5 Νοε 2015

Κάθε αρχή και... εύκολη!

Πρώτα συνθετικά που χρειάζονται προσοχή


Οι σύνθετες λέξεις στολίζουν τη γλώσσα μας. Με τη βοήθειά τους εμπλουτίζουμε το λεξιλόγιό μας, «ταξιδεύουμε» στο παρελθόν και γινόμαστε καλύτεροι στην ορθογραφία! Λίγο είναι;

* Ο σκίουρος, για παράδειγμα, έχει τόσο μεγάλη και φουντωτή ουρά που του προσφέρει... σκιά. Ένοικος είναι εκείνος που μένει σε ένα σπίτι (εν + οίκος), ενώ ξενοδοχείο ονομάζεται το μέρος που δέχεται ξένους.

Οι κανόνες της σύνθεσης —και οι εξαιρέσεις τους— θα παρουσιαστούν άλλη φορά. Προς το παρόν ας παρατηρήσουμε τις μορφές (με κόκκινο χρώμα) που μπορούν να πάρουν μερικά «επικίνδυνα» πρώτα συνθετικά, όπως οι προθέσεις, οι αριθμοί και κάποιες άκλιτες λέξεις.

Πατήστε στην ενότητα που σας ενδιαφέρει:


αντί
  • αντι-κλείδι, αντί-παλος, αντ-αγωνίζομαι, αντ-⁠επιτίθεμαι, αντ-⁠ωνυμία
  • ανθ-έλληνας, ανθ-υγιεινός

από
  • απo-μακρύνω, απο-ρ-ρίμματα, απο-χυμωτής, απ-αθανατίζω, απ-⁠εικονίζω, απ-οσμητικό
  • αφ-αίμαξη, αφ-οπλισμός, αφ-υδάτωση

κατά
  • κατα-γράφω, κατά-καρδα, κατα-φέρνω, κάτ-⁠ασπρος, κατ-⁠εδαφίζω, κατ-έχω, κατ-⁠οικώ
  • καθ-ημερινός, καθ-ησυχάζω, καθ-οδηγώ

μετά
  • μετα-βάλλω, μετα-γλωττίζω, μετα-τοπίζω, μετ-αμφιέζομαι, μετ-ονομάζω, μετ-όπισθεν
  • μεθ-αύριο, μεθ-επόμενος, μέθ-οδος

παρά
  • παρα-βλέπω, παρα-δέχομαι, παρα-θερίζω, παρά-θυρο, παρα-⁠πόταμος, παρ-ακούω, παρ-⁠οξύτονος

προς
  • προσ-ανατολίζομαι, προσ-φέρω, προσ-⁠ωρινός


αμφί
  • αμφι-βάλλω, αμφί-βιος, αμφι-θέατρο, αμφι-⁠ταλαντεύομαι

ανά
  • ανα-γνωρίζω, ανα-κεφαλαιώνω, ανά-μεσα, αν-αγγέλλω, αν-⁠ήμερα, αν-ορθώνω

διά
  • δια-κόπτω, δια-νυκτερεύω, δια-τυμπανίζω, δι-αισθάνομαι, δι-⁠εθνής, δι-ευκολύνω, δι-όδια

εις
  • εισ-βάλλω, εισ-έρχομαι, εισ-πνέω

εκ
  • εκ-λέγω, εκ-πνέω, εκ-στρατεία, εκ-τοξεύω
  • εξ-αγοράζω, έξ-αλλος, εξ-ερευνώ, εξ-⁠ουδετερώνω

εν
  • έν-δοξος, εν-ήλικος, έν-στολος, εν-υδρείο
  • έγ-γαμος, έγ-καιρος, εγ-κέφαλος, έγ-χρωμος
  • έλ-λειψη, ελ-λιμενισμός, ελ-λιπής
  • εμ-βαθύνω, έμ-πειρος, εμ-πύρετος, εμ-⁠φύλιος
  • έρ-ρινος

επί
  • επί-γειος, επί-κεντρο, επι-κίνδυνος, επι-⁠μένω, επ-αληθεύω, επ-⁠εκτείνω, επ-⁠έτειος, επ-ώνυμο
  • εφ-έτος (φέτος), εφ-ημερίδα, έφ-ιππος, εφ-⁠όδια


περί
  • περι-κεφαλαία, περι-ορίζω, περι-τύλιγμα, περί-φημος

προ
  • προ-αισθάνομαι, προ-αύλιο, προ-βοσκίδα, πρό-ωρος

συν
  • συν-ένοχος, συν-οδεύω, σύν-τροφος, συν-⁠ώνυμος
  • συνε-παίρνω, συνε-φέρνω
  • συγ-γενής, συγ-γράφω, συγ-κατοικώ, συγ-⁠χρονίζω
  • συλ-λαμβάνω, συλ-λέγω, σύλ-λογος
  • συμ-μαζεύω, συμ-μετέχω, συμ-παίχτης, σύμ-⁠παν
  • σύρ-ραξη, συρ-ραπτικό, σύρ-ριζα
  • συσ-σίτιο, συσ-σωρευτής
  • συ-γυρίζω, συ-στεγάζομαι, συ-χωριανός

υπέρ
  • υπερ-άνθρωπος, υπερ-ασπίζω, υπέρ-βαρος, υπερ-ωρία

υπό
  • υπο-βαθμίζω, υπο-διοικητής, υπο-⁠κατάστημα, υπ-ακούω, υπ-⁠αρχηγός, υπ-⁠έδαφος, υπ-εύθυνος
  • υφ-ήλιος, υφ-υπουργός


πρώτος
  • πρωτο-βρόχια, πρωτο-μηνιά, πρωτό-τοκος, πρωτ-αγωνιστής, πρωτ-αρχικός
  • πρωθ-υπουργός

δύο
  • δί-γλωσσος, δι-ήμερο, δι-πρόσωπος, δί-⁠χρωμος, δι-ώροφος
  • δισ-έγγονος, δισ-εκατομμύριο

τρία
  • τρί-μηνο, τρι-φύλλι, τρι-ώροφος
  • τρισ-άθλιος, τρισ-εκατομμύριο, τρισ-⁠ευτυχισμένος

τέσσερα
  • τετρά-γωνος, τετρα-κέφαλος, τετρα-ψήφιος, τετρά-ωρο

πέντε
  • πεντά-γραμμο, πεντα-κάθαρος, πεντα-μελής
  • πενθ-ήμερος

δεκαπέντε
  • δεκαπεντά-λεπτο, δεκαπεντ-αύγουστος
  • δεκαπενθ-ήμερο

είκοσι
  • εικοσα-ήμερο, εικοσά-λεπτο

εκατό
  • εκατο-μ-μύριο, εκατό-χρονος
  • εκατοντα-ετής, εκατόντ-αρχος


ο πας, η πάσα, το παν (γενική: παντός)
  • Παν-αγία, παν-άκριβος, παν-άρχαιος, πάν-⁠οπλος, παν-ούργος
  • παντο-γνώστης, παντο-δύναμος, παντο-μίμα
  • παγ-κόσμιος, παγ-κύπριος
  • παλ-λαϊκός
  • παμ-πάλαιος, παμ-πόνηρος, παμ-φάγος, πάμ-⁠φθηνος
  • πασί-γνωστος



α- στερητικό
  • α-βάσταχτος, α-μνησία, α-σήμαντος, ά-τυχος, α-χόρταγος
  • αν-άγωγος, αν-ακριβής, αν-επίσημος, αν-⁠ώνυμος
  • ανα-βροχιά, ανα-δουλειά
  • ανέ-μελος, ανε-πρόκοπος
  • ανή-μπορος, ανή-ξερος

ξε-
  • ξε-γελώ, ξε-καρδίζομαι, ξε-μουδιάζω, ξε-⁠στομίζω, ξ-ακουστός, ξ-αλαφρώνω, ξ-⁠ημερώνει


αεί (= πάντοτε)
  • αει-θαλής, αει-κίνητος, αεί-μνηστος

δίχα (= χωριστά, διαφορετικά)
  • διχο-γνωμία, διχό-νοια, διχο-τομώ

δυσ- (= κακός ή δύσκολος)
  • δυσ-ανάγνωστος, δυσ-άρεστος, δυσ-κίνητος, δύσ-χρηστος

ευ (= καλός ή εύκολος)
  • ευ-αίσθητος, ευ-κίνητος, ευ-λύγιστος, ευ-⁠νόητος, εύ-πιστος, εύ-χρηστος

ομού (= μαζί, ταυτόχρονα)
  • ομο-γενής, ομό-ηχος, ομο-ϊδεάτης, ομό-⁠φωνος, ομ-ήγυρη, ομ-⁠ώνυμος

τήλε (= μακριά)
  • τηλε-θέαση, τηλε-όραση, τηλε-παιχνίδι, τηλέ-φωνο, τηλε-⁠χειριστήριο, τηλ-⁠εκπαίδευση, τηλ-επικοινωνία
  • τέλε-φαξ, τελε-φερίκ


ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη (1997)
ΕΙΚΟΝΕΣ: podilato98.blogspot.com

4 σχόλια:

maranda είπε...

Νομίζω χιόνουρος θα ήταν η κατάλληλη σύνθετη λέξη .:))

δάσκαλος98 είπε...

Τι όμορφος! Σήμερα, με τα χιόνια σας, είμαι σε χειμωνιάτικη διάθεση και ο χιόνουρος ήταν ό,τι έπρεπε! :))

maranda είπε...

Δυστυχώς, τα χιόνια στην Κομοτηνή κρατάνε συνήθως μόνο μια μέρα!:(
Ξανά στη ρουτίνα από αύριο. Όσο χαρήκαμε,χαρήκαμε...

δάσκαλος98 είπε...

Κρίμα. Επιστροφή στους σκίουρους λοιπόν... :))

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα