Εφτά χρόνια μετά τη συμφορά η φύση κερδίζει το στοίχημα
ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ιούλιος 2014
Αν και έχουν περάσει εφτά χρόνια από την τεράστια καταστροφή του 2007, η εικόνα του βαριά πληγωμένου Εθνικού
Δρυμού της Πάρνηθας προκαλεί ακόμη σφίξιμο στο στήθος. Στις 28 Ιουνίου 2007 το περίφημο ελατόδασος της πρωτεύουσας παραδόθηκε στις φλόγες. Κάηκαν 36.338 στρέμματα, εκ των οποίων τα 21.800 καλύπτονταν από έλατα (κεφαλληνιακή ελάτη) και τα 10.500 από πεύκα (χαλέπιος πεύκη).
Σήμερα (Ιούλιος του 2014) ο αγώνας της φύσης και του ανθρώπου για την αποκατάσταση του πολύτιμου οικοσυστήματος της Αττικής συνεχίζεται. Η ζωή επιστρέφει στα καμένα με φυσικούς και τεχνητούς τρόπους, μόνο που αυτό δεν είναι εύκολο ούτε θα ολοκληρωθεί σύντομα.
Τα φυτά της Πάρνηθας
Οι τεχνητές αναδασώσεις των
ελάτων συνεχίζονται με ποσοστό επιτυχίας 60-65 %, ποσοστό μεγάλο σε σχέση με τα διεθνή κριτήρια. Από το 2008 έχουν φυτευτεί κοντά σε πόες, πουρνάρια και άλλα αυτοφυή φυτά 150.000 ελατάκια.
Η διαδικασία είναι πολύπλοκη. Η απευθείας σπορά στο βουνό δεν είχε επιτυχία. Όπως εξηγούν οι ειδικοί του Φορέα Διαχείρισης, η ελάτη είναι ψυχρόβιο είδος, πολύ απαιτητικό σε υγρασία, και αναπτύσσεται με αργούς ρυθμούς κυρίως τα πρώτα 15 χρόνια.
Γι’ αυτό τα ελατάκια μεγαλώνουν σε
φυτώριο μέσα στον Εθνικό Δρυμό, υπό ελεγχόμενες συνθήκες, και όταν γίνουν τριών ετών φυτεύονται στις πλαγιές της Πάρνηθας. Νωρίτερα δεν αντέχουν και αργότερα δεν μπορούν εύκολα να προσαρμοστούν. Αφού φυτευτούν, ποτίζονται για τρία χρόνια. Ύστερα αφήνονται σταδιακά στο φυσικό περιβάλλον με κύριους αντιπάλους την ξηρασία και τη ζέστη.
«Τον Οκτώβρη μαζεύουμε τα κουκουνάρια από την κορυφή των άκαυτων ελάτων, γίνεται η διαλογή στο εκκοκκιστήριο του κράτους, οι σπόροι καταψύχονται και την ερχόμενη άνοιξη τους σπέρνουμε στο φυτώριο», μας εξηγεί ο δασοπόνος Βασίλης Φίλιος. Το φυτώριο ανακατασκευάστηκε μετά τη φωτιά του 2007 και αποτελεί πια την καρδιά της αναδασωτικής προσπάθειας στον Εθνικό Δρυμό. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.000 μέτρων και φιλοξενεί 180.000 ελατάκια, που θα φυτευτούν στις πλαγιές του βουνού όταν έρθει η ώρα τους.
Αυτό, ωστόσο, δεν είναι τόσο εύκολο. Από τους εκατό σπόρους θα φυτρώσουν οι εφτά, αφού η φυτρωτικότητα της ελάτης είναι 7%. «Η ελάτη είναι υπερβολικά σημαντική για το λεκανοπέδιο. Μελέτη έχει δείξει πως είναι το δεύτερο πιο σημαντικό φυτό στην κατακράτηση διοξειδίου του άνθρακα».
Στα πιο ξηρά σημεία έχουν φυτευτεί 194.300 φυτά μαύρης
πεύκης με την προοπτική στη σκιά τους να φυτευτούν έλατα. Η διαδικασία όμως αυτή σταμάτησε, καθώς τα ελάφια, στην αναζήτηση τροφής και νερού, τρώνε τα καινούργια, τρυφερά κλαδάκια των πεύκων που ποτίζονται.
Και φυσικά υπάρχουν και οι βραχώδεις εκτάσεις, που δεν είναι λίγες. Εκεί δεν μπορεί να γίνει τεχνητή αναδάσωση.
Πολύ πιο ευνοϊκά είναι τα πράγματα για το πευκοδάσος, που αναγεννάται από μόνο του. Ήδη μικρά πεύκα έχουν εμφανιστεί στις πλαγιές, μαζί με πουρνάρια και άλλη ποώδη βλάστηση. Τα
πουρνάρια, λένε δασολόγοι, κάτω από ειδικές συνθήκες θα μπορούσαν να έχουν δενδρόμορφη ανάπτυξη.
Από την αλλαγή του περιβάλλοντος επηρεάστηκαν και σπάνια
λουλούδια της περιοχής, με αποτέλεσμα να περιοριστούν οι πληθυσμοί τους.
Κι ενώ οι προσπάθειες συνεχίζονται, κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει την επιτυχία της αναδάσωσης. Όλα εξαρτώνται από τις κλιματικές συνθήκες τα επόμενα αρκετά χρόνια. Προς το παρόν οι ειδικοί επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους στην πυροπροστασία, καθώς, όπως λένε, μια νέα φωτιά θα ήταν η απόλυτη καταστροφή...
Τα ζώα της Πάρνηθας
Στα νέα δεδομένα προσαρμόζεται και η πανίδα του δρυμού, χωρίς όμως να παρατηρούνται εκπλήξεις ή ανατροπές. «Υπήρξε αλλαγή στη σύνθεση της
ορνιθοπανίδας, όπως ήταν αναμενόμενο», σημειώνει ο Παναγιώτης Λατσούδης, περιβαλλοντολόγος και μέλος της Ορνιθολογικής Εταιρείας. Όπως εξηγεί, ευνοήθηκαν αρπακτικά και άλλα πουλιά που αγαπούν το ανοιχτό περιβάλλον (κορυδαλλοί, τσιχλόνια κ.ά.), ενώ μειώνονται τα πουλιά που προτιμούν το πυκνό δάσος (βασιλίσκοι, ελατοπαπαδίτσες κ.ά.)
Όσον αφορά την
ερπετοπανίδα, διπλωματική εργασία από το Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών διαπίστωσε αύξηση στους πληθυσμούς των σαυρών.
Ταυτόχρονα οι ειδικοί καταγράφουν αύξηση στον πληθυσμό των
ελαφιών, που ευνοήθηκαν —καθώς λένε— από τα λιβάδια που δημιουργήθηκαν στα καμένα. Εκτιμάται πως αυτήν τη στιγμή τα ελάφια κυμαίνονται γύρω στα 1.000 άτομα (οι πιο αισιόδοξοι ανεβάζουν τον αριθμό στα 1.300). Δεν είναι καθόλου δύσκολο ή σπάνιο να συναντήσεις ελάφι στον δρόμο. Πολλοί μάλιστα σταματούν και τα ταΐζουν, κάτι που είναι μεγάλο λάθος κατά τους δασολόγους του βουνού, καθώς τα άγρια ζώα εξοικειώνονται επικίνδυνα με την ανθρώπινη παρουσία.
Ανησυχητικό είναι και το γεγονός πως ασυνείδητοι εγκαταλείπουν στην περιοχή
σκυλιά, με αποτέλεσμα να έχουν δημιουργηθεί αγέλες από αδέσποτα που κυνηγούν και ελάφια προς αναζήτηση τροφής.
Κάποιοι εκφράζουν ανησυχίες και για την εμφάνιση
αγριογούρουνων στο δάσος (εικάζεται πως «δραπέτευσαν» από στάνες στην περιοχή του Αυλώνα), επειδή με το σκάψιμο μπορεί να επηρεάσουν την αναδάσωση. Ωστόσο, προς το παρόν δεν έχει διαπιστωθεί ότι συνιστούν απειλή, λένε δασολόγοι που δραστηριοποιούνται στον δρυμό.
Ορισμένοι ισχυρίζονται πως έχει εμφανιστεί και
λύκος. Μέχρι στιγμής, όμως, υπάρχουν μόνο ενδείξεις και όχι αποδείξεις.
Πάντως, τόσο η παρουσία του αγριογούρουνου όσο και η ενδεχόμενη εμφάνιση του λύκου δε σχετίζονται με τη φωτιά, αφού τα μεν «έφυγαν» από στάνη και στη συνέχεια αναπαράχθηκαν, ενώ ο λύκος είχε ήδη φτάσει με φυσική διασπορά, όταν ξέσπασε η φωτιά της Πάρνηθας.
ΕιδήσειςΕλλάδαΠυρκαγιές