26 Αυγ 2012

Δάνειες λέξεις από τα γαλλικά

Οι περισσότερες, ίσως, δάνειες λέξεις της γλώσσας μας προέρχονται από τα γαλλικά. Αυτό συνέβη επειδή η δημιουργία του ελληνικού κράτους το 1830 συνέπεσε με την κυριαρχία της Γαλλικής σε διεθνές επίπεδο.

Τα χρόνια που ακολούθησαν έγινε η δεύτερη γλώσσα των μορφωμένων, η μοναδική ξένη γλώσσα που διδασκόταν στα σχολεία μας μέχρι και τη δεκαετία του 1950 και η «γλώσσα των σαλονιών», η γλώσσα δηλαδή που προσέδιδε κύρος σε όσους τη μιλούσαν.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι διεθνείς πολιτικές και οικονομικές συνθήκες μείωσαν την κυριαρχία της Γαλλικής, οπότε άρχισε να μειώνεται και η επίδρασή της στα ελληνικά. Είχε έρθει η ώρα των αγγλικών...


  • σκι ski < αρχαίο νορβηγικό skith (= κομμάτι ξύλου)
  • μπαράζ barrage (= φράγμα) < barrer (= φράζω) < λατινικό barra
  • μποξέρ boxeur < box (= πυγμαχία)
  • ρεβάνς revanche (= ανταπόδοση, αντεκδίκηση)
  • ρεκόρ record (= επίδοση) < αγγλικό record < λατινικό recordor (= θυμάμαι, αναλογίζομαι)
  • σπορ sport (= αθλητισμός)

sport

  • τουρνουά tournoi < tournoyer (= περιφέρομαι, περιπλανώμαι)
  • φαβορί favori (= αγαπητός, προσφιλής) < λατινικό favor (= εύνοια)
  • φιλές filet (= δίχτυ, πλέγμα)
  • φιναλίστ finaliste


  • βαρόνος baron < λατινικό baro (= άνθρωπος του βασιλιά)
  • γκρουπ groupe
  • εξπέρ expert < λατινικό expertus
  • κανίβαλος cannibale < ισπανικό canibal ή caribal < αραουακικό caniba ή carib (= γενναίος, δυνατός άντρας)
  • μαντάμ madame < ma + dame (= κυρία μου)
  • μετρ maître (= κύριος, ιδιοκτήτης, δεξιοτέχνης)
  • οπερατέρ operateur < operer < λατινικό operor (= εργάζομαι, φτιάχνω)
  • παρτενέρ partenaire < αγγλικό partner
  • πλασιέ placier (= αυτός που προμηθεύει εμπορεύματα)
  • φαντομάς fantôme (= φάντασμα)
  • φαρσέρ farseur (= αστείος, απατεώνας)


  • ατραξιόν attraction
  • βαλς valse < γερμανικό Walzer
  • γκαλερί galerie
  • καλαμπούρι calembour
  • καμπαρέ cabaret
  • καρναβάλι carneval < ιταλικό carnevale
  • καρτ ποστάλ carte postale
  • κομφετί confetti < ιταλικό confetti, πληθυντικός του confetto
  • κομφόρ confort < conforter < λατινικό conforto (= ενισχύω)
  • κονσόλα console
  • μαριονέτα marionnette (αρχικά σήμαινε μικρό άγαλμα της Παρθένου Μαρίας)
  • μπαλόνι ballon (= ελαστική σφαίρα)


ballon

  • μπουάτ boite, από τη φράση boite de nuit (= νυχτερινό κέντρο)
  • ντεμπούτο début < débuter
  • ντοκιμαντέρ documentaire (= αποδεικτικός) < document
  • ντουμπλάρω doubler (= διπλασιάζω, φοδράρω) < double (= διπλός) < λατινικό duplus (= διπλός, διπλάσιος)
  • πανσιόν pension (= οικοτροφείο) < λατινικό pensio (= μισθός, πληρωμή)
  • πατινάζ patinage (= παγοδρομία)
  • πατίνι patin < patte (= πόδι)
  • πιερότος pierrot < Pierre (= Πέτρος)
  • πιόνι pion (= πεζός στρατιώτης)
  • πιρουέτα pirouette
  • πίστα piste < λατινικό pisto (= κοπανίζω)
  • ποτ πουρί pot-pourri (= φαγητό με διάφορα είδη κρέατος)
  • πρεμιέρα premiere (= πρώτη παράσταση) < λατινικό primarius (= πρωτεύων)
  • ρεβεγιόν réveillon < réveiller (= ξυπνώ)
  • ρεσεψιόν réception (= λήψη, υποδοχή)
  • ρεφρέν refrain (= επωδός) < refraindre (= τσακίζω)
  • ρόλος rôle < λατινικό rotulus (= κύλινδρος)
  • σερπαντίνα serpentin < λατινικό serpentinus < serpens (= φίδι) < serpo (= έρπω)
  • σολφέζ solfège < ιταλικό solfeggio, από τις νότες σολ και φα
  • σουίτα suite
  • σουξέ succès (= επιτυχία) < λατινικό successus
  • τουρισμός tourisme < tour (= γύρος)
  • τουρνέ tournée (= περιοδεία) < tourner (= γυρίζω, περιφέρομαι)
  • τραλαλά tralala (ονοματοποιία)
  • φεστιβάλ festival < λατινικό festum (= γιορτή)
  • φραπέ frappé (= χτυπημένος)


  • αγκράφα agrafe
  • αξεσουάρ accesoire
  • γάντι gant < αρχαίο γερμανικό want
  • δαντέλα dentelle
  • εμπριμέ imprimé (= έντυπο σταμπτωτό ύφασμα)
  • ζακέτα jaquette < jaque < αραβικό shakk
  • καρό carreau (= τετράγωνο)
  • κασκόλ cachecol < cacher (= κρύβω) + col (= λαιμός)
  • κομπινεζόν combinaison (= συνδυασμός)
  • κορσές corset < corps (= σώμα)
  • κοτλέ cotele
  • μαγιό maillot (= φασκιές)
  • μοδίστρα modiste < mode (= μόδα)
  • μπερές béret
  • μπέρτα berthe
  • μπιζού bijoux < βενετικό bizou (= κρίκος, δαχτυλίδι)
  • μπλούζα blouse
  • μπότα botte
  • μπουφάν bouffant, μετοχή του bouffer (= φυσώ, φουσκώνω)

bouffant

  • ντεκολτέ décolleté (= έξωμος) < décolleter (= απογυμνώνω τους ώμους)
  • παπιγιόν papillon (= πεταλούδα) < λατινικό papilio (= ζωύφιο, πεταλουδίτσα)
  • πατρόν patron (= υπόδειγμα, αποτύπωμα, σχέδιο πάνω σε χαρτί)
  • πουά point (= σημείο, τελεία, στίγμα)
  • σαμπό sabot < savate (= παλιό, φθαρμένο παπούτσι)
  • σοσόνι chausson (= παντόφλα) < λατινικό calceus (= παπούτσι)
  • σουτιέν soutien (= υποστήριγμα)
  • ταγέρ tailleur (= ράφτης, γυναικείο ένδυμα)
  • τούλι tulle, από το όνομα της πόλης Tulle στην κεντρική Γαλλία όπου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά
  • φερμουάρ fermoir < fermer (= στερεώνω, ασφαλίζω)
  • φο μπιζού faux bijoux
  • φουλάρι foulard < προβηγκιανό foulat (= είδος υφάσματος)
  • φράκο frac < αγγλικό frock


  • αγκαζέ engage (= δεσμευμένος)
  • ραντεβού rendez-vous

rendez-vous

  • σεξ sexe < λατινικό sexus (= γένος, φύλο)
  • τετ α τετ tête-à-tête (= κεφάλι με κεφάλι) < tête (= κεφάλι)


  • αντιλόπη antilope
  • γαζέλα gazelle < αραβικό ghazal
  • ζούγκλα jungle < ινδικό djangala
  • κανίς caniche
  • κορμοράνος cormoran < λατινικό corvus (= κοράκι) + marinus (= θαλάσσιος)
  • λάσο lasso < ισπανικό lazo
  • μαμούθ mammouth < ρωσικό mamont < μογγολικό mamont (= ζώο του υπεδάφους)
  • πεκινουά pékinois, από το όνομα της κινεζικής πόλης Πεκίνο
  • τερμίτης termite < λατινικό termes,-itis (= τερηδόνα)


  • κανό canot < ισπανικό canoa < αραουακικό canoa
  • κρουαζιέρα croisiere < croiser (= περιπλέω) < croix (= σταυρός)
  • πιρόγα pirogue < ισπανικό piragua, από καραϊβικό ιδίωμα
  • τορπίλη torpille < λατινικό torpedo (= νάρκη) < torpeo (= ναρκώνω)
  • τουρμπίνα turbine < λατινικό turbo,-inis (= στρόβιλος, δίνη)


  • κομπρεσέρ compresseur < compresser < λατινικό compresso (= συμπιέζω)

compresseur

  • ματ (υλικό) mat < λατινικό mattus (= θαμπός)
  • μπαλαντέζα baladeuse, θηλυκό του baladeur (= περιφερόμενος)
  • μπετόν béton < λατινικό bitumen (= άσφαλτος)
  • ντουί douille
  • πένσα pince
  • πινέζα punaise (= κοριός)
  • πλεξιγκλάς plexiglas
  • πρίζα prise (= λήψη) < prendre (= παίρνω)


  • ακορντεόν accordéon
  • κλακέτα claquette


  • κοκέτα <κοκέτης < coquet < coqueter (= κοκορεύομαι)
  • κολόνια < eau de Cologne (= νερό της Κολωνίας), από το γαλλικό όνομα Cologne της γερμανικής πόλης Κολωνία
  • κραγιόν crayon

crayon

  • λακ laque < λατινικό lacca < αραβικό lakk
  • λοσιόν lotion < λατινικό lotion (= πλύση)
  • μακιγιάζ maquillage
  • μανεκέν mannequin < ολλανδικό mannekijn (= ανθρωπάκι)
  • μανικιούρ manicure < λατινικό manus (= χέρι) + curo (= φροντίζω)
  • μασάζ massage < masser (= τρίβω) < αραβικό massa (= χαϊδεύω, τρίβω)
  • ντεμακιγιάζ demaquillage < demaquiller (= αφαιρώ το μακιγιάζ)
  • ντεμοντέ démodé (= απαρχαιωμένος, έξω από τη μόδα) < démoder (= δεν ακολουθώ τη μόδα)
  • πασαρέλα passerelle < passer (= περνώ)
  • πεντικιούρ pédicure < λατινικό pes,-dis (= πόδι) + curo (= φροντίζω)
  • περμανάντ permanente, από τη φράση permanente ondulation (= διαρκής κυματισμός, μόνιμο κατσάρωμα)
  • πούδρα poudre < λατινικό pulvis (= σκόνη)
  • ρουζ rouge < λατινικό rubens (= κόκκινος)
  • σεσουάρ sechoir < λατινικό siccus (= ξηρός)
  • σικ chic (= κομψότητα, χάρη, φινέτσα) < γερμανικό Schick


  • κονιάκ cognac, από το όνομα της πόλης Cognac όπου πρωτοπαρασκευάστηκε τον 16ο αι.
  • λικέρ liquer < λατινικό liquor (= υγρό)
  • σαμπάνια champagne, από το όνομα της περιοχής Champagne (Καμπανία) στη Γαλλία όπου παρασκευάστηκε για πρώτη φορά


  • αμπαζούρ abat-jour (= κάλυμμα λάμπας)
  • ασανσέρ ascenseur
  • ασπιρίνη aspirine
  • ατελιέ atelier (= εργαστήριο)
  • γκαράζ garage < garer (= βάζω σε σταθμό, υποστεγάζω)
  • γκαρσονιέρα garçonnière < garçon (= αγόρι)
  • καλοριφέρ calorifere < λατινικό calor (= θερμότητα) + λατινικό fero (= φέρνω)
  • καφές café < τουρκικό kahve < αραβικό qahwah
  • καφετιέρα cafetière
  • μαρμίτα marmite (= χύτρα, λέβητας)
  • μεζονέτα maisonnette < maison (= σπίτι)
  • μοκέτα moquette (= είδος χαλιού)
  • μπετόνι bidon < σκανδιναβικό bida (= δοχείο)
  • μπιμπελό bibelot
  • μπιμπερό biberon < λατινικό bibo (= πίνω)

biberon

  • μπολ bol < αγγλικό bowl
  • μπουφές buffet
  • μπρελόκ breloque
  • ναφθαλίνη naphtaline < ελληνικό νάφθα < περσικό naft
  • ντους douche < ιταλικό doccia < docciare (= αναβλύζω, ρέω ορμητικά) < doccia (σωλήνας νερού)
  • παρκέ parquet < parc (= πάρκο, μάντρα)
  • πορτατίφ portatif
  • ρετιρέ retire (= απομονωμένος, μοναχικός) < retirer (= αποχωρώ, απομακρύνομαι)
  • ρολό rouleau (= κύλινδρος) < rouler (= περιστρέφω, κυλώ)
  • ρουμπινές robinet (= κρουνός)
  • σαλόνι salon < ιταλικό salone < sala
  • σεζλόγκ chaise longue < chaise (= καρέκλα) + longue (= μακρύς)
  • σιρόπι sirop (= ηδύποτο) < αραβικό sharab (= ποτό, χυμός, σιρόπι)
  • σιφονιέρα chiffonnier < chiffon (= κουρέλι)
  • σκαμπό escabeau < λατινικό scabellum (= μικρό σκαμνί)
  • σουβενίρ souvenir (= ενθύμιο)
  • σοφίτα soffite < ιταλικό soffitto
  • ταλκ talc < ισπανικό talque < αραβικό talq
  • τάπα tape
  • τιρμπουσόν tire-bouchon < tirer (= τραβώ) + bouchon (= πώμα)
  • τουαλέτα toilette (= καλλωπισμός, έπιπλο καλλωπισμού) < toile (= πανί)
  • φριτέζα friteuse (= σκεύος για τηγάνισμα)


  • βιτρίνα vitrine (= προθήκη) < vitre (= τζάμι)
  • ράμπα rampe < ramper (= έρπω, σέρνομαι με την κοιλιά)
  • φέιγ βολάν feuille volante (= φύλλο που πετά, πετούμενο)


  • αλέ ρετούρ aller-retour (= μεταβίβαση και επιστροφή)
  • αμορτισέρ amortisseur
  • αμπραγιάζ embrayage (= συμπλέκτης)
  • βενζίνη benzine
  • βουλκανιζατέρ vulcanisateur < αγγλικό vulcanize < λατινικό Vulcanus (= Ήφαιστος, φωτιά)
  • γκάζι gaz
  • γρανάζι engrenage
  • καραμπόλα carambole (= η κόκκινη σφαίρα του μπιλιάρδου) < ισπανικό carambola (= καρπός του δέντρου carambil της Μαλαισίας που μοιάζει με πορτοκάλι)
  • κοντέρ compteur (= μετρητής)
  • λεβιές levier < lever (= υψώνω) < λατινικό levare (= σηκώνω)
  • λιμουζίνα limousine, από το όνομα της γαλλικής επαρχίας Limousin όπου βρίσκεται το εργοστάσιο κατασκευής των ομώνυμων αυτοκινήτων
  • μαρσάρω marcher (= προχωρώ, βαδίζω)
  • μοτέρ moteur < λατινικό motor (= κινητής) < movere (= κινώ)
  • μοτοσικλέτα motocyclette < moteur (= κινητήρας) + bicyclette (= ποδήλατο)
  • μπετονιέρα bétonnière

bétonnière

  • μπουζί bougie
  • μπουλόνι boulon < boule (= μεταλλική σφαίρα) < λατινικό bulla (= σφαιρικό αντικείμενο)
  • ντεμπραγιάζ debrayage < debrayer (= αποσυνδέω)
  • οτοστόπ auto-stop
  • παρμπρίζ pare-brise < parer (= αποκρούω, αποφεύγω) + brise (= αύρα, άνεμος)
  • πιστόνι piston (= έμβολο)
  • πορτμπαγκάζ porte-bagages < porter (= φέρνω) + bagage (= αποσκευή)
  • ρεζερβουάρ reservoir < reserver < λατινικό reservo (= διατηρώ, αποταμιεύω)
  • ρελαντί ralenti < ralentir (= επιβραδύνω)
  • σακβουαγιάζ sac de voyage
  • σαμπρέλα chambre à air
  • σασί châssis (= πλαίσιο)
  • σοφέρ chauffeur < chauffer (= θερμαίνω, ανάβω τη μηχανή)
  • ταμπλό tableau < λατινικό tabula
  • τούνελ tunnel (= σήραγγα)
  • τρακτέρ tracteur < λατινικό tractus (= ελκόμενος, συρόμενος)
  • τραμ tram < αγγλικό tram-way
  • φρένο frein (= τροχοπέδη) < λατινικό frenum (= χαλινάρι)


  • ακουαρέλα aquarelle < ιταλικό acquarella (= νερομπογιά) < acqua (= νερό)
  • κολέγιο collège < λατινικό collegium
  • μαρς marche, προστακτική του ρήματος marcher (= προχωρώ, βαδίζω)
  • μπλοκ blok < αρχαίο γερμανικό bloc ή bloch < ολλανδικό bloc (= κούτσουρο, κορμός δέντρου)

blok

  • ντοσιέ dossier (= φάκελος εγγράφων) < dos (= ράχη, νώτα) < λατινικό dorsum (= ράχη, νώτα)


  • κράμπα crampe (= σύσπαση) < γερμανικό Krampf
  • μούσι mouche < λατινικό musca (= μύγα)
  • μπούκλα boucle < λατινικό buccula < bucca (= μάγουλο)
  • σιλουέτα silhouette, από το όνομα του Etienne de Silhouette που είχε διακοσμήσει τους τοίχους του σπιτιού του με περιγράμματα μορφών
  • τατουάζ tatouage < αγγλικό tatoo (= δερματοστιξία)
  • φαβορίτα favorite < ιταλικό favorire (= ευνοώ, βοηθώ)


  • απεριτίφ apéritif (= ορεκτικό) < μεσαιωνικό γαλλικό aperitivus < λατινικό aperio (= ανοίγω)
  • γκαρσόν / γκαρσόνι garçon (= αγόρι)
  • γκοφρέτα gaufrette
  • γραβιέρα gruyère, από το όνομα της ελβετικής περιοχής Gruyère
  • ζαμπόν jambon (= χοιρομέρι)
  • ζελέ gelée < geler (= παγώνω)
  • κουβέρ couvert < λατινικό coopertus (= σκεπασμένος)
  • κουβερτούρα couverture < λατινικό coopertura (= σκεπασμένη)
  • κρέπα crêpe < λατινικό crispus (= σγουρός, τραχύς)
  • κροκέτα croquette < croquet (= κριτσανίζω, μασουλώ)
  • κρουασάν croissant (= γλύκισμα) < croissant (= μισοφέγγαρο)
  • μαγιονέζα mayonnaise
  • μενού menu (= μικρός, λεπτομερής) < λατινικό minutus (= μικρός, λεπτός) < minuo (= ελαττώνω, συγκόπτω)
  • μπεσαμέλ béchamel, από το όνομα του Γάλλου χρηματιστή Μπεσαμέλ που την επινόησε
  • μπιφτέκι bifteck < αγγλικό beef steak (= φέτα βοδινού κρέατος)
  • ομελέτα omelette < αρχαίο γαλλικό omelette ή alumelle (= μικρή λάμα) < λατινικό lamella (= μικρό μεταλλικό πιάτο)
  • ορντέβρ hors-d’-oeuvre (= τα εκτός του κυρίως γεύματος) < hors (= εκτός) + oeuvre (= έργο)
  • παρμεζάνα parmesan, από το όνομα της ιταλικής πόλης Πάρμα
  • πικνίκ pique-nique < piquer (= κεντώ) + nique (= άχρηστο πράγμα)
  • πουρές purée < αρχαίο γαλλικό purer (= καθαρίζω, στραγγίζω λαχανικά) < λατινικό puro (= καθαρίζω)

purée

  • πουρμπουάρ pourboire (= φιλοδώρημα) < pour boire (= για να πιεις)
  • ρεστοράν restaurant < restaurer < λατινικό restauro (= ανακαινίζω, ανανεώνω)
  • ροκφόρ roquefort, από το όνομα της γαλλικής περιοχής Roquefort
  • σαγκουίνι sanguine (= αιματώδης)
  • σαντιγί chantilly, από το όνομα της περιοχής Chantilly στη Γαλλία όπου παρασκευάστηκε για πρώτη φορά
  • σερβίρω servir < λατινικό servio (= υπηρετώ)
  • σεφ chef (= αρχηγός) < λατινικό caput (= κεφαλή)
  • σοτάρω sauter (= τσιγαρίζω)
  • σουφλέ souffle < souffler (= φυσώ, φουσκώνω)
  • σπεσιαλιτέ spécialité (= ειδικότητα)
  • τάρτα tarte
  • τρούφα truffe < λατινικό tuber (= εξόγκωμα)
  • φρικασέ fricassée (= τηγανητό κρέας με βούτυρο μέσα σε σάλτσα)
  • φρουί γλασέ fruit glacé < fruit (= φρούτο) + glacé (= παγωμένο)


  • γκαζόν gazon < φράγκικο waso
  • καμέλια camélia, από το όνομα του μοναχού Camelli που έφερε το φυτό από την τροπική Ασία τον 17ο αι.
  • μπουκέτο bouquet

bouquet

  • πανσές pensée (= σκέψη, ενθύμηση), επειδή θεωρείται σύμβολο ευχάριστων αναμνήσεων
  • παρτέρι parterre < par terre (= πάνω στη γη)
  • τουλίπα tulipe < τουρκικό tulbend


  • γκισέ guichet
  • καριέρα carrière
  • καρνέ carnet
  • κομπίνα combine, συγκεκομμένος τύπος του combination (= συνδυασμός)
  • πλαφόν plafond (= οροφή)
  • πριμ prime (= βραβείο, έπαθλο) < λατινικό praemium (= βραβείο)


  • τικ τακ tic-tac (ονοματοποιία)


  • γκρενά grenat < λατινικό granatum (= ρόδι)
  • γκρι gris (= φαιός)
  • κρεμ crème
  • μοβ mauve < λατινικό malva (= μολόχα)
  • μπεζ beige (= αβαφής) < ιταλικό bigio (= γκρίζο)
  • μπλε bleu < φραγκικό blao
  • μπλε μαρέν bleu marine (= μπλε της θάλασσας)
  • μπορντό bordeaux, από το χρώμα του κρασιού που παράγεται στη γαλλική πόλη Bordeaux
  • παστέλ pastel < ιταλικό pastello < pasta
  • ροζ rose < λατινικό rosa (= ρόδο)
  • σιελ ciel (= ουρανός, γαλανός) < λατινικό caelum (= ουρανός)
  • χακί kaki, λέξη ινδικής προέλευσης που σημαίνει «χρώμα της σκόνης»


  • αμπαλάζ emballage (= συσκευασία)
  • αμπούλα ampoule
  • ανφάς en face
  • ασορτί assorti
  • ατού atout < πρόθεση a + tout (= όλο)
  • βαλές valet
  • βιτριόλι vitriol
  • γκάφα gaffe
  • γρίπη grippe < gripper (= αρπάζω)
  • εβαπορέ évaporé
  • εγωισμός égoïsme < λατινικό ego
  • ένστικτο instinct < λατινικό instinctus < instinguo (= κεντρίζω, παρορμώ κάποιον)
  • εφέ effet (= αποτέλεσμα)
  • ζενίθ zenith < αραβικό semt
  • ζικ ζακ zig-zag (= οχυρωματικό χαντάκι γύρω από τα τείχη σε σχήμα τεθλασμένης ευθείας)
  • ιλουστρασιόν illustration
  • καμουφλάζ camouflage

camouflage

  • καμπάνια campagne (= εκστρατεία)
  • καουτσούκ caoutchouc < καραϊβικό cahuchu
  • καρμπόν carbone
  • κλίκα clique < cliquer (= χειροκροτώ)
  • κλου clou
  • κομπλέ complet (= πλήρης)
  • κουπόνι coupon < couper (= κόβω, τέμνω)
  • λανσάρω lancer < λατινικό lanceare (= χρησιμοποιώ τη λόγχη)
  • λεζάντα légende < λατινικό legenda (= ανάγνωσμα)
  • λιγνίτης lignite < λατινικό lignum (= ξύλο)
  • λουξ luxe < λατινικό luxus (= πολυτέλεια)
  • μακάβριος macabre
  • μοντάζ montage < monter (= συνδέω, συνθέτω) < λατινικό mons (= βουνό, σωρός)
  • μοντελισμός modelisme < modele (= πρότυπο, μοντέλο)
  • μουσώνας mousson < αραβικό mausim (= εποχή)
  • μπαλαντέρ baladeur (= αυτός που περιφέρεται)
  • μπανάλ banal < ban (= διακήρυξη, δημόσια πρόσκληση)
  • μποϊκοτάζ boycottage > αγγλικό boycott, από το όνομα του Άγγλου κτηματία James Boycott που οι καλλιεργητές του αρνήθηκαν οποιαδήποτε υπηρεσία
  • μπούρδα bourde (= φλυαρία, ψεύδος)
  • νορμάλ normal
  • ντεκόρ décor < décorer (= διακοσμώ) < λατινικό decoro (= κοσμώ) < decus (= στολίδι)
  • ντεφορμέ déformer (= παραμορφώνω, αλλάζω σχήμα) < λατινικό deformo (= ατιμάζω, χαλώ τη μορφή)
  • οβάλ ovale < λατινικό ovum (= αβγό)
  • οβίδα obus < γερμανικό Haubitze (= ολμοβόλο)
  • παραβάν paravent (= αλεξήνεμο) < vent (= άνεμος)

paravent

  • παστεριώνω pasteurisé, από το όνομα του Pasteur
  • πλακέ plaqué (= πεπλατυσμένος)
  • πλακέτα plaquette (= μικρή πλάκα, αναμνηστικό μετάλλιο)
  • πλάνο plan (= σχέδιο) < λατινικό planus (= ομαλός, επίπεδος)
  • πλασάρω placer (= τοποθετώ, πουλώ για λογαριασμό άλλων)
  • πορτρέτο portrait < portraire (= εικονογραφώ)
  • πρέφα préférence (= προτίμηση, είδος χαρτοπαιγνίου)
  • προφίλ profil < ιταλικό profilo < profilare (= σχεδιάζω την πλάγια όψη προσώπου)
  • ρεζερβέ réservé < réserver < λατινικό reservo (= διατηρώ, αποταμιεύω)
  • ρεκλάμα réclame (= έντυπη διαφήμιση) < réclamer (= απαιτώ, επικαλούμαι)
  • ρελάνς relance (= νέα ώθηση)
  • ρεπό repos (= παύση εργασίας) < reposer (= ησυχάζω, αναπαύομαι)
  • ρεπορτάζ reportage < report (= αναφέρω, εκθέτω)
  • ρετουσάρω retoucher (= άπτομαι, αγγίζω)
  • ρετρό rétro < λατινικό retro (= πίσω)
  • ρουλέτα roulette < αρχαίο γαλλικό roelete < λατινικό roda
  • ρουμπίνι rubin < λατινικό rubens (= κόκκινος)
  • ρουτίνα routine (= έξη, συνήθεια) < route (= δρόμος, οδός)
  • σαβουάρ βιβρ savoir-vivre (= γνώση καλής συμπεριφοράς)
  • σαμποτάζ sabotage (= τρύπημα σιδηρογραμμών, δολιοφθορά)
  • σαμποτάρω saboter (= κάνω θόρυβο με τα τρόκανα, ενεργώ γρήγορα και βιαστικά, κακομεταχειρίζομαι, βλάπτω)
  • σεζόν saison (= εποχή) < λατινικό satio,-⁠onis (= σπορά)
  • σερβιέτα serviette (= πετσέτα) < servir (= υπηρετώ)
  • σερί série (= σειρά)
  • σικέ chiqué (= προσποίηση) < chic
  • σκαμπίλι brusquembille (= χαστούκι, είδος χαρτοπαιγνίου)
  • σοκ choc
  • στατιστική statistique < λατινικό status (= κατάσταση)
  • στιλ style < λατινικό stilus (= ραβδί, αιχμηρό εργαλείο με το οποίο έγραφαν στις κέρινες πινακίδες)
  • τακτ tact < λατινικό tactus (= άγγιγμα) < tango (= αγγίζω)
  • τικ tic (ονοματοποιία)
  • τόνος (μέτρο βάρους) tonne
  • τουπέ toupet (= θρασύτητα)
  • τρακ trac (= φόβος)
  • τρενάρω trainer (= σέρνω, έλκω, παρατείνω)
  • τρικ truc (= επιτηδειότητα, τέχνη), λέξη προβηγκιανής προέλευσης
  • φιξάρω < φιξ < fixe (= ορισμένος) < λατινικό fixus (= στερεωμένος, μπηγμένος)
  • φλου flou (= με χάρη, με αβρότητα)


ΕΙΚΟΝΕΣ: near1.com, gz.diarioliberdade.org, maleraffine.com, podilato98.blogspot.com (από thevine.com.au), justgiving.com, websupplies.gr, bestprice.gr, gye-sh.com.ar, istockphoto.com, lacuisinedeschefs.overblog.com, sweeneysflorist.co.uk, artwolfe.com, protothema.gr

25 Αυγ 2012

Δάνειες λέξεις από τα τουρκικά

Η μακραίωνη συμβίωση με τους Τούρκους είχε συνέπειες και στη γλώσσα μας. Τα δάνεια είναι πολλά και καλύπτουν διάφορες πτυχές της καθημερινής ζωής.

Ας τα γνωρίσουμε:


  • τόπι top (= σφαίρα)


  • ατζαμής acemi (= αδέξιος)
  • γουρλής uğurlu (= τυχερός)
  • γρουσούζης ugursuz
  • εργένης ergen (= έφηβος)
  • καβγατζής kavgaci
  • λεβέντης levend < ιταλικό leventi (= σώμα τουφεκιοφόρων ναυτών)
  • μερακλής merakli
  • μουσαφίρης misafir (= επισκέπτης, φιλοξενούμενος)
  • μπαμπάς baba (= πατέρας)
  • μπατζανάκης bacanak (= σύγγαμβρος)
  • μπεκρής bekri (= πότης)
  • μπεμπέκα bebek
  • μπουλούκος bolluk (= μέγεθος, πλήθος)
  • μπουνταλάς budala (= ανόητος)
  • νταής dayı (= θείος από τη μεριά της μητέρας)
  • νταντά dada
  • σαΐνι şahin (= γεράκι)
  • σακάτης sakat (= ανάπηρος)
  • σόι soy
  • τεμπέλης tembel (= οκνηρός)

tembel

  • τσαχπίνης çapkin (= αχρείος, άσωτος)
  • τσοπάνης çoban (= βοσκός)
  • φουκαράς fukara (= φτωχός)


  • γλεντζές eğlence
  • γλεντώ eğlenmek (= διασκεδάζω)
  • ζεϊμπέκικο < ζεϊμπέκης < zeybek
  • Καραγκιόζης karagöz (= μαυρομάτης)

Karagöz

  • κέφι keyif (= ευθυμία)
  • νταβαντούρι tevatür (= παρουσία πολλών μαρτύρων στο δικαστήριο)
  • ντόρτια dort (= τέσσερα)
  • χαβαλές havale


  • γιακάς yaka (= περιλαίμιο)
  • λεκές leke
  • μπατζάκι bacak (= μηρός)
  • μπουρνούζι burnuz < αραβικό burnus
  • παπούτσι papuç (λέξη αραβικής προέλευσης)

papuç

  • τσαρούχι carik (= σανδάλι, υπόδημα)
  • τσέπη cep


  • νάζι naz
  • ντέρτι dert (= καημός, ταλαιπωρία)


  • γκέμι gem
  • καβούκι kabuk (= περικάρπιο)
  • λελέκι leylek
  • τσακάλι çakal, λέξη ινδικής προέλευσης
  • φάκα fak (= παγίδα)


  • αμπάρι ambar (= αποθήκη)
  • καΐκι kayık

kayık

  • μαούνα mavuna ή mauna
  • μελτέμι meltem (= αεράκι)


  • γιαπί yapı
  • κασμάς kazma
  • μερεμέτι meremet
  • μουσαμάς müsemma
  • μπογιά boya (= χρώμα)
  • μπογιατζής boyaci

boyaci

  • μπογιατίζω boyadım < boyamak
  • μπουρί boru (= σωλήνας)
  • νέφτι neft < περσικό naft
  • σοβάς siva
  • σοβατζής sivaci


  • μπαγλαμάς bağlama
  • μπουζούκι buzuk
  • νταούλι davul (= τύμπανο)
  • ντέφι tef


  • ρακί / ρακή rakı < ινδικό arrak (= οινόπνευμα από ρύζι)


  • αχούρι ahir < περσικό achur
  • καζάνι kazan (= λέβητας)
  • καπάκι kapak
  • κεσές kese
  • κιόσκι köşk (= περίπτερο)
  • κουβάς kova (= κάδος)
  • λούκι oluk
  • μπρίκι ibrik
  • ντενεκές teneke
  • ντιβάνι divan < περσικό diwan (= λογιστικό βιβλίο)
  • ντουβάρι duvar (= τοίχος)
  • ντουλάπι dolap (= ερμάριο)
  • παντζούρι pancur
  • ράφι raf
  • σεντούκι sandık (= κιβώτιο)
  • σόμπα soba (= θερμάστρα)
  • ταβάνι tavan
  • ταψί tepsi (= δίσκος)

tepsi

  • τέντζερης tencere
  • τζάκι < οτζάκι < ocak (= εστία)
  • τζάμι cam
  • τσουβάλι çuval (= σάκος)
  • φαράσι faras
  • φλιτζάνι filcan
  • χαλί hali (= τάπητας)
  • χάπι hap


  • καφάσι kafes
  • καφενές kahvehane < kahve (= καφές) + hane (= σπίτι)
  • καφετζής kahveci
  • μανάβης manav
  • μπακάλης bakkal
  • νταμάρι damar (= φλέβα πετρώματος ή μετάλλου)
  • ντελάλης / τελάλης tellal (= δημόσιος κήρυκας)
  • παζάρι pazar (= αγορά)
  • σιντριβάνι şadırvan
  • χασάπης kasap (= κρεοπώλης)

kasap


  • αλάνα alan (= πέρασμα μέσα στο δάσος)
  • καλντερίμι kaldırım
  • νταλίκα talika
  • σοκάκι sokak (= δρόμος)


  • τσάντα çanta (= σακίδιο)


  • μπόι boy (= ανάστημα)
  • μπούτι but
  • σουλούπι üslup (= τρόπος)
  • τσουλούφι zülüf


  • γιαούρτι yoğurt
  • γιαρμάς yarma < yarmak (= σκίζω, χωρίζω στα δύο)
  • γιουβαρλάκια yuvarlak (= σφαιρικός)
  • γιουβέτσι guvez
  • καϊμάκι kaymak (= κρέμα)
  • κανταΐφι kadayif
  • καρπούζι karpuz
  • κασέρι kaser
  • κεμπάπ kebap (= ψητός)
  • κεφτές köfte
  • κιμάς kıyma
  • κουραμπιές kurabiye
  • λαπάς lapa (= πολτός)
  • λουκουμάς lokma
  • λουκούμι locum
  • μαγιά maya (= προζύμι)
  • μεζές meze (= ορεκτικό)
  • μουσακάς musakka

musakka

  • μπαγιάτικος bayat
  • μπακλαβάς baklava
  • μπάμια bamya
  • μπαχάρι bahar (= άρωμα)
  • μπουγάτσα bogaca < ιταλικό focaccia (= γλύκισμα)
  • μπουρέκι börek
  • μπριάμ biriam
  • ντολμάς dolma (= γεμιστός)
  • παντζάρι pancar (= τεύτλο)
  • πετιμέζι pekmez
  • πιλάφι pilav
  • ταραμάς tarama
  • τζατζίκι cacık
  • τουλούμπα tulumba
  • τουρλού türlü (= τα διάφορα)
  • τουρσί turşu
  • τσουρέκι çörek
  • φιρίκι ferik
  • φραντζόλα francala (= λευκός άρτος)

francala

  • χαβιάρι havyar
  • χαλβάς halva


  • γιασεμί yasemin < περσικό jasamin
  • μενεξές menekşe (= βιολέτα)

menekşe

  • μπαξές bahçe (= κήπος)
  • μποστάνι bostan (= λαχανόκηπος)


  • κουβαρντάς hovarda (= άσωτος, σπάταλος)
  • παράς para
  • ρουσφέτι rüşvet (= δωροδοκία)
  • τζάμπα caba (= δωρεάν)
  • τσιγκούνης cingane (= Τσιγγάνος)
  • τσιφούτης çıfıt (= Εβραίος)
  • χαρτζιλίκι harçlık (= πρόχειρα χρήματα τσέπης)


  • αγιάζι ayaz
  • αλισβερίσι alışveriş (= πάρε δώσε)
  • αμάν aman
  • ασκέρι asker (= στρατιώτης, σώμα στρατού)
  • άχτι ahd (= υποχρέωση, υπόσχεση)
  • Βαλκάνια balkan (= ψηλή και δασώδης οροσειρά)
  • γούρι uğur (= τύχη)
  • ζόρι zor (= δυσκολία)
  • καβγάς kavga
  • καβουρδίζω kavurdim < kavurmak
  • κελεπούρι kelepir
  • κοτζάμ kocam, συγκεκομμένος τύπος του kocaman (= πολύ μεγάλος, πελώριος)
  • μαράζι maraz
  • μαραφέτι marifet
  • μαρκούτσι marpuc
  • μεράκι merak
  • μπαγλαρώνω bagladim < baglamak (= δένω)
  • μπελαλίδικος belali (= επικίνδυνος)
  • μπελάς bela (= συμφορά)
  • μπερντάκι perdah
  • μπιτ bit
  • μπόλικος bol (= άφθονος)
  • μπουλούκι boluk (= συντροφιά, λόχος)
  • μπουχτίζω bıktım < bıkmak (= βαριέμαι)
  • ντάλα dal (= ακριβώς)
  • ντε de
  • ντιπ dip
  • ντουντούκα duduk (= φλογέρα)

duduk


  • ουστ ost
  • πεσκέσι peskes (= δώρο)
  • ρεζίλι rezil (= αισχρός)
  • ρούπι rup
  • σαματάς samata (= θόρυβος)
  • σαστίζω sastim < sasmak (= εκπλήσσομαι)
  • σορολόπ sorolop
  • στράφι israf (= σπατάλη)
  • ταμπλάς damla
  • τερτίπι tertip (= σχέδιο, σύστημα)
  • τζίνι cin (= πονηρό πνεύμα), λέξη αραβικής προέλευσης
  • τουλούμι tulum (= ασκός)
  • τουφέκι < τυφέκιον < tüfek
  • τσαντίζω catismak (= συγκρούομαι)
  • φιρί φιρί firil firil (= κυκλικά)
  • χαΐρι hayır (= καλό, αγαθό)
  • χαλάλι helal (= νόμιμος)
  • χάλι hal (= κατάσταση)
  • χαμπάρι haber (= είδηση)
  • χατίρι hatir (= χάρη)
  • χουζούρι huzur (= άνεση)
  • χούι huy (= έξη, συνήθεια)


ΕΙΚΟΝΕΣ: laurenportertsi6.iobloggo.com, hidabroot.org, thenewwallet.com, lifo.gr, ameblo.jp, venusinox.gr, blablatoys.gr, flymetothemoontravel.com, newsit.gr, filiatrablog.blogspot.com, e-wall.net

Δάνειες λέξεις από τα ιταλικά

Οι σχέσεις μας με τους Ιταλούς χρονολογούνται από τον 16ο αι., όταν πολλοί Έλληνες λόγιοι κατέφυγαν στην περιοχή της Ιταλίας, που τότε ήταν το πνευματικό κέντρο της Αναγέννησης.

Ο δανεισμός ανάμεσα στις δύο γλώσσες υπήρξε σημαντικός και τα ιταλικά επηρέασαν τα ελληνικά σε πάρα πολλούς τομείς της καθημερινότητας.

Ας δούμε τα δάνειά μας, ομαδοποιημένα σε κατηγορίες:


  • μπάλα balla (= δέσμη) < palla


  • άγαρμπος α- στερητικό + garbo (= χάρη, ευγένεια)
  • αρτίστας artista (= καλλιτέχνης)
  • βέρος vero (= αληθινός, γνήσιος, πραγματικός)
  • Εγγλέζος Ingleso
  • καβαλιέρος cavaliere (= ιππέας, ιππότης) < λατινικό caballarius (= ιππέας)
  • καπάτσος capace
  • κοπέλα coppella
  • λέτσος lezzo (= δυσωδία)
  • μάγκας mango (= σωματέμπορος)
  • μοντέρνος moderno < λατινικό modernus < modo (= πρόσφατα, τελευταία)
  • μπάρμπας barba (= γενειάδα, ηλικιωμένος και σεβάσμιος άνθρωπος) < λατινικό barba (= γενειάδα)
  • μπόμπιρας bombero

bombero

  • μπράβος bravo (= έξοχος, θαρραλέος)
  • ντάμα dama < λατινικό domina (= κυρία, οικοδέσποινα)
  • νταρντάνα tartana (= είδος μεγάλου πλοίου)
  • πορτιέρης portiere < λατινικό porta
  • ρέστος resto < λατινικό resto (= υπολείπομαι)
  • ρομαντικός romantico < γαλλικό romantique < αρχαίο γαλλικό romans < λατινικό romanice < Romanus (= Ρωμαίος)
  • σβέλτος svelto (= ευκίνητος)
  • σίγουρος sicuro (= σίγουρος, ασφαλής) < λατινικό securus
  • σκάρτος scarto (= απόρριψη)
  • σκερτσόζος scherzoso
  • φορτσάτος forzato
  • φουριόζος furioso (= μανιακός, τρελός)


  • ακόρντο accordo
  • αρλεκίνος arlecchino
  • ατάκα attacca
  • βεντέτα vedetta (= καλλιτέχνης με μεγάλη φήμη)
  • βόλτα volta (= στροφή, φορά, σειρά, τάξη)
  • γιρλάντα ghirlanda
  • εβίβα evviva (= ζήτω, εύγε)
  • καράφα caraffa < αραβικό gharrafa (= φλασκί)
  • κολομπίνα colombina (= περιστεράκι) < colomba (= περιστέρι)
  • κομπάρσος comparsa < comparire (= εμφανίζομαι) < λατινικό compareo (= φαίνομαι)
  • κονσέρτο / κοντσέρτο concerto (= άμιλλα φωνών)
  • μαέστρος maestro
  • μπαλαρίνα ballarina < ballare (= χορεύω)
  • μπαλέτο balletto < ballo (= χορός)

balletto

  • μπάντα banda < αρχαίο γερμανικό bant
  • μπιλιάρδο bigliardo
  • μπρίο brio (= ζωηρότητα)
  • ντουέτο duetto (= διωδία) < λατινικό duo (= δύο)
  • όπερα opera, από τη φράση opera in musica (= έργο σε μουσική) < λατινικό opera (= εργασία, έργο)
  • παλέτα paletta < pala (= φτυάρι)
  • παλιάτσος pagliaccio
  • πασιέντζα pazienza (= υπομονή, καρτερία)
  • πιανίστας pianista
  • πρόβα prova (= δοκιμή) < λατινικό probo (= δοκιμάζω)
  • ρακέτα racchetta < γαλλικό raquette < αραβικό rahah (= παλάμη)
  • σιγοντάρω secondare
  • σκάκι scacco (= ζατρίκιο)
  • στάμπα stampa
  • στούντιο studio < λατινικό studium (= σπουδή) < studeo (= σπουδάζω)
  • τέμπερα tempera < λατινικό tempero (= αναμιγνύω)
  • τενόρος tenore < λατινικό tenor,-oris (= συνέχεια, διάρκεια) < teneo (= κρατώ)
  • τραμπάλα traballare (= ταλαντεύομαι)
  • τσίρκο circo < λατινικό circus (= κύκλος)
  • φάλτσος falso (= λανθασμένος, ψευδής, παραποιημένος)
  • φάρσα farsa (= κωμικό παιχνίδι) < γαλλικό farce
  • φινάλε finale < λατινικό finis (= τέλος, όριο)
  • φίρμα firma (= υπογραφή) < firmare < λατινικό firmus (= στέρεος, σταθερός)


  • γκαρνταρόμπα guardaroba
  • γραβάτα cravatta < γαλλικό Cravate (= Κροάτης), επειδή αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τους Κροάτες ιππείς
  • κάλτσα calza
  • καπέλο capello

capello

  • κολάρο collaro
  • κορδέλα cordella
  • κουστούμι < κοστούμι < costume (= συνήθεια, κουστούμι)
  • λουστρίνι lustrino (= γυαλιστερό) < lustro
  • παλτό palto < γαλλικό paletot < αρχαίο αγγλικό paltok
  • παντελόνι < πανταλόνι < pantaloni < γαλλικό pantalon
  • ρόμπα roba (= φόρεμα) < αρχαίο γερμανικό rauba
  • σκαρπίνι scarpino
  • σκούφια scuffia
  • τακούνι taccone
  • τιράντα tirante (= τραβηγμένος)
  • φιόγκος fiocco (= νιφάδα, κόμπος γραβάτας)
  • φούστα fusta (= γυναικείο ένδυμα)
  • φουστάνι fustagno, από το προάστιο του Καΐρου Fustat όπου υφαινόταν ορισμένο είδος πανιού


  • αμόρε amore
  • καπρίτσιο capriccio < capra (= κατσίκι, τρελοκάτσικο)
  • κόρτε corte, από τη φράση fare la corte (= συμπεριφέρομαι με αβροφροσύνη, φλερτάρω) < corte (= βασιλική αυλή)
  • κουφέτο confetto
  • μπομπονιέρα bonboniera

bonboniera

  • σκέρτσο scherzo


  • γάλος gallo
  • γάτα gatta < λατινικό catta
  • καρδερίνα cardellino
  • μπαμπουίνος babbuino
  • παπαγάλος papagallo

papagallo

  • πιγκουίνος pingouino < αγγλικό penguin
  • πιτσουνάκι < πιτσούνι < piccione (= περιστέρι)
  • σαρδέλα sardella, επειδή αλίευαν το ψάρι στις ακτές της Σαρδηνίας


  • βαπόρι vapore (= ατμός, ατμόπλοιο) < λατινικό vapor (= ατμός)
  • γόνδολα gondola
  • καμπίνα cabina < λατινικό capanna (= καλύβα)
  • κότερο cotero < αγγλικό cutter
  • κουρσάρος corsaro < λατινικό cursarius
  • λοστρόμος nostromo
  • μαρίνα marina
  • μόλος molo
  • μούτσος mozzo (= μαθητευόμενος ναύτης)
  • μπαρκάρω imbarcare
  • μπατάρω battere (= χτυπώ)
  • ρουκέτα rocchetta < rocca (= αδράχτι)
  • σαλπάρω salpare
  • φινιστρίνι finestrino (= παραθυράκι) < finestra (= παράθυρο)
  • φουρτούνα fortuna, από τη φράση fortuna di mare (= τρικυμία) < fortuna (= τύχη, δυστυχία, κακοτυχία)


  • γράσο grasso (= λίπος)
  • καδρόνι quadrone
  • καρότσα carrozza
  • λασκάρω lascare
  • λούστρο lustro (= λάμψη, στιλπνότητα)
  • μπάζα bazza (= όγκος χώματος)
  • μπρούντζος bronzo (= ορείχαλκος)
  • πέργολα pergola (= κληματαριά)
  • πινέλο penello < penis (= ουρά)
  • στόκος stocco
  • τανάλια tanaglia

tanaglia

  • τσάπα zappa (= σκαπάνη)
  • τσιμέντο cemento (= αμμοκονία) < λατινικό caementum (= ακατέργαστος λίθος)


  • άρπα arpa < γερμανικό Harfe
  • καραμούζα corna musa (= ποιμενική φλογέρα)
  • κλαρινέτο clarinetto
  • κλαρίνο clarino
  • κοντραμπάσο contrabbasso
  • μαντολίνο mandolino

mandolino

  • όμποε oboe < γαλλικό hautbois < haut (= ψηλός) + bois (= ξύλο)
  • πιάνο piano (= σιγά)
  • ταμπούρλο tamburlo (= τύμπανο)
  • τρομπέτα trombetta < tromba
  • τρομπόνι trombone < tromba
  • φλάουτο flauto


  • λιμάρω limare (= ακονίζω)
  • λούσο lusso < λατινικό luxus (= πολυτέλεια)
  • μασέλα mascella
  • μάσκαρα mascara
  • μόδα moda < λατινικό modus (= τρόπος)
  • μοντέλο modello < λατινικό modellus < modulus < modus (= τρόπος)
  • ντελικάτος delicato (= αβρός, κομψός) < λατινικό delicatus (= τρυφερός, αβρός)
  • περούκα perrucca < λατινικό pilus (= κόμη)
  • φιγούρα figura (= μορφή) < λατινικό fingo (= πλάθω, διαμορφώνω)
  • φινέτσα finezza
  • φίνος fino (= λεπτός, καθαρός, αγνός) < finis (= τέλος, όριο)


  • ακουαφόρτε acquaforte (= δυνατό νερό)
  • αντίκα antica, θηλυκό του επιθέτου antico (= παλαιός)
  • βάζο vaso (= αγγείο, δοχείο)
  • βαλίτσα valigia
  • βαρέλι barella
  • βεντάλια ventaglio
  • βεντούζα ventosa
  • βίλα villa
  • γλόμπος globo < λατινικό globus (= σφαιρικός)
  • κάδρο quadro < λατινικό quadrus (= τετράγωνος)
  • κασόνι cassone < cassa
  • κομοδίνο comodino
  • κουκέτα cuccetta
  • λουκέτο lucchetto < αρχαίο γερμανικό lok

lucchetto

  • μεζούρα misura ή mesura
  • μπαλκόνι balcone (= εξώστης) < αρχαίο γερμανικό balkon
  • ομπρέλα ombrella < λατινικό umbrella (= ομπρέλα) < umbra (= σκιά)
  • πάγκος banco (= θρανίο)
  • πακέτο pacchetto
  • παράγκα < μπαράκα < baracca (= παράπηγμα)
  • πετσέτα pezzetta
  • πολυθρόνα poltrona
  • πόμολο pomolo
  • πορσελάνη porcellana
  • σάλα sala < αρχαίο γερμανικό sal (= σπίτι)
  • σερβίτσιο servizio (= σκεύη τραπεζιού) < λατινικό servio (= υπηρετώ)
  • σπάγκος spago < λατινικό hispanicus (= ισπανικός)
  • σπίρτο spirto < spirito
  • ταράτσα terrazza
  • τελάρο telaro (= πλαίσιο, ιστός)
  • τσουκάλι zucca
  • φασίνα fascina


  • κάβα cava
  • μπαρμπέρης barbiere (= κουρέας) < λατινικό barba (= γενειάδα)
  • μπόγιας boja (= δήμιος)
  • πάρκο parco (= περίφρακτος τόπος)

parco

  • φουγάρο fogara


  • βαγόνι vagone < αγγλικό wagon
  • κολόνα colonna < λατινικό columna
  • κόρνα corna
  • μανιβέλα manovella
  • μανούβρα manovra
  • μπλόκο blocco < αρχαίο γερμανικό blok
  • ντεπόζιτο depositο (= αποθήκη) < λατινικό depositum < depono (= αποθέτω, καταθέτω)
  • παρκάρω parcare (= σταθμεύω)
  • ρεζέρβα riserva (= απόθεμα) < λατινικό reservo (= διατηρώ, αποταμιεύω)
  • σουλατσάρω solazzare (= διασκεδάζω)
  • τρακάρω attaccare (= πέφτω πάνω σε κάτι, επιτίθεμαι)
  • τρένο treno < γαλλικό train < trainer (= σύρω, έλκω, παρατείνω)

treno

  • τρόμπα tromba (= αντλία, σάλπιγγα)


  • ετικέτα etichetta < γαλλικό étiquette < αρχαίο γαλλικό estiquier (= συνδέω)
  • κασετίνα cassettina
  • μοτίβο motivo (= κίνητρο) < γαλλικό motif < λατινικό motivus < motus < movere (= κινώ)
  • μπίλια biglia (= σφαίρα μπιλιάρδου) < λατινικό bilia (= κορμός δέντρου)
  • φασαρία fassaria


  • γκριμάτσα grimazza
  • κάλος callo < λατινικό callus ή callum
  • μπούστο busto (= στηθόδεσμος)
  • φράντζα frangia


  • γαρνιτούρα guarnitura
  • γκαζόζα gasosa, θηλυκό του επιθέτου gasoso (= αεριούχος)
  • γρανίτα granita < grano (= κόκκος, σπόρος)
  • καντίνα cantina
  • καραμέλα caramella < λατινικό cannamella (= ζαχαροκάλαμο)
  • καρμπονάρα carbonara
  • κολατσιό colazione
  • κομπόστα composta < λατινικό compositum (= σύνθετο)
  • κονσέρβα conserva < λατινικό conservo (= φυλάω, συντηρώ)
  • λεμόνι limone < περσικό limun
  • μορταδέλα mortadella < λατινικό murtatum (= αναμεμιγμένος με μύρτο) < murtum (= μύρτο)
  • μουστάρδα mostarda (= σινάπι)
  • μπαγκέτα bacchetta (= ράβδος)
  • μπίρα birra < γερμανικό Bier
  • μπισκότο biscotto (= αυτό που έχει ψηθεί δυο φορές, το διπλοψημένο)
  • μπρόκολο broccolo < brocco (= βλαστός)

broccolo

  • νεράντζι naranza < αραβικό naranj < περσικό narang < αρχαίο ινδικό naranga
  • ντομάτα tomata < ισπανικό tomata < μεξικανικό tomatl
  • πασατέμπος < φράση passa tempo < passo (= περνώ) + tempo (= χρόνος, ώρα)
  • παστέλι pastello < pasta
  • παστίλια pastiglia
  • παστίτσιο pasticcio
  • πέτσα pezza (= τεμάχιο)
  • πικάντικος piccante (= δριμύς, δηκτικός) < piccare < picca (= αιχμή)
  • πίτσα pizza
  • πορτοκάλι portogallo
  • ραδίκι radicchio < λατινικό radix (= ρίζα)
  • σαλάμι salame < salare (= αλατίζω) < sale (= αλάτι) < λατινικό sal,-lis (= αλάτι)
  • σαλάτα insalata (= αλατισμένη) < λατινικό sal,-lis (= αλάτι)
  • σάλτσα salsa < λατινικό salsa (= αλμυρή) < sal,-lis (= αλάτι)
  • σερβιτόρος servitore (= υπηρέτης) < λατινικό servio (= υπηρετώ)
  • σόδα soda
  • σούπα zuppa
  • τρατάρω trattare (= φιλεύω)
  • φέτα fetta (= τεμάχιο)
  • φιλέτο filetto < filo (= νήμα)
  • φράουλα fragola

fragola

  • φρέσκος fresco (= δροσερός, νωπός), λέξη γερμανικής προέλευσης
  • φρουτιέρα fruttiera (= οπωροθήκη)
  • φρούτο frutto < λατινικό fructus (= καρπός)


  • βιολέτα violetta
  • μπιγκόνια bigonia < begonia, από το όνομα του βοτανολόγου Begon


  • κοστίζω costare
  • μαγαζί magazzino < αραβικό machazin
  • μπουναμάς < μποναμάς < bonamano (= φιλοδώρημα) < bona mano (= καλό χέρι)
  • πορτοφόλι portafogli < porto (= φέρνω) + fogli (= φύλλο)


  • γκρίζος grigio
  • σκούρος oscuro < λατινικό obscurus (= σκοτεινός)


  • αμολάω amollare (= αφήνω)
  • αντίο addio (= στην ευχή του Θεού) < πρόθεση a + dio (= Θεός) < λατινικό deus
  • ατζέντα agenda (= ατζέντα) < λατινικό agenda (= αυτά που πρέπει να γίνουν), πληθυντικός του agendum που είναι γερούνδιο του ago (= πράττω)
  • βαρελότο barelotto
  • βεντέτα vendetta (= εκδίκηση)
  • βέργα verga < λατινικό virga (= ραβδί, κλωνάρι)
  • βόμβα bomba
  • γκρίνια / γρίνια grigna
  • γουστάρω gustare
  • γούστο gusto
  • γραπώνω aggrappare (= αρπάζω, συλλαμβάνω) < grappa (= γάντζος, άγκιστρο)
  • διάνα diana
  • ζελατίνη gelatina < λατινικό gelatus (= παγωμένος)
  • καζίνο casino < casa (= σπίτι)

casino

  • καραμπίνα carabina
  • καρικατούρα caricatura
  • κιάλια occhiali, πληθυντικός του occhiale (= οπτικός)
  • κομπλιμέντο complimento < ισπανικό cumplimiento < cumplir (= συμπληρώνω, ολοκληρώνω ή είμαι ευγενικός)
  • κομπρέσα compressa (= πεπιεσμένο επίθεμα) < γαλλικό compresse < compresser < λατινικό compresso (= συμπιέζω)
  • κόντρα contra
  • κουλτούρα cultura < λατινικό cultura (= καλλιέργεια της γης)
  • κουμαντάρω comandare
  • κουράγιο coraggio
  • λάβα lava (= πλημμύρα)
  • λίστα lista (= σειρά, γραμμή)
  • μακέτα macchietta
  • μάνι μάνι φράση di mano in mano (= από χέρι σε χέρι)
  • μαντάρω mendare ή mandare (= επανορθώνω, επιδιορθώνω)
  • μαντάτο mandatum (= μήνυμα, παραγγελία) < mando (= παραγγέλνω)
  • μάρκα marca < γοτθικό marka (= σύνορο, όριο)
  • μαρκάρω marcare
  • μιζέρια miseria < λατινικό miser (= άθλιος)
  • μιλιούνια millione (= εκατομμύριο)
  • μινιατούρα miniatura
  • μοντάρω montare
  • μούμια mumia < λατινικό mumia < αραβικό mumiyah < περσικό mum (= κερί)
  • μπαρούφα baruffa (= φασαρία, καβγάς)
  • μπλοκάρω bloccare
  • μπουκάρω boccare
  • μπούσουλας bussola (= ναυτική πυξίδα)
  • μπράβο bravo! < bravo (= έξοχος, θαρραλέος)






  • ντοκουμέντο documento (= έγγραφο, τεκμήριο) < λατινικό documentum (= δίδαγμα, παράδειγμα) < doceo (= διδάσκω)
  • παντιέρα bandiera < banda (= σημαία, λάβαρο)
  • πασάρω passare (= διέρχομαι, περνώ)
  • πάσο passo (= βήμα, πέρασμα)
  • πατατράκ patatrac
  • πένα penna < λατινικό penna (= φτερό)
  • πέρλα perla
  • ποντάρω pontare
  • πόστο posto (= θέση, τόπος)
  • πούντα punta (= άκρη, κρυολόγημα, πλευρίτωμα)
  • ράτσα razza < αραβικό ra ’s (= κεφάλι, καταγωγή)
  • ρίσκο risco
  • σάλτο salto (= πήδημα) < λατινικό saltus (= άλμα) < salto (= πηδώ)
  • Σαντορίνη Santa Irene (= Αγία Ειρήνη)
  • σινιάλο segnale (= σήμα)
  • σκέτος schietto
  • σμπαράλια sbaraglio (= σκόρπισμα, άτακτη φυγή, καταστροφή)
  • σούσουρο sussuro (= ψίθυρος)
  • σπόντα sponda (= χείλος γέφυρας, παραπέτο)
  • στραπάτσο strapazzo (= κακή μεταχείριση)
  • σφαλιάρα sfagliaro
  • τάλε κουάλε tale quale (= περίπου όμοια)
  • τέζα tesa (= ένταση, τέντωμα)
  • τόμπολα tombola
  • τράπουλα trappola (= παγίδα, δόλος)
  • τσιγάρο cigaro < ισπανικό cigarro (λέξη ιθαγενών της Κούβας)
  • φιάσκο fiasco (= μπουκάλι, αποτυχία), λέξη γερμανικής προέλευσης
  • φιλτράρω filtrare (= διυλίζω) < filtro
  • φόντο fondo (= βάθος, πυθμένας) < λατινικό fundus
  • φόρμα forma < λατινικό forma (= μορφή, σχήμα)


ΕΙΚΟΝΕΣ: topnaz.com, webcomicms.net, lifo.gr, e-prosklitirio.gr, fotka.com, praktikospiti.gr, istoriatexnespolitismos.wordpress.com, u.osu.edu, nationalgeographic.co.uk, kefalonitis.com, stiridecluj.ro, bukalapak.com, casinobonus.rs, flickr.com

▼ Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα