Από τη Sweety
Μαθήτρια της έκτης τάξης
Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωί και ο Μήτσος κοιμόταν. Ξάφνου ξύπνησε και είδε όλα τα παιδάκια να τον κοιτάζουν. Απορημένος κοίταξε τον εαυτό του.
— Αμάν! Πάλι Καραγκιόζη με έκαναν, είπε ο Μήτσος γεμάτος νεύρα.
Ήταν που ήταν εκνευρισμένος έγινε ακόμα χειρότερα μόλις είδε ένα παιδάκι να πλησιάζει με χριστουγεννιάτικες μπάλες (για να τον στολίσει).
— Ρε φίλε! Δε σου φτάνουν τα ρεζιλίκια μου;
Το παιδάκι άρχισε να στολίζει τον Μήτσο.
— Ομορφάντρα μου!
— Άσε με να χαρείς! Δε θα πάω και στα καλλιστεία!
Όμως... κάτι σκέφτηκε ο Μήτσος.
— Είναι Χριστούγεννα, σκέφτηκε με ενθουσιασμό. Τα παιδιά με ντύνουν γιατί με νοιάζονται. Θέλουν να με ντύσουν για να μη με αφήσουν παραπονεμένο. Είμαι η χαρά των παιδιών αυτής της τάξης.
Και σκέφτοντας σκεπτόμενος αυτά τα πράγματα πήρε τα πάνω του.
Περίμενε, και περίμενε, μέχρι που πλησίασαν δύο παιδιά και τον θαύμαζαν.
Ο Μήτσος συγκινημένος δεν παρεξηγήθηκε ξανά ποτέ.
Χριστούγεννα