φίλος ο [fílos] - φίλη η [fíli]
(γενική πληθυντικού: φίλων)
α) Άτομο με το οποίο αναπτύσσει κάποιος μια (στενή) κοινωνική σχέση, η οποία βασίζεται στην αμοιβαία αγάπη, συμπάθεια, εκτίμηση:
β) Ειρωνικά: Άσπονδος φίλος.
γ) Μεταφορικά: Tο βιβλίο είναι ο καλύτερος φίλος.
δ) Υποκοριστικά: ο φιλαράκος, το φιλαράκι
(γενική πληθυντικού: φίλων)
- Στενός φίλος, αδελφικός φίλος, πιστός φίλος
- Επιστήθιος φίλος, καρδιακός φίλος
- Παιδικός φίλος, οικογενειακός φίλος
[αρχαία λέξη «φίλος», αρχαία λέξη «φίλη», φίλ(ος) -αράκος, -αράκι]
ΕΙΚΟΝΕΣ: quotes.greece@facebook (1), skepseissofwn@facebook (2-7,9-11), eleftherosou.kai.skepsou@facebook (8)