10 Δεκ 2021

Μόρφωση


μόρφωση η [mórfosi] (χωρίς πληθυντικό)

1. Πνευματική και ψυχική καλλιέργεια: άνθρωπος με μόρφωση, άνθρωπος χωρίς μόρφωση

2. Κατοχή γνώσεων: βαθιά μόρφωση, πλατιά μόρφωση, γενική μόρφωση, επιφανειακή μόρφωση

[λόγια λέξη < ελληνιστική λέξη «μόρφω(σις)» (= σχηματισμός) -ση, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική λέξη «Bildung»]




Σχολείο και εκπαίδευση
ΕΙΚΟΝΕΣ: politismos1@facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα