μόρφωση η [mórfosi] (χωρίς πληθυντικό)
α) Πνευματική και ψυχική καλλιέργεια:
β) Κατοχή γνώσεων:
- Άνθρωπος με μόρφωση, άνθρωπος χωρίς μόρφωση
- Tο επίπεδο μόρφωσης κάθε ανθρώπου ή λαού
- Bαθιά μόρφωση, πλατιά μόρφωση, επιφανειακή μόρφωση
- Γενική μόρφωση, επαγγελματική μόρφωση
- Φιλοσοφική μόρφωση, ιστορική μόρφωση, φιλολογική μόρφωση, καλλιτεχνική μόρφωση, κοινωνική μόρφωση
[λόγια λέξη < ελληνιστική λέξη «μόρφω(σις)» (= σχηματισμός) -ση, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική λέξη «Bildung»]
Σχολείο και εκπαίδευση
ΕΙΚΟΝΕΣ: politismos1@facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου