Έναν καιρό και μια φορά,
μπορεί τώρα ή παλιά,
μια μαϊμουδίτσα καλλονή
—με μουσούδα γελαστή
και μωβρόζ μακρύ μαλλί,
μάτια μαύρα, ανθρακί,
μάγουλα σαν μαρμελάδα,
πρόσωπο όλο φρεσκάδα—
μεταναστεύει στην Ελλάδα!
Σαν μαγνήτης μες στο πλοίο
μάγειρα σε μαγειρείο
τον μαγεύει τον καημένο.
Άρωμα μοσχοβολάει,
την ηρεμία του χαλάει.
Τα ματόφυλλά του παίζει
και τα πάντα της προσφέρει.
Μακαρόνια, μανιτάρια,
μύδια με μαργαριτάρια.
Μεζεδάκια, μαριδάκι
και καρδιά από μαρουλάκι.
Μελομακάρονα μελώνει,
η καρδιά μαζί τους λιώνει!
Μάλαμα μες στο πανέρι,
γονατιστός ζητά το χέρι.
Μουσικό εκείνη θέλει,
μελωδία σαν το μέλι!
Μπόρα μελαγχολικιά
τον χτυπάει στην καρδιά.
Με μεταξωτό μαντίλι
σταματάει την οδύνη.
Μασκαρεύεται κι αυτός,
ντύνεται σαν μουσικός.
Με γυαλιστερό σκαρπίνι
και στο πέτο μανταρίνι.
Ως μαέστρος μανιακός
μεγαλούργησε ο φτωχός!
Με μαγνητόφωνο μαζί
ανεβαίνει στη σκηνή.
Την μπαγκέτα του κινεί,
μελωδικά τη συγκινεί.
Με ρυθμό τον χαιρετάει,
τη μασέλα της κτυπάει.
Η μπαταρία του τελειώνει,
το μικρόφωνο παγώνει·
μελανιάζει, μετανιώνει!
— Μμμμμ!
Μούσκεμα τα ’κανε… σαλάτα,
του πετάει αβγά μελάτα!
Εμπρός! Μαρς! Μεταβολή!
Την αλλάζει τη στολή.
Τη μαϊμού θα κατακτήσει·
ως μάγος θα μεγαλουργήσει!
Με μπότες μπλε μελιτζανί,
κάπα χρώμα μπανανί,
μάσκα στα μάτια του μικρή
και μαγκούρα μακρουλή
κόσμο μαζεύει στη στιγμή!
— Μμμμμμ!
Το μικρόφωνο αρπάζει,
γέλιο γύρω του μοιράζει.
Μύγα τσιμπάει τη μαϊμού,
μούρλα την πιάνει του μυαλού.
Παίρνει μπουκάλι με μπογιά
και για τη σκηνή τραβά.
Το μυστικό της μαρτυρά:
— Μάλαμα είσαι παιδί,
σ’ αγαπώ κι εγώ πολύ!
Στο μάγουλο του σκάει φιλί.
Έναν καιρό και μια φορά,
μπορεί τώρα ή παλιά,
ναύτης σε θαλαμηγό
θρύλο γράφει θαυμαστό!
Βαθιές βροντές στον ουρανό!
Θύελλα στον ωκεανό!
Έγιν’ η θάλασσα θεριό,
λυσσομανάει με θυμό!
Το θέαμα τρομακτικό
σαν θρίλερ αστυνομικό.
Φάλαινα όμοια θωρηκτό,
τέρας αυτή θηλαστικό,
πέφτει στη θαλαμηγό!
Τη βυθίζει στο λεπτό!
Το θέαμα τρομακτικό!
Σε θεοσκότεινα νερά
πολλά τα θύματα· θνητά.
Ο Θανάσης Θλιβερός
—από τη Θάσο ναυτικός—
θαλασσόλυκος γερός,
θαρραλέος, θαρρετός,
θαλασσοπνίγεται κι αυτός!
Μ’ αυτοθυσία ζηλευτή
ο Θανάσης προσπαθεί
να βοηθήσει όσο μπορεί.
Μέλλον θυσιάζει και ζωή,
για τον συνάνθρωπο μοχθεί.
Σωσίβια θώρακες πετάει,
μες στη θάλασσα βουτάει.
Σε θολά νερά σαλεύει,
ξεθεώνεται, παλεύει,
τον βυθό τον αποφεύγει.
Γύρω θαλασσοταραχή,
θεόρατοι κυματισμοί!
Ανεμοθύελλα θυμίζει
μ’ ένα κρύο που θερίζει!
Το βλέμμα ρίχνει στον Θεό
με παράκληση εν θερμώ.
Θαύμα από τον ουρανό
ξεθαρρεύει τον καιρό.
Ο αέρας ξεθυμαίνει
και η θάλασσα σωπαίνει.
Σωτηρία μεθοδεύει,
θερμοσίφωνα ιππεύει!
Πάνω του φθάνει στη στεριά,
σε θαυμαστή ακρογιαλιά!
Θέρετρο είναι θερινό·
νησί αμφιθεατρικό.
Θαμμένος στην ακρογιαλιά
επιθυμεί μια αγκαλιά
να θερμάνει την καρδιά.
Θεονήστικος πεινάει,
κάθε μέρα που περνάει
θαρρείς τον πιάνει μία ζάλη,
μέρα δε θα έρθει άλλη.
Θα χαθεί κάθε ελπίδα,
πάνω του ούτε θερμίδα!
Ο Θανάσης Θλιβερός,
θαλασσοπόρος φοβερός,
θύμα νιώθει ο φτωχός.
Νησί με θέα θαυμαστή,
θερμά παιδιά φιλοξενεί.
Θαυμάσιες κάνουν διακοπές,
χαρούμενες και θρεπτικές.
Παιχνίδι παίζουν θαυμαστό,
τον χαμένο θησαυρό!
Σ’ έναν θάμνο από θυμάρι
η Θοδώρα με καμάρι
ξεθάβει έναν θησαυρό.
Θόρυβο ακούει καθαρό·
θερμόαιμο ένα μουγκρητό!
— Χρειάζεται εδώ θαυματοποιός,
μάγος και θαυματουργός!
Τα παιδιά θρόνο του φέρνουν,
θεατές δεν παραμένουν.
Με θερμοφόρα τον θερμαίνουν,
φαΐ σε θερμός του πηγαίνουν.
Θλίψη τον έπιασε μεγάλη,
απ’ το φαΐ έγινε θρεφτάρι!
Θαλασσόνερο στ’ αφτί
μέσα του θα ’χει πολύ.
Ο Θάνος δεν ακούει γρι!
Να μιλήσει προσπαθεί·
δεν μπορεί να πει το θι
ούτε και να θυμηθεί…
Τα θεόκουφα αφτιά
θα γίνουν γρήγορα καλά.
Με σύστημα μεθοδικό
και τρόπο θεαματικό,
καθαρά υδραυλικό!
Μέθοδο θαυματουργή,
για να μπορεί να πει το θθθι!
Θόρυβο ακούει δυνατό.
Πόνο νιώθει και θυμό,
αμέσως γίνεται θεριό,
θυμάται τη θαλαμηγό!
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΕΙΚΟΝΑ: Ένα Γράμμα Μια Ιστορία