15 Ιαν 2013

Θες να πάρεις μέρος;

Του Σάκη Σερέφα (διασκευή)
Συγγραφέας



Θυμάσαι πώς ήταν τα πράγματα τότε που δεν ήξερες ανάγνωση; Κάποιος άλλος σου διάβαζε βιβλία. Μερικές από τις ιστορίες όμως ήταν βαρετές. Συχνά, μάλιστα, δε σου διάβαζαν όποια ώρα ήθελες εσύ είτε γιατί έλειπαν από το σπίτι, είτε γιατί ήταν κουρασμένοι, είτε γιατί έβλεπαν τηλεόραση, είτε γιατί καβγάδιζαν, είτε γιατί μαγείρευαν.

Στη συνέχεια, από την πρώτη τάξη, μπορούσες να διαβάζεις όποια ώρα ήθελες εσύ. Άρχισες να διαλέγεις μονάχος τα βιβλία σου. Τότε όμως άρχισαν τα προβλήματα.

Ποια προβλήματα;

Μερικά από τα βιβλία που θέλεις να διαβάσεις δε θέλουν εκείνοι να τα διαβάσεις. «Αυτό δεν είναι για την ηλικία σου», ακούς να σου λένε, ή «Αυτό έχει πολλές εικόνες» ή «Αυτό έχει εξωγήινα τέρατα». Όμως κι εκείνοι δεν ακούν αυτό που εσύ λες από μέσα σου: «Μα εμένα αυτό μου αρέσει να διαβάσω!».

Μερικές ακόμη εφιαλτικές φράσεις που μπορεί να ακούς είναι: «Πήγαινε στο δωμάτιό σου τιμωρία να διαβάσεις δέκα σελίδες» ή «Ο ξάδερφός σου ο Κωστάκης μέσα στο καλοκαίρι διάβασε δεκαπέντε βιβλία κι εσύ μόνο πέντε!» ή «Πες μου τι κατάλαβες από το βιβλίο που διάβασες» ή «Σου αρέσει δε σου αρέσει θα το διαβάσεις μέχρι το τέλος, τόσα λεφτά δώσαμε για να το αγοράσουμε!»...

«Μα κι εκείνοι δε φεύγουν στη μέση μιας ταινίας στο σινεμά άμα δεν τους αρέσει;» ίσως αναρωτιέσαι μέσα σου, όμως καλύτερα να μην τους το πεις. Είσαι σίγουρος ότι αντέχεις να ακούσεις για άλλη μια φορά την απάντηση «Άλλο εγώ. Εγώ είμαι μεγάλος!»;

Ακούς από γονείς, συγγενείς και δασκάλους να σου λένε πόσο ωφέλιμα είναι τα βιβλία. Και προσπαθούν να σου το εξηγήσουν με επιχειρήματα.

Εγώ ένα πράγμα έχω να σου πω:

Κοίταξε καλά γύρω σου. Σε όλο τον πλανήτη Γη υπάρχουν εκατομμύρια αναγνώστες βιβλίων. Ας πούμε ότι είναι χίλια εκατομμύρια, δηλαδή ένα δισεκατομμύριο αναγνώστες. Κι ας πούμε ότι ο καθένας τους διαβάζει από μια ώρα την ημέρα. Μέσα στο βαγόνι του μετρό που τώρα τρέχει υπογείως κάτω από τα πόδια σου, στο πάρκο όπου σε πηγαίνουν βόλτα οι γονείς σου τις Κυριακές, στο αεροπλάνο που τώρα πετάει στον ουρανό πάνω από το κεφάλι σου, στο καράβι με το οποίο ταξίδεψες πέρυσι το καλοκαίρι για τα νησιά, στο κρεβάτι του νοσοκομείου που προσπερνάς καθημερινά για να πας στο σχολείο σου, ανάσκελα στον καναπέ μέσα στα σπίτια γύρω σου.

Σκύψε πάνω από τους αναγνώστες. Παρατήρησε το πρόσωπό τους καθώς διαβάζουν, όλοι μαζί, επί χίλια εκατομμύρια ώρες καθημερινά. Νιώσε πώς κρατούν την ανάσα τους, δες τα μάτια τους πώς κοιτούν επίμονα τη σελίδα, άκου μέσα στον εγκέφαλό τους το πάρτι που γίνεται.

Θέλεις να πάρεις κι εσύ μέρος σ’ αυτό;




ΕΙΚΟΝΕΣ: welltrainedhomeschool.blogspot.com, lasoothemoon.blogspot.com

14 Ιαν 2013

Η ζωή του αναγνώστη

Της Σώτης Τριανταφύλλου
Συγγραφέας



Σας γράφω αυτό το γράμμα για να σας πω δυο τρία πραγματάκια που έμαθα και που με έκαναν εκστατικά ευτυχισμένη. Σήμερα είμαι πολύ μεγάλη σε ηλικία —να φανταστείτε ότι ήμουν δέκα χρονών τον περασμένο αιώνα! Λοιπόν ακούστε:

Μερικοί άνθρωποι γίνονται ευτυχισμένοι κάνοντας εκδρομές και παίζοντας παιχνίδια, ενώ άλλοι χαίρονται με αγκαλίτσες και φιλάκια, με χορούς και με τραγούδια. Υπάρχουν αρκετοί που τους αρέσουν τα ωραία αντικείμενα. Όλα αυτά είναι σούπερ. Ωστόσο, αν πάρω παράδειγμα τον εαυτό μου, τίποτα δε μ’ αρέσει περισσότερο απ’ το να διαβάζω βιβλία. Όχι επειδή είμαι σπασίκλας και φύτουλας και όλ’ αυτά, αν και μπορείς να το πεις κι αυτό. Τα βιβλία είναι σαν ταξίδια και σαν παιχνίδια: διαβάζοντας πετάμε με μεγάλες φτερούγες σε τόπους μακρινούς, εξερευνάμε τις ζωές άλλων ανθρώπων, νιώθουμε αγαπούλες, συγκινήσεις· μέσα στις σελίδες βρίσκουμε εμπειρίες που μοιάζουν με τις δικές μας ή, ακόμα καλύτερα, δε μοιάζουν με τις δικές μας —είναι πιο καταπληκτικές! Θυμάμαι πως όταν διάβασα την ιστορία του Ροβινσώνα Κρούσου ένιωσα ανακούφιση: αν ναυαγούσα σε έρημο νησί, όχι μόνο θα επιζούσα αλλά θα περνούσα τέλεια.

Τα βιβλία καθησύχασαν τους φόβους μου. Κατάλαβα ότι η ζωή είναι μια περιπέτεια κι ότι ποτέ δε θα βαδίσω μόνη —τα βιβλία θα με συνοδεύουν σαν ζωντανά πλάσματα, θα με παρηγορούν και θα χαϊδεύουν την ψυχή μου. Τώρα που σας γράφω θυμάμαι ότι συχνά η ψυχή μου ήταν ταραγμένη: είχα ένα σωρό προβλήματα στο σχολείο και στο σπίτι· ένιωθα αγωνία και μια νύχτα νομίζω πως είδα φάντασμα.



Όμως θυμάμαι επίσης πως, όταν ήμουν παιδί σαν εσάς, η καλύτερη ώρα της μέρας ήταν όταν διάβαζα τα βιβλία που τότε ονομάζαμε «εξωσχολικά». Τα εξωσχολικά ήταν πιο αστεία και πιο συγκινητικά από τα σχολικά, πράγμα φυσικό εφόσον το βιβλίο της γραμματικής δεν είναι αστείο και συγκινητικό. Ωστόσο, αν είμαστε τυχεροί κι έχουμε συμπαθητικούς και γλυκούληδες δασκάλους, η γραμματική, η αριθμητική, η ιστορία, η φυσική είναι κι αυτές σχεδόν αριστούργημα.

Επιστρέφω όμως στα μυθιστορήματα, στα διηγήματα, στους μύθους. Η χαρά της ανάγνωσης ήταν κάπου κάπου στενοχώρια. Τι παράξενο, ε; Μερικές φορές οι ιστορίες ήταν λυπητερές, στα παραμύθια οι ήρωες περνούσαν τα πάνδεινα: ένα κοριτσάκι που πουλούσε σπίρτα πάγωσε μέσα στο χιόνι, ένα αγοράκι χάθηκε στο άγριο δάσος... Παρότι έκλαιγα γοερά, ήμουν ευχαριστημένη: ένιωθα «κάτι». Θέλω να πω, δεν μπορούμε να χαμογελάμε διαρκώς. Οι άνθρωποι γίνονται σοφότεροι νιώθοντας κάπου κάπου λύπη, οίκτο, αγανάκτηση. Κυρίως, όμως, γίνονται εκστατικά ευτυχισμένοι: Δοκιμάστε να ζήσετε τη ζωή του αναγνώστη και θα με θυμηθείτε!


ΕΙΚΟΝΑ: crazygallery.info.leechlink.net

Ο φίλος που… τρώγεται!

Της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου
Συγγραφέας



Θέλω να σου μιλήσω για έναν φίλο που... τρώγεται! Έναν φίλο που, όσο παράξενο κι αν σου φανεί, τον λένε βιβλίο. «Αυτός είναι σωστός βιβλιοφάγος» δε λέμε για όποιον διαβάζει πολλά βιβλία; Ε, γι’ αυτό λέω πως «τρώγεται» ο φίλος αυτός.

Σκέφτομαι λοιπόν πως η λέξη «βιβλιοφάγος» φανερώνει πολλά: Τρώει κανείς όταν πεινάει. Όταν «τρώει» βιβλία, σημαίνει πως θέλει να χορτάσει το πνεύμα του. Οι δυο αυτές πείνες, η σωματική και η πνευματική, βρίσκω πως μοιάζουν αρκετά. Ας δούμε γιατί:

Όταν αρρωσταίνουμε ή είμαστε λυπημένοι, μπορεί να μην έχουμε όρεξη να φάμε. Τούτη η ανορεξιά είναι παροδική. Μόλις περάσει αυτό που την προκαλεί, η όρεξη επανέρχεται. Ή μπορεί να μη θέλουμε να φάμε γιατί δε μας αρέσει το φαγητό. Κάποιο άλλο όμως, που το προτιμάμε, το τρώμε με ευχαρίστηση. Έτσι συμβαίνει και με την τροφή του μυαλού. Είναι φορές που νιώθουμε κουρασμένοι και δεν έχουμε όρεξη να διαβάσουμε. Ή είμαστε υποχρεωμένοι να διαβάσουμε κάτι που δε μας ενδιαφέρει πολύ. Μόλις όμως η κόπωση περάσει ή βρούμε κάποιο βιβλίο που μας αρέσει, αρχίζουμε το διάβασμα.

Ας δούμε τώρα μια διαφορά ανάμεσα στις δύο πείνες: Όταν γεμίσει το στομάχι μας, δεν πεινάμε πια. Το πνεύμα μας όμως είναι αχόρταγο! Όσο του δίνουμε τροφή, τόσο περισσότερο πεινάει, τόσο περισσότερα βιβλία θέλει.

Και δεν έχει άδικο! Τα βιβλία μάς μαθαίνουν χίλια πράγματα για τον κόσμο, τους άλλους, τον ίδιο μας τον εαυτό. Συχνά μας φανερώνουν ότι και οι άλλοι νιώθουν όπως εμείς, έχουν τις ίδιες χαρές ή τις ίδιες στενοχώριες, αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα, αλλά καταφέρνουν τελικά να τα ξεπεράσουν. Κι αυτό μας δίνει κουράγιο.

Άλλοτε πάλι μας δείχνουν ότι υπάρχουν ή υπήρξαν άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί από μας. Μαθαίνουμε τα αισθήματα και τις σκέψεις τους, σ’ όποιο τόπο κι αν βρίσκονται, όποια εποχή και αν έζησαν. Ταυτιζόμαστε μαζί τους. Κι αυτό μας συναρπάζει, μας δίνει την αίσθηση ότι ζούμε πολλές ζωές, πλουτίζει τις εμπειρίες μας.



Κάθε βιβλίο που φτάνει στα χέρια μας είναι φίλος γενναιόδωρος, πιστός και πολύ βολικός! Ποτέ δε ζητάει κάτι, ενώ εκείνος πάντα μας δίνει ό,τι έχει, όποτε το ζητήσουμε. Αν δεν τον θέλουμε, περιμένει στο ράφι υπομονετικά. Αν τον καλέσουμε, έρχεται αμέσως. Κι είναι τόσο μικρός που χωράει στη σάκα μας ή στη βαλίτσα μας όταν πάμε ταξίδι.

Όταν λοιπόν σου χαρίσουν ή σου δανείσουν ένα βιβλίο, υποδέξου το σαν φίλο πολύτιμο που δε θα σ’ εγκαταλείψει ποτέ· έναν μόνιμο σύντροφο-τροφή για τους «βιβλιοφάγους» χωρίς ημερομηνία λήξης!

Με αγάπη


ΕΙΚΟΝΑ: leftayparxoungr.blogspot.com

13 Ιαν 2013

Μια αναπάντεχη συνάντηση

Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου
Συγγραφέας



Σας γράφω γιατί σήμερα είχα μια αναπάντεχη συνάντηση.

Όπως γύριζα στο σπίτι άκουσα ένα κλάμα. Κοίταξα γύρω μου. Δεν είδα κανέναν. Όμως το κλάμα συνεχιζόταν γοερό. Κοίταξα πάλι και τότε είδα ένα βιβλίο πεσμένο στην άκρη του πεζοδρομίου. Αυτό ήταν που έκλαιγε.

Το πήρα στα χέρια μου και το ρώτησα:

— Γιατί κλαις;

— Όπως έπεσα κάποιες σελίδες μου τσακίστηκαν. Πόνεσα. Ευτυχώς δε σκίστηκαν.

— Πώς βρέθηκες εδώ; Σε πέταξαν;

— Δε θυμάμαι. Πήγαινα με τον φίλο μου, έναν μικρό αναγνώστη, στο σπίτι του.

— Σε είχε αγοράσει από βιβλιοπωλείο ή σε είχε δανειστεί από βιβλιοθήκη;

— Δε θυμάμαι σου λέω. Κι ήθελα τόσο να απολαύσει την ανάγνωσή μου!

— Πώς ξέρεις ότι θα απολάμβανε;

— Είμαι συναρπαστικό βιβλίο εγώ. Υπάρχει παιδί που δε θέλει, παρέα με υπέροχους φίλους, να ταξιδεύει πέρα από τα σύνορα του τόπου και του χρόνου;

— Αυτό θα τον βοηθούσε να καταλάβει τον κόσμο αλλά και τον εαυτό του!

— Εσύ, για να το ξέρεις αυτό, είσαι σίγουρα βιβλιόφιλος!

Του απάντησα πως μου αρέσει πολύ να διαβάζω αλλά και να γράφω βιβλία!

— Τι τυχερό που είμαι, φώναξε. Με βρήκε ένας συγγραφέας! Εσύ μπορείς να παρακαλέσεις τον Πήτερ Παν ή τον Μικρό Πρίγκιπα να πετάξουν και να βρουν τον φίλο μου;

— Ξέρεις, αυτοί είναι λογοτεχνικοί ήρωες! Γεννήθηκαν στο μυαλό ενός συγγραφέα και ζουν μέσα σε βιβλία όπως εσύ!

— Αλήθεια; Έχω κι εγώ έναν ήρωα άξιο ν’ αγαπηθεί. Ο ήρωάς μου ταξιδεύει στο παρελθόν μέσα από έναν υπολογιστή. Και στη σελίδα 88...

— Τι γίνεται στη σελίδα 88;

— Πήγαινε να διαβάσεις. Ό,τι καταλάβεις, αυτό γίνεται! Ο αναγνώστης δίνει νόημα στο κείμενο.

— Άλλωστε αυτός σε διαλέγει ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα βιβλία...

Τι ήθελα να το πω. Του θύμισα τον μικρό αναγνώστη που το είχε διαλέξει κι έβαλε πάλι τα κλάματα, γιατί δεν πρόλαβε να δημιουργήσει μια σχέση μαζί του.

— Τι σχέση;

— Απ’ όλα τα βιβλία που διαβάζει κάποιος, μερικά τα ξεχωρίζει. Τα διαβάζει ξανά και ξανά. Δεν τ’ αποχωρίζεται ποτέ. Είναι αυτά που έχουν αγγίζει την ψυχή του. Που τον έχουν λίγο αλλάξει. Τέτοιο ήθελα να γίνω γι’ αυτόν...



Εκείνη την ώρα είδα ένα παιδί να έρχεται σιγά σιγά με το ποδήλατό του κοιτώντας σαν να ψάχνει κάτι. Μόλις με παρατήρησε έτρεξε κοντά μου.

— Είναι δικό μου το βιβλίο που κρατάτε, μου είπε.

— Χαίρομαι που γύρισες να το πάρεις. Το είχες πετάξει;

— Ακόμη κι αν έπρεπε να πετάξω όλα τα βιβλία από την τσάντα μου, αυτό ποτέ!

Έφυγε κρατώντας το στην αγκαλιά του. Κι εγώ έμεινα να τους κοιτάω και να σκέφτομαι πως αυτή η συνάντησή μου με το βιβλίο δε θα έχει νόημα αν δεν τη μοιραστώ μαζί σας...

Καλές Αναγνώσεις!


ΕΙΚΟΝΑ: adlibbing.org

Σκίτσα σε φωτογραφίες

Ο καλλιτέχνης Ben Heine ζει στο Βέλγιο και θέλει να μας κάνει να ονειρευόμαστε και να ξεχνάμε τα καθημερινά μας προβλήματα. Το 2010 ξεκίνησε τη σειρά «Pencil vs Camera», όπου συνδυάζει το σκίτσο με τη φωτογραφία δημιουργώντας ιδιαίτερα πρωτότυπες και ποιητικές εικόνες.
















Απροσδόκητα
ΕΙΚΟΝΕΣ: benheine.com

Η προσφυγική ιστορία του παππού μου

Η ιστορία του παππού μου Δημήτρη που έφυγε πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία

Από την Unagirl
Μαθήτρια της έκτης τάξης

ΕΓΙΔΙΡ ΠΙΣΙΔΙΑΣ (ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ)

Η λίμνη Εγιδίρ είχε αρκετά σπίτια γύρω της. Εκεί ζούσαν Έλληνες και Τούρκοι μαζί, χωρίς προβλήματα. Όταν όμως άρχισαν οι φασαρίες, οι Τσέτες (Τούρκοι τρομοκράτες) τρομοκρατούσαν τους Έλληνες. Έμπαιναν σε σπίτια και έκλεβαν τα χρυσαφικά της οικογένειας. Ο προπροπάππος (ο μπαμπάς της μητέρας του παππού μου) ήταν χρυσοχόος και η οικογένεια είχε πολλά και πολύτιμα οικογενειακά κοσμήματα. Οι Τσέτες όταν είδαν την αδελφή της προγιαγιάς, τη χτύπησαν με μαχαίρι για να πάρουν τα χρυσαφικά. Εκείνη την περίοδο μάζευαν τους άντρες και τους κράταγαν αιχμαλώτους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι μεγάλης κυρίως ηλικίας γυναίκες να αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν. Και οι θάνατοι πολλαπλασιάζονταν.

Στο μεταξύ, το κακό γινόταν όλο και μεγαλύτερο. Ένας Τούρκος γείτονας της οικογένειας, που μάθαινε τις εξελίξεις, τους ζήτησε να πάρει τα παιδιά (ο παππούς μου ήταν μόλις ενός έτους), να τα φορτώσει σε ένα κάρο και να τα πάει στο λιμάνι, απ’ όπου θα φεύγανε. Τους εξήγησε πως επειδή ήταν Τούρκος δε θα του έκαναν κανέναν έλεγχο και πως υπήρχε ένα δύσκολο σημείο της διαδρομής, όπου οι Τσέτες θα έσφαζαν όλους τους πρόσφυγες. Επειδή ήταν άνθρωπος που εμπιστεύονταν, του άφησαν τα παιδιά και η προγιαγιά μου (μητέρα του παππού), του έδωσε αρκετά χρυσαφικά για να τον ευχαριστήσει, αλλά και να εξασφαλίσει την ασφάλεια των παιδιών.

Ο δρόμος ήταν όντως πολύ δύσκολος. Επτά ημέρες περπάτημα. Σε αυτή την επικίνδυνη διαδρομή, οι Τσέτες χτυπούσαν τις γυναίκες και αναποδογύριζαν τα κάρα με τα μωρά. Οι νεαρές σε ηλικία κοπέλες, μουτζούρωναν τα πρόσωπά τους για να τις περνάνε για Τουρκάλες. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, η προγιαγιά έδωσε όλα τα χρυσαφικά της για να γλιτώσει τα παιδιά και την οικογένεια.

Όταν έφτασαν στο λιμάνι, κατάφερε όλη η οικογένεια μαζί με τα παιδιά να μπει σε μια βάρκα. Όμως πάνω στη βιασύνη τους, έπεσαν στη θάλασσα όλες οι προμήθειες. Από εκεί τους πήγαν στη Νάξο. Εκεί φιλοξενήθηκαν σε εκκλησίες και η προγιαγιά πούλησε όλα τα οικογενειακά της κειμήλια που είχε μαζί, κυριολεκτικά για μια μπουκιά ψωμί.

Έπειτα τους έφεραν στον Πειραιά. Οι ντόπιοι ήταν πολύ απάνθρωποι απέναντί τους. Οι Μανιάτες τους πετροβολούσαν. Η προγιαγιά αναγκάστηκε να φτιάχνει χαλιά για να ζήσουν. Ακόμα και μετά από χρόνια, ο παππούς προσπάθησε να βρει δουλειά σε ένα εργοστάσιο και δεν τον προσλάμβαναν εξαιτίας της καταγωγής του. Πέθανε δε, με τον καημό πως η ταυτότητά του έγραφε ως τόπο γέννησης «Εγιδίρ Τουρκίας».

* Την ιστορία διηγήθηκε η αδερφή του παππού, Καλλινίκη.

Ιστορία

11 Ιαν 2013

10.000 χρόνια στην υπηρεσία του ανθρώπου

Αναλύσεις DNA έχουν δείξει ότι τα πρώτα οικόσιτα ζώα εξημερώθηκαν γύρω στο 8000 π.Χ.

Σύμφωνα με όσα έχουν ανακαλύψει οι επιστήμονες, τα πρώτα οικόσιτα ζώα που εξημερώνονται είναι η κατσίκα και το πρόβατο. Αυτό συμβαίνει περίπου το 8000 π.Χ. στη Μέση Ανατολή (ΝΔ Ασία).

Μια χιλιετία αργότερα, γύρω στο 7000 π.Χ., εξημερώνονται στην ίδια περιοχή ο χοίρος και η αγελάδα.

Χίλια χρόνια αργότερα εξημερώνεται η κότα. Αυτό συμβαίνει στην άλλη άκρη της Ασίας, στην Ταϊλάνδη (ΝΑ Ασία).



Δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα, γύρω στο 4000 π.Χ., η ματιά μας στρέφεται σε δύο άλλες ηπείρους: την Ευρώπη και την Αμερική. Στην Ουκρανία εξημερώνεται το άλογο και στο Περού της Νότιας Αμερικής το λάμα. Εκεί δίπλα, κοντά στη λίμνη Τιτικάκα, εξημερώνεται και το αλπακά.

Ύστερα από χίλια χρόνια, το 3000 π.Χ., επιστρέφουμε στην Ασία, αλλά στο προσκήνιο μπαίνει και η Αφρική: Στην Κεντρική Ασία εξημερώνεται το γιακ, ενώ πιο κοντά μας, στη ΒΑ Αφρική, ο γάιδαρος.

Τους επόμενους αιώνες οι Ασιάτες έχουν πολλή «δουλειά». Οι ανάγκες τους τους οδηγούν στην εξημέρωση και άλλων ζώων. Στο Τουρκμενιστάν της Κεντρικής Ασίας εξημερώνεται η καμήλα (2500 π.Χ. περίπου), ενώ πέντε αιώνες αργότερα έρχεται η σειρά της δρομάδας (Άμπου Ντάμπι) και του νεροβούβαλου (Κίνα).

Τέλος, μετά από 3.000 χρόνια, εξημερώνεται ο τάρανδος. Αυτό γίνεται το 1000 μ.Χ., μάλλον στη Σιβηρία (βόρεια Ασία).


Ζώα
ΕΙΚΟΝΑ: exeldim.site40.net (από το περιοδικό «Science Illustrated», Νοέμβριος 2006)

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα: