και πολύτιμα οικογενειακά κοσμήματα. Οι Τσέτες όταν είδαν την αδελφή της προγιαγιάς, τη χτύπησαν με μαχαίρι για να πάρουν τα χρυσαφικά. Εκείνη την περίοδο μάζευαν τους άντρες και τους κράταγαν αιχμαλώτους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι μεγάλης κυρίως ηλικίας γυναίκες να αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν. Και οι θάνατοι πολλαπλασιάζονταν.
Στο μεταξύ, το κακό γινόταν όλο και μεγαλύτερο. Ένας Τούρκος γείτονας της οικογένειας, που μάθαινε τις εξελίξεις, τους ζήτησε να πάρει τα παιδιά (ο παππούς μου ήταν μόλις ενός έτους), να τα φορτώσει σε ένα κάρο και να τα πάει στο λιμάνι, απ’ όπου θα φεύγανε. Τους εξήγησε πως επειδή ήταν Τούρκος δε θα του έκαναν κανέναν έλεγχο και πως υπήρχε ένα δύσκολο σημείο της διαδρομής, όπου οι Τσέτες θα έσφαζαν όλους τους πρόσφυγες. Επειδή ήταν άνθρωπος που εμπιστεύονταν, του άφησαν τα παιδιά και η προγιαγιά μου (μητέρα του παππού), του έδωσε αρκετά χρυσαφικά για να τον ευχαριστήσει, αλλά και να εξασφαλίσει την ασφάλεια των παιδιών.
Ο δρόμος ήταν όντως πολύ δύσκολος. Επτά ημέρες περπάτημα. Σε αυτή την επικίνδυνη διαδρομή, οι Τσέτες χτυπούσαν τις γυναίκες και αναποδογύριζαν τα κάρα με τα μωρά. Οι νεαρές σε ηλικία κοπέλες, μουτζούρωναν τα πρόσωπά τους για να τις περνάνε για Τουρκάλες. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, η προγιαγιά έδωσε όλα τα χρυσαφικά της για να γλιτώσει τα παιδιά και την οικογένεια.
Όταν έφτασαν στο λιμάνι, κατάφερε όλη η οικογένεια μαζί με τα παιδιά να μπει σε μια βάρκα. Όμως πάνω στη βιασύνη τους, έπεσαν στη θάλασσα όλες οι προμήθειες. Από εκεί τους πήγαν στη Νάξο. Εκεί φιλοξενήθηκαν σε εκκλησίες και η προγιαγιά πούλησε όλα τα οικογενειακά της κειμήλια που είχε μαζί, κυριολεκτικά για μια μπουκιά ψωμί.
Έπειτα τους έφεραν στον Πειραιά. Οι ντόπιοι ήταν πολύ απάνθρωποι απέναντί τους. Οι Μανιάτες τους πετροβολούσαν. Η προγιαγιά αναγκάστηκε να φτιάχνει χαλιά για να ζήσουν. Ακόμα και μετά από χρόνια, ο παππούς προσπάθησε να βρει δουλειά σε ένα εργοστάσιο και δεν τον προσλάμβαναν εξαιτίας της καταγωγής του. Πέθανε δε, με τον καημό πως η ταυτότητά του έγραφε ως τόπο γέννησης «Εγιδίρ Τουρκίας».
* Την ιστορία διηγήθηκε η αδερφή του παππού, Καλλινίκη.
Ιστορία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου