11 Ιαν 2012

Τα Χριστούγεννα του Μήτσου

Από τη Sweety
Μαθήτρια της έκτης τάξης

Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωί και ο Μήτσος κοιμόταν. Ξάφνου ξύπνησε και είδε όλα τα παιδάκια να τον κοιτάζουν. Απορημένος κοίταξε τον εαυτό του.
— Αμάν! Πάλι Καραγκιόζη με έκαναν, είπε ο Μήτσος γεμάτος νεύρα.



Ήταν που ήταν εκνευρισμένος έγινε ακόμα χειρότερα μόλις είδε ένα παιδάκι να πλησιάζει με χριστουγεννιάτικες μπάλες (για να τον στολίσει).
— Ρε φίλε! Δε σου φτάνουν τα ρεζιλίκια μου;

Το παιδάκι άρχισε να στολίζει τον Μήτσο.
— Ομορφάντρα μου!
— Άσε με να χαρείς! Δε θα πάω και στα καλλιστεία!





Όμως... κάτι σκέφτηκε ο Μήτσος.
— Είναι Χριστούγεννα, σκέφτηκε με ενθουσιασμό. Τα παιδιά με ντύνουν γιατί με νοιάζονται. Θέλουν να με ντύσουν για να μη με αφήσουν παραπονεμένο. Είμαι η χαρά των παιδιών αυτής της τάξης.

Και σκέφτοντας σκεπτόμενος αυτά τα πράγματα πήρε τα πάνω του.



Περίμενε, και περίμενε, μέχρι που πλησίασαν δύο παιδιά και τον θαύμαζαν.



Ο Μήτσος συγκινημένος δεν παρεξηγήθηκε ξανά ποτέ.


Χριστούγεννα

Πώς να κάνετε τα μαλλιά σας μπούκλες

Από τον Κρίνο και την tzina45
Μαθήτριες της έκτης τάξης



1 Πάρτε το σίδερο σας για μπούκλες!

2 Αφήστε λίγα μαλλιά κάτω και τα υπόλοιπα πιάστε τα ψηλά!

3 Πιάστε μικρές τούφες μαλλιών και γυρίστε τες γύρω από το σίδερο!



4 Μετρήστε δέκα δευτερόλεπτα και αμέσως μετά βγάλτε τα μαλλιά σας από το σίδερο!

5 Επαναλάβετε αυτό με όλα τα μαλλιά σας!

6 Τα μαλλιά σας είναι έτοιμα!



Καλή επιτυχία!

Παιδικά ρεπορτάζ

Ημέρα Αγάπης

Από την Connie11
Μαθήτρια της έκτης τάξης

Πατήστε στην εικόνα

Εγώ κι ο κόσμος

Η ένταση των σεισμών

Η ένταση των σεισμών μετριέται με την κλίμακα Μερκάλι. Πήρε το όνομά της από τον Τζουζέπε Μερκάλι, τον Ιταλό ηφαιστειολόγο που την επινόησε.

Η κλίμακα Μερκάλι δε μετράει την ενέργεια που απελευθερώνεται από τους σεισμούς, όπως η κλίμακα Ρίχτερ, αλλά ασχολείται με τις επιπτώσεις τους σε συγκεκριμένες περιοχές. Αυτό σημαίνει ότι ενδείκνυται για τη μέτρηση σεισμών σε πυκνοκατοικημένες περιοχές, ενώ δεν είναι αποτελεσματική στις αραιοκατοικημένες ή ακατοίκητες.


Οι σεισμοί της κλίμακας Μερκάλι

I. Μη αισθητός. Καταγράφεται μόνο από σεισμογράφους.

II. Ελάχιστα αισθητός. Αισθητός από μερικούς ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάπαυση στους ψηλότερους ορόφους κτιρίων.

III. Ασθενής. Αισθητές δονήσεις μέσα στα σπίτια, σαν να περνάει έξω ελαφρύ φορτηγό. Μπορεί να μην αναγνωριστεί ως σεισμός.

IV. Μέτριος. Αισθητές δονήσεις μέσα στα σπίτια, σαν να περνάει έξω βαρύ φορτηγό. Λιγότερο αισθητός στην ύπαιθρο. Τίθενται σε κίνηση κρεμασμένα αντικείμενα, τζάμια τρίζουν, κρότοι πιάτων και παραθύρων, χτύπος στις πόρτες. Σταματημένα αυτοκίνητα κλυδωνίζονται. Τη νύχτα μερικοί ξυπνούν.

V. Σχετικά ισχυρός. Αισθητές δονήσεις μέσα στα σπίτια, σαν να περνάει έξω τρένο. Ενδεχομένως μη αισθητός στην ύπαιθρο υπό ορισμένες συνθήκες. Αιώρηση κρεμασμένων αντικειμένων, ανατροπή μικρών αντικειμένων, σπάσιμο πιάτων. Ανοιχτές πόρτες ταλαντεύονται, υγρά από δοχεία χύνονται. Τη νύχτα όλοι ξυπνούν.

VI. Ισχυρός. Αισθητός από όλους. Μετακίνηση ή ανατροπή μεγάλων αντικειμένων και επίπλων. Τζάμια σπάνε, βλάβες σε σοβάδες, κεραμίδια, καπνοδόχους. Πολλοί τρομοκρατούνται και τρέχουν έξω από τα κτίρια. Οι άνθρωποι περπατούν με αστάθεια, μικρές καμπάνες ηχούν. Ζημιές λίγες και ελαφρές.

VII. Πολύ ισχυρός. Δύσκολη η όρθια στάση, πτώση κεραμιδιών και καπνοδόχων. Στις συνηθισμένες κατασκευές ρηγματώνονται σοβάδες και τοιχοποιία. Στις κακές κατασκευές πέφτουν σοβάδες, αποκολλώνται τούβλα και πέτρες. Αισθητός από οδηγούς αυτοκινήτων. Μεγάλες καμπάνες ηχούν, κυματισμός στις λίμνες, θόλωμα νερού από λάσπη.


VIII. Καταστροφικός. Αρκετές ζημιές και μερική κατάρρευση στις συνηθισμένες κατασκευές. Μέτριες ζημιές στην τοιχοποιία των καλών κατασκευών. Επηρεάζεται η οδήγηση των αυτοκινήτων. Κλαδιά σπάνε από τα δένδρα, αλλαγές στη ροή και στη θερμοκρασία του νερού σε πηγές και σε πηγάδια.

IX. Πολύ καταστροφικός. Γενικός πανικός. Σοβαρές βλάβες στην τοιχοποιία των καλών κατασκευών. Γενική καταστροφή στις κακές κατασκευές. Μικρού μεγέθους κτίρια αποσπώνται από τα θεμέλια, εμφανίζονται ρωγμές στο έδαφος, υπόγειοι αγωγοί σπάνε. Σε περιοχές με υπόγεια ύδατα αναβλύζει από το έδαφος λεπτή άμμος, ιλύς και νερό.

X. Εξαιρετικά καταστροφικός. Σχεδόν όλες οι κατασκευές τοιχοποιίας καταρρέουν. Τα περισσότερα κτίρια καταστρέφονται. Πτώση μερικών ανθεκτικών ξύλινων κτιρίων και γεφυρών. Σοβαρές ζημιές σε οδικό δίκτυο και σε φράγματα, υδροφράκτες, αναχώματα. Μεγάλες κατολισθήσεις. Οι σιδηροτροχιές κάμπτονται ελαφρά.

XI. Ασύλληπτα καταστροφικός. Ελάχιστα κτίρια μένουν όρθια. Καταστροφή οδικού δικτύου, πτώση γεφυρών και ανισόπεδων κόμβων. Υπόγειοι αγωγοί και γραμμές μεταφοράς ενέργειας καταστρέφονται εντελώς. Οι σιδηροτροχιές κάμπτονται έντονα ή σπάνε. Πολυάριθμες κατολισθήσεις, ρήγματα και παραμορφώσεις του εδάφους.

XII. Ολική καταστροφή. Κατάρρευση όλων των κτιρίων. Τεράστιες παραμορφώσεις στον φλοιό της Γης. Μετακινούνται μεγάλες ποσότητες βράχων, αλλάζει η ροή ποταμών, δημιουργούνται νέοι καταρράκτες. Αλλαγές στο ανάγλυφο του εδάφους και στη γραμμή του ορίζοντα.



ΠΗΓΗ: el.wikipedia.org
ΕΙΚΟΝΕΣ: jpl.nasa.gov, oasp.gr, podilato98.blogspot.com

10 Ιαν 2012

Στα ίχνη των αρχαίων λέξεων

Χρησιμοποιούνται μόνο με παρέα!


Η ελληνική γλώσσα έχει πολύ μεγάλη ιστορία. Στο πέρασμα των αιώνων κάποιες λέξεις της έμειναν ίδιες και κάποιες άλλες άλλαξαν λίγο στη μορφή.

Λέξεις που έμειναν ίδιες:
  • άμμος, άνθρωπος, επειδή, έχω
  • ήλιος, καθαρός, μανδύας
  • υγιής, υπέρ, ύπνος, φως
Λέξεις που άλλαξαν:
  • αέρας (από αήρ), Ελλάδα (Ελλάς)
  • ήρωας (ήρως), λίγο (ολίγον)
  • πόλη (πόλις), ράβω (ράπτω)
  • φύλακας (φύλαξ), χάμω (χαμαί)

Ωστόσο υπάρχουν και λέξεις που δεν κατάφεραν να επιβιώσουν αυτούσιες στον λόγο μας (ορώ = βλέπω), ωστόσο επιβιώνουν μέσα από τα παράγωγα ή τα σύνθετα που χρησιμοποιούμε (όρα-⁠ση, ορα-⁠τός).

Ας γνωρίσουμε μερικές από αυτές, για να κατανοήσουμε περισσότερο τη γλώσσα μας και να απολαύσουμε το όμορφο «ταξίδι» που μπορεί να μας προσφέρει.

Με τελεία διακρίνονται οι παράγωγες και σύνθετες λέξεις που σχηματίζουν. Τα πρώτα συνθετικά, μάλιστα, σημειώνονται με κόκκινο χρώμα.

Πατήστε στην ενότητα που σας ενδιαφέρει:


η άκατος (= βάρκα)
  • βενζιν-άκατος, πυραυλ-άκατος, σελην-⁠άκατος, τορπιλ-άκατος

η αλς [γενική: της αλός] (= θάλασσα)
  • παρ-αλία, ύφ-αλος, αιγι-αλός

η γαστήρ [γενική: της γαστρός] (= κοιλιά, στομάχι)
  • γάστρ-α, γαστρ-ικά υγρά, γαστρ-ίτιδα
  • γαστρο-νομία, γαστρο-ρ-ραγία, γαστρο-⁠σκόπηση, γαστρ-⁠εντερίτιδα
  • υπο-γάστριο

η οπώρα (= φρούτο)
  • οπωρο-κηπευτικά, οπωρο-πωλείο, οπωρο-⁠φόρος
  • φθιν-όπωρο

το πέδον (= έδαφος)
  • πεδ-ινός, πεδ-ίο
  • λεκανο-πέδιο, ναρκο-πέδιο, ορο-πέδιο, γή-⁠πεδο, οικό-πεδο, στρατό-πεδο, ισο-⁠πεδώνω

ο σίτος (= σιτάρι)
  • σιτ-εμένος, σιτ-ηρά, σιτ-ίζομαι
  • σιτο-παραγωγός, σιτ-άλευρο, σιτ-αποθήκη
  • α-σιτία, συσ-σίτιο, υπο-σιτισμός, παρά-σιτο, αραβό-σιτος, οικό-⁠σιτος


αγγέλλω (= αναγγέλλω)
  • αγγελ-ία, άγγελ-ος
  • εισ-αγγελέας, επ-αγγελία, ευ-αγγέλιο, αν-⁠αγγέλλω, απ-⁠αγγέλλω, δι-άγγελμα, επ-⁠άγγελμα, παρ-αγγέλνω

άγω (= οδηγώ, φέρνω)
  • αγωγ-ή, αγωγ-ός
  • ουρ-αγός, εισ-άγω, εξ-άγω, ναυ-αγώ, ξεν-αγώ, υδρ-αγωγείο, δι-⁠αγωγή, οχλ-αγωγία, ψυχ-⁠αγωγία, δημ-αγωγός, νηπι-αγωγός, φωτ-⁠αγωγώ, χειρ-αγωγώ, φορτ-ηγό, αρχ-⁠ηγός, στρατ-ηγός, κυν-ηγώ, οδ-ηγώ

άδω (= ψάλλω, τραγουδώ)
  • άσ-μα, ωδ-ή
  • μελ-ωδία, τραγ-ωδία, χορ-ωδία, ψαλμ-ωδία, κιθαρ-ωδός

αιρώ (= παίρνω, αφαιρώ, αρπάζω)
  • αίρ-εση
  • καθ-αίρεση, προ-αιρετικός, αυθ-αίρετος, αφ-⁠αιρώ, δι-αιρώ, εξ-⁠αιρώ

αλέξω (= απομακρύνω, υπερασπίζομαι, βοηθώ)
  • αλεξι-βρόχιο, αλεξι-κέραυνο, αλεξί-πτωτο, αλεξί-σφαιρος, Αλέξ-ανδρος, αλεξ-ήλιο

αλίσκομαι (= κατακτώμαι, κυριεύομαι)
  • άλω-ση
  • αν-αλώνομαι, κατ-αν-άλωση, αιχμ-άλωτος, ευ-άλωτος

βαίνω (= βαδίζω, πορεύομαι)
  • βά-ση, βα-τός
  • ανε-βαίνω, επ-εμ-βαίνω, ανά-βαση, πρόσ-⁠βαση, ορει-βασία, δια-⁠βατήριο, ακρο-⁠βάτης, υπνο-βάτης, πρό-βατο, ά-βατος, δύσ-⁠βατος, ονειρο-βατώ


βάλλω (= ρίχνω, εκσφενδονίζω)
  • βολ-ή
  • αμφι-βάλλω, εισ-βάλλω, πρό-βλημα, επι-⁠βλητικός, πανικό-⁠βλητος, προ-βολέας, ανα-βολή, σκοπο-βολή, ακτινο-⁠βολία, δισκο-⁠βολία, εμ-βόλιο, λιθο-βολισμός, σύμ-⁠βολο, πολυ-βόλο, διά-(β)ολος, καλό-⁠βολος, κεραυνο-βόλος, φυλλο-⁠βόλος

γιγνώσκω (= γνωρίζω, έχω μάθει, ξέρω)
  • γνωστ-ικός
  • ανα-γιγνώσκω, ανά-γνωση, από-γνωση, διά-⁠γνωση

δέμω (= χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω)
  • δομ-ή
  • υπο-δομή, πολεο-δομία, οικο-δόμος, πολεο-⁠δόμος

ελαύνω (= οδηγώ, τρέχω)
  • έλευ-ση
  • παρ-έλαση, απ-ελαύνω, προ-έλευση, συν-⁠έλευση, ποδ-ήλατο, κωπ-ηλατώ

κομώ (= φροντίζω, περιποιούμαι)
  • βρεφο-κομείο, γηρο-κομείο, νοσο-κομείο, ιππο-κόμος, μελισσο-⁠κόμος

κτείνω (= σκοτώνω, φονεύω)
  • ανθρωπο-κτονία, γενο-κτονία, εντομο-κτόνο, Βουλγαρο-κτόνος

κτώμαι (= αποκτώ)
  • κτή-μα, κτή-ση
  • ιδιο-κτήτης, απο-κτώ, κατα-κτώ

νέμω (= μοιράζω, απονέμω)
  • νομ-ή, νομ-ός, νόμ-ος
  • απο-νέμω, οικο-νομία, αστρο-νόμος, κληρο-⁠νόμος, ταξι-νομώ

ορώ [παρακείμενος: όπωπα] (= βλέπω)
  • όρα-ση, ορα-τός
  • αυτ-όπτης, ύπ-οπτος, κάτ-οπτρο, παν-όραμα, τηλε-όραση, α-⁠όρατος, θε-όρατος, κηπ-ουρός, άπ-οψη, υπ-όψη, παρ-ωπίδες, μέτ-ωπο, πρόσ-⁠ωπο, αγρι-ωπός, πρασιν-ωπός, θυρ-⁠ωρός

ποιώ (= κατασκευάζω, δημιουργώ, εκτελώ, κάνω)  
  • ποί-ημα
  • περι-ποίηση, υλο-ποίηση, χειρο-ποίητος, ηθο-⁠ποιία, γελωτο-⁠ποιός, θαυματο-ποιός, ακινητο-ποιώ, χρησιμο-ποιώ


ρηγνύω (= σπάω, κομματιάζω)
  • ρήγ-μα
  • αιμο-ρ-ραγία, ψυχο-ρ-ραγώ, διά-ρ-ρηξη, έκ-⁠ρηξη

σκοπώ (= αποβλέπω σε κάτι, στοχεύω)
  • αστερο-σκοπείο, δημο-σκόπηση, μικρο-⁠σκόπιο, κατά-σκοπος, πρό-σκοπος, απο-σκοπώ, μαγνητο-σκοπώ

τίκτω (= γεννώ)
  • τόκ-ος
  • πρωτό-τοκος, Θεο-τόκος


αλλήλων (= ο ένας τον άλλο)
  • αλληλο-βοήθεια, αλληλο-γραφία, αλληλ-⁠εγγύη, αλληλ-⁠επίδραση
  • αλλ-επ-άλληλος, κατ-άλληλος, παρ-άλληλος, υπ-άλληλος

καινός (= νέος, καινούργιος, πρωτοφανής)
  • καινο-τομία, καινο-φανής, καιν-ούργιος
  • εγ-καίνια, ανα-καινίζω

λάθρα (= κρυφά)
  • λαθρ-αίος
  • λαθρο-κυνηγός, λαθρο-μετανάστης, λαθρ-⁠έμπορος, λαθρ-⁠επιβάτης


ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη (1997), Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Αντίστροφο Λεξικό
ΕΙΚΟΝΕΣ: podilato98.blogspot.com

Συνώνυμα με... ιστορία!

Λαϊκές και λόγιες λέξεις


Υπάρχουν κάποια συνώνυμα που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Η μία λέξη είναι συνηθισμένη (άλογο), ενώ η άλλη πιο σπάνια (ίππος).

Σε κάποιες περιπτώσεις η δεύτερη είναι πιο επίσημη (το βουνό – το όρος) ή τελείως άγνωστη, αφού χάθηκε στο πέρασμα των αιώνων (το χέρι – η χειρ).

Όμως η γλώσσα μας, όπως κάθε γλώσσα άλλωστε, είναι δυνατή. Οι λέξεις αυτές εξακολουθούν να βρίσκονται στην ομιλία μας είτε με τα παράγωγά τους (χειρ → χειρίζομαι) είτε με τα σύνθετα που σχηματίζουν (βίος → σωσί-βιο).

Η μελέτη τους μας βοηθά να κατανοούμε καλύτερα τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, να αποκτούμε πιο πλούσιο λεξιλόγιο, αλλά και να γινόμαστε καλύτεροι στην ορθογραφία (ήμισυς → ημί-⁠θεος, ημί-⁠χρονο).

Ας δούμε μερικές από αυτές παρακάτω. Αν πατήσετε πάνω τους, θα δείτε και παραδείγματα με τις παράγωγες και σύνθετες λέξεις που σχηματίζουν.

* Τα πρώτα συνθετικά, μάλιστα, σημειώνονται με κόκκινο χρώμα.


το αβγό
  • αβγ-ουλ-άκι, αβγ-ουλ-ίλα
  • αβγο-θήκη, αβγο-κόβω, αβγο-λέμονο, αβγο-πώλης

το ωόν
  • ω-άριο
  • ωο-ειδής, ωο-θήκη, ωο-κύτταρο, ωο-⁠ρ-⁠ρηξία
  • επ-ωάζω
το άλογο
  • αλογ-ίσιος
  • αλογό-μυγα, αλογο-ουρά
  • κουφ-άλογο, παλι-άλογο

ο ίππος
  • ιππ-ασία, ιππ-έας, ιππ-εύω, το ιππ-ικό, ιππ-ότης
  • ιππό-δρομος, ιππο-δύναμη, ιππό-⁠καμπος, ιππο-κόμος, Ιππο-κράτης, ιππο-πόταμος
  • έφ-ιππος, Φίλ-ιππος
το αφτί
  • αφτ-άκι

το ους [γενική: του ωτός]
  • ωτ-ίτιδα
  • ωτο-ασπίδες (ωτ-ασπίδες), ωτο-⁠ρινο-⁠λαρυγγο-⁠λόγος, ωτ-ακουστής
το βόδι (βόιδι)
  • βοδ-ινός
  • βοϊδο-κεφαλή, βοϊδ-άμαξα

ο βους [γενική: του βοός]
  • Βου-κεφάλας, βου-λιμία, βου-στάσιο, βού-τυρο
  • βοο-ειδής
  • Βόσ-πορος
  • Εύ-βοια
το βουνό
  • βουν-αλ-άκι, βουν-ίσιος
  • βουνο-κορφή, βουνο-πλαγιά
  • κορφο-βούνι, Μαυρο-βούνιο, παγό-⁠βουνο

το όρος
  • ορ-εινός
  • ορο-γένεση, ορο-πέδιο, ορο-σειρά
  • ορει-βάτης
  • ορεσί-βιος
  • Αγι-ορείτης, Ψηλ-ορείτης
η γη
  • γή-ινος
  • γη-γενής, γή-λοφος, γή-πεδο
  • κατα-γής

η γαία
  • γαιο-κτήμονας, γαι-άνθρακας
  • γεω-γραφία, γεω-θερμία, γεω-λόγος, γεω-μετρία, γεώ-⁠μηλο, γεω-⁠μορφολογικός, γεω-πόνος, γεω-⁠σκώληκας, γεώ-τρηση, γεω-⁠τροπισμός, γεω-⁠τρύπανο, γε-⁠ωργός / Γε-ώργιος
  • ισό-γειο, υδρό-γειος, απο-γείωση
το γουρούνι
  • γουρουν-άκι, γουρουν-ίσιος, γουρουν-⁠όπουλο
  • αγριο-γούρουνο

ο χοίρος
  • χοιρ-ινός
  • χοιρο-βοσκός, χοιρο-μέρι, χοιρο-στάσιο, χοιρο-τροφείο
  • αγριό-χοιρος, σκαντζό-χοιρος (ακανθό-⁠χοιρος)
η γυναίκα
  • γυναικ-είος
  • γυναικο-κρατία, γυναικο-λόγος, γυναικό-παιδα, γυναικ-⁠άδερφος
  • λεβεντο-γυναίκα

η γυνή
  • μισο-γύνης, αντρό-γυνο (ανδρό-γυνο)
το δόντι
  • δοντ-άκι
  • ξε-δοντιάζω, ορθο-δοντικός, ελεφαντό-δοντο, πονό-⁠δοντος

ο οδούς [γενική: του οδόντος]
  • οδοντ-ικός, οδοντ-ίνη, οδοντ-ωτός
  • οδοντό-βουρτσα, οδοντο-γιατρός (οδοντ-ίατρος), οδοντο-γλυφίδα, οδοντό-κρεμα (οδοντό-παστα), οδοντο-⁠στοιχία, οδοντο-τεχνίτης
  • κυν-όδοντας, χαυλι-όδοντας
ο δρόμος  
  • δρομ-άκι, δρομ-άκος, δρομ-έας
  • δρομο-λόγιο
  • σταυρο-δρόμι, σκυταλο-δρομία, αερο-⁠δρόμιο, σύν-δρομο, αυτοκινητό-⁠δρομος, ταχυ-δρόμος, λοξο-δρομώ

η οδός  
  • οδ-εύω, οδ-ικός
  • οδο-καθαριστής, οδο-μαχία, οδο-ποιία, οδό-στρωμα, οδό-⁠φραγμα, οδ-ηγός
  • οδοι-πόρος
  • δι-όδια, ηλεκτρ-όδιο, πρό-οδος, συν-⁠οδός
η ζωή
  • ζω-ηρός, ζω-ούλα
  • ζωο-γόνος, ζωο-δότης, ζωο-ποιός, ζω-⁠γράφος
  • παλιο-ζωή, μακρο-ζωία, καλο-⁠ζωισμένος, επι-ζώ

ο βίος
  • βι-οτ-ικός, βι-ώνω
  • βιο-γραφία, βιο-λογία, βιο-μηχανία, βιο-⁠παλαιστής, βιό-⁠σφαιρα, βιο-τεχνία, βιό-τοπος, βι-οψία
  • έμ-βια και ά-βια, μικρό-βιο, σωσί-βιο, αιωνό-βιος, αμφί-⁠βιος, μηχανό-βιος, ορεσί-βιος, επι-βιώνω
η κατσίκα
  • κατσικ-ίσιος, κατσικ-ούλα
  • κατσικό-δρομος, κατσικο-πόδαρος
  • αγριο-κάτσικο

η αίγα
  • αιγό-κερος, αιγο-πρόβατα
  • Πολύ-αιγος
το κέρατο
  • κερατ-ίνη, κεράτ-ινος
  • κερατο-ειδής

το κέρας
  • κερασ-φόρα ζώα
  • αιγό-κερος, μονό-κερος, ρινό-κερος


το κόκαλο
  • κοκαλ-άκι, κοκαλ-ιάρης, κοκάλ-ινος, κοκαλ-ώνω
  • ραχο-κοκαλιά, ξε-κοκαλίζω, ψαρο-⁠κόκαλο

το οστό
  • οστ-άριο, οστ-ικός
  • οστεο-αρθρίτιδα, οστεο-πόρωση, οστεο-φυλάκιο
  • απ-οστεωμένος, ελεφαντ-οστό
η κότα
  • κοτ-όπουλο, κοτ-ούλα
  • κοτό-σουπα
  • νερό-κοτα, φραγκό-κοτα, κλεφτο-⁠κοτάς

η όρνιθα
  • ορνιθ-ώνας
  • ορνιθο-λόγος, ορνιθό-ρυγχος, ορνιθο-⁠σκαλίσματα, ορνιθο-τροφείο
  • κουτ-ορνίθι
το κρασί
  • κρασ-άκι, κρασ-άτος
  • κρασο-βάρελο, κρασο-κατάνυξη, κρασο-πότηρο

ο οίνος
  • οινο-παραγωγός, οινό-πνευμα, οινο-⁠ποιία, οινο-ποσία, οινο-χόος
το κρεβάτι
  • κρεβατ-άκι
  • κρεβατο-κάμαρα, κρεβατο-μουρμούρα
  • παρκο-κρέβατο

η κλίνη
  • κλιν-ήρης, κλιν-ική
  • κλινο-σκεπάσματα, κλιν-άμαξα
  • δωμάτιο δί-κλινο ή τετρά-κλινο
το κυνήγι
  • κυνηγό-σκυλο
  • ελαφο-κυνηγός, λαθρο-κυνηγός

η θήρα
  • θήρ-αμα
  • λαθρο-θήρας, χρυσο-θήρας, βαθμο-⁠θηρία, ψηφο-θηρία
το λάδι
  • λαδ-άδικο, λαδ-άκι, λαδ-ερός, λαδ-ής, λαδ-ιά, λαδ-ικό, λαδ-ίλα, λαδ-ώνω
  • λαδο-λέμονο, λαδο-μπογιά, λαδ-⁠έμπορος
  • ελαιό-λαδο, ρετσινό-λαδο

το έλαιο
  • ελαιο-γραφία, ελαιο-χρωματιστής
  • αραβοσιτ-έλαιο, πετρ-έλαιο, ροδ-έλαιο, σπορ-έλαιο
το λιμάνι
  • λιμαν-άκι, λιμαν-ίσιος
  • Μικρο-λίμανο (Τουρκο-λίμανο)

ο λιμήν [γενική: του λιμένος]
  • λιμεν-ικός
  • λιμενο-βραχίονας, λιμενο-φύλακας, λιμεν-αρχείο, λιμεν-⁠εργάτης
  • αερο-λιμένας
το μάτι
  • ματ-άκι, ματ-ιά, ματ-ιάζω
  • ματο-γυάλια, ματό-κλαδα (ματο-⁠τσίνορα)
  • κατά-ματα, ανοικτο-μάτης, γαλανο-⁠μάτης

ο οφθαλμός
  • οφθαλμο-σκόπιο, οφθαλμο-φανής, οφθαλμ-απάτη, οφθαλμ-ίατρος
  • ξηρ-οφθαλμία, επ-οφθαλμιώ, μον-⁠όφθαλμος, εξ-⁠όφθαλμος
η μητέρα
  • μητερ-ούλα

η μήτηρ [γενική: της μητρός]
  • μητρ-ιά, μητρ-ικός, μητρ-ότητα, μητρ-⁠ώο
  • μητρό-πολη, μητρ-ώνυμο
  • μητρι-αρχία
  • βασιλο-μήτωρ, Θεο-μήτωρ
η μύτη
  • μυτ-ερός, μυτ-ούλα
  • φακιδο-μύτης, ψηλο-μύτης, ξε-μυτίζω

η ρις [γενική: της ρινός]
  • ριν-ικός, ριν-ίτιδα
  • ρινό-κερος, ρινο-πλαστική, ρινο-⁠ρ-⁠ραγία, ρινο-φάρυγγας
  • έν-ρινος (έρ-ρινος), ωτο-⁠ρινο-⁠λαρυγγο-⁠λόγος
το νερό  
  • νερ-άκι, νερ-ουλάς, νερ-ουλός, νερ-⁠ώνω
  • νερό-βραστος, νερο-μπογιά, νερο-⁠πίστολο, νερο-ποντή, νερο-⁠πότηρο, νερο-χύτης
  • από-νερα, λασπό-νερα, αλατό-νερο, χιονό-νερο

το ύδωρ [γενική: του ύδατος]  
  • υδρ-εύω, υδατ-ικός, υδάτ-ινος
  • υδατό-πτωση, υδατο-σφαίριση, υδατ-⁠άνθρακας
  • υδρό-γειος, υδρο-πλάνο, υδρο-⁠στρόβιλος, υδρ-αγωγείο, υδρ-⁠ατμός
  • αφ-υδάτωση, εν-υδρείο, λειψ-υδρία, άν-⁠υδρος
το παιδί
  • παιδ-άκι, παιδ-εύω, παιδ-ιαρίζω, παιδ-⁠ιάστικος, παιδ-⁠ικός, παιδ-ούλα, παιδο-μάνι
  • παιδό-τοπος, παιδο-ψυχολόγος, παιδ-⁠αγωγός, παιδ-⁠ίατρος
  • απο-παίδι, μοναχο-παίδι, γυμνασιό-⁠παιδο, λεβεντό-παιδο, πλουσιό-παιδο, φτωχό-παιδο

το τέκνο
  • τεκνο-ποιώ
  • ά-τεκνος, πολύ-τεκνος, σύν-τεκνος
ο πατέρας
  • πατερ-ούλης
  • εθνο-πατέρας, εργατο-πατέρας

ο πατήρ [γενική: του πατρός]
  • πατρ-ίδα, πατρ-ικός, πάτρ-ιος, πατρ-⁠ιός, πατρ-ιώτης, πατρ-ότητα, πατρ-ώα εδάφη
  • πατρο-γονικός, πατρο-παράδοτος, πατρ-ώνυμο
  • πατρι-άρχης
  • ευ-πατρίδης
η πέτρα
  • πετρ-άδι, πέτρ-ινος, πετρ-ίτης, πετρ-⁠ούλα, πετρ-ώνω
  • πετρο-βολώ, πετρο-πόλεμος, πετρ-⁠έλαιο, πετρ-ώδης
  • διαμαντό-πετρα, τσακμακό-πετρα, μονό-πετρο

ο λίθος
  • λιθ-άρι, λίθ-ινος
  • λιθο-βολώ, λιθό-στρωτος, λιθ-⁠άνθρακας
  • ασβεστό-λιθος, τσιμεντό-λιθος, απο-⁠λίθωμα


το πλοίο
  • πλοι-άριο
  • πλοιο-κτήτης, πλοί-αρχος
  • διαστημό-πλοιο, κρουαζιερό-πλοιο

η ναυς [γενική: της νηός]
  • ναύ-της
  • ναυ-αγός, ναύ-αρχος, ναυ-μαχία, ναυ-⁠πηγείο, ναύ-σταθμος
  • ναυσι-πλοΐα
  • νηο-πομπή
  • επί-νειο
η πόλη  
  • πολ-ίτης
  • πολεο-δομία
  • πολι-ορκώ, πολι-ούχος
  • ακρό-πολη, κωμό-πολη, Αλεξανδρού-⁠πολη εργατού-⁠πολη, πανεπιστημιού-πολη

το άστυ
  • αστ-ικός, αστ-ός
  • αστυ-νόμος, αστυ-φιλία, αστυ-⁠φύλακας, αστ-ίατρος
  • προ-άστιο
ο πόνος
  • πον-άκια
  • πονό-δοντος, πονο-κέφαλος, πονό-⁠κοιλος, πονό-λαιμος, πονό-ψυχος
  • παρά-πονο, παυσί-πονο, ά-πονος, επί-⁠πονος, γεω-πόνος, δασο-πόνος

το άλγος
  • αλγ-εινός
  • αν-άλγητος, κεφαλ-αλγία, νοστ-αλγία
η πόρτα
  • πορτ-άκι, πορτ-άρα, πορτ-ιέρης, πορτ-⁠ίτσα, πορτ-ούλα
  • πορτο-παράθυρα
  • εξώ-πορτα, μπαλκονό-πορτα, μπουκα-⁠πόρτα, ξε-πορτίζω

η θύρα
  • θυρ-εός, θυρ-ίδα
  • θυρο-κολλώ, θυρο-τηλέφωνο, θυρ-⁠ωρός
  • πρό-θυρα, παρά-θυρο
το σίδερο
  • σιδερ-άς, σιδερ-ένιος, σιδερ-ιά, σιδερ-⁠ικό, σιδερ-ώνω
  • σιδερό-βεργα, σιδερο-δέσμιος, σιδερο-⁠κέφαλος, σιδερο-⁠πρίονο
  • ατμο-σίδερο, παλιο-σίδερο

ο σίδηρος
  • σιδηρό-δρομος, Σιδηρό-καστρο, σιδηρ-⁠ουργός
  • λευκο-σίδηρος, χυτο-σίδηρος
ο σκύλος
  • σκυλ-άδικο, σκυλ-άκι, σκύλ-αρος, σκυλ-⁠άς, σκυλ-ιάζω, σκυλ-ίσιος
  • σκυλο-βαριέμαι, σκυλο-βρίζω, σκυλο-⁠καβγάς, σκυλο-λόι, σκυλό-ψαρο
  • κυνηγό-σκυλο, λυκό-σκυλο, τσοπανό-⁠σκυλο

ο κύων [γενική: του κυνός]
  • κυν-ικός
  • κυνο-μαχία, κυν-ηγώ, κυν-όδοντας
το σπίτι
  • σπιτ-άκι, σπιτ-αρόνα, σπιτ-ικός, σπιτ-⁠ίσιος, σπιτ-ώνω
  • σπιτό-γατος, σπιτο-νοικοκύρης
  • κουκλό-σπιτο, τροχό-σπιτο, ξε-⁠σπιτώνω

ο οίκος
  • οικ-είος, οίκ-ημα, οικ-ία, οικ-ιακός, οικ-⁠ισμός, οικ-ιστής
  • οικο-γένεια, οικό-πεδο, οικό-σημο, οικο-τροφείο
  • αγρ-οικία, συν-οικία, έν-οικος, περί-⁠οικος, δι-οικώ
το χέρι
  • χερ-άκι, χερ-ούκλα, χερ-ούλι
  • ανοιχτο-χέρης, χρυσο-χέρης, γουδο-⁠χέρι, απλό-χερος

η χειρ
  • χειρ-ίζομαι
  • χειρο-βομβίδα, χειρό-γραφο, χειρο-⁠κροτώ, χειρο-⁠σφαίριση, χειρ-⁠αγωγώ, χειρ-αποσκευή, χειρ-⁠ουργός (χειρ-ούργος)
  • αντί-χειρας, αριστερό-χειρας, εργό-⁠χειρο, ιδιό-χειρος, πρό-χειρος
το ψάρι
  • ψάρ-ακας, ψαρ-άκι, ψαρ-άς, ψαρ-εύω, ψαρ-ιά, ψαρ-ίλα, ψαρ-ούκλα, ψαρ-ώνω
  • ψαρό-βαρκα, ψαρο-κόκαλο, ψαρο-⁠ταβέρνα, ψαρ-αγορά
  • σκυλό-ψαρο, χρυσό-ψαρο

ο ιχθύς
  • ιχθυο-πωλείο, ιχθυο-τροφείο, ιχθυ-⁠άλευρο, ιχθυ-έλαιο
το ψωμί
  • ψωμ-άκι, ψωμ-ιέρα
  • ψωμο-τύρι
  • ελιό-ψωμο, σταφιδό-ψωμο, τηγανό-⁠ψωμο

ο άρτος
  • αρτo-ποιός, αρτο-σκευάσματα, αρτ-⁠εργάτης


δείχνω
  • μεγαλο-δείχνω, μικρο-δείχνω, ξανα-⁠δείχνω

δεικνύω
  • δείκ-της
  • παρά-δειγμα, απο-δεικνύω, υπο-⁠δεικνύω, έν-δειξη
πουλώ
  • α-πούλητος, μοσχο-πουλώ, ξε-πουλώ

πωλώ
  • πώλ-ηση, πωλ-ητής
  • βιβλιο-πωλείο, κρεο-πωλείο, υποδηματο-πωλείο, ανθο-⁠πώλης, λαχειο-πώλης, προ-πώληση, αγορα-⁠πωλησία (αγορο-πωλησία), μονο-πωλώ


σέρνω
  • ξανα-σέρνω, παρα-σέρνω

σύρω
  • σύρ-μα, συρ-μός, σύρ-σιμο, σύρ-της, συρ-τός
  • ανα-σύρω, απο-σύρω, δια-σύρω, παρα-⁠σύρω
φέρνω
  • γυρο-φέρνω, κατα-φέρνω, πηγαινο-⁠φέρνω

φέρω
  • φέρ-σιμο, φερ-τός, φορ-έας, φόρ-ος
  • φερ-έγγυος, φέρ-ελπις
  • ανα-φέρω, μετα-φέρω, παρα-φέρομαι, συμ-φορά, αμ-⁠φορέας, μετα-φορέας, φώσ-φορο, βυτιο-φόρο, πετρελαιο-⁠φόρο, ανή-φορος, λεω-⁠φόρος, σημαιο-φόρος


κόκκινος
  • κοκκιν-άδι, Κοκκιν-ιά, κοκκιν-ίζω, κοκκιν-ίλα
  • κοκκινο-γένης, κοκκινο-λαίμης, Κοκκινο-σκουφίτσα, κοκκιν-ωπός
  • κατα-κόκκινος, ροδο-κόκκινος

ερυθρός
  • ερυθρ-ά, ερυθρ-ιώ
  • ερυθρό-δερμος, ερυθρό-λευκος
  • υπ-έρυθρος
κουφός
  • κουφ-αίνω, κουφ-αμάρα
  • κουφ-άλογο
  • θεό-κουφος

κωφός
  • κωφ-εύω, κώφ-ωση
  • κωφ-άλαλος
  • εκ-κωφαντικός, υπό-κωφος
μεγάλος
  • μεγαλ-ίστικος, μεγαλ-ούτσικος, μεγαλ-⁠ώνω
  • μεγαλο-απατεώνας, μεγαλο-δείχνω, μεγαλο-ποιώ, μεγαλό-ψυχος, μεγαλ-⁠ουργώ
  • μικρο-μέγαλος

μέγας
  • μέγ-ιστος
  • μεγα-θήριο, μεγά-φωνο, Μεγ-⁠αλέξανδρος
μισός
  • μισο-άδειος, μισο-γεμάτος, μισο-⁠γκρεμισμένος, μισο-⁠φέγγαρο, μισ-⁠άνοιχτος
  • μισά-ωρο

ήμισυς
  • ημί-θεος, ημι-κρανία, ημι-ορεινός, ημί-⁠φως, ημί-χρονο
  • ενά-μισης, δυό-μισι, τριά-μισι, τρεισ-⁠ήμισι, τεσσερά-μισι
ξερός
  • ξερ-α-ΐλα, ξερ-αίνω, ξερ-ακ-ιανός
  • ξερό-βηχας, ξερο-κέφαλος, ξερο-νήσι, ξερο-ψήνω
  • φυλλο-ξέρα, κατά-ξερος

ξηρός
  • ξηρ-ά, ξηρ-ασία, ξηρ-ότητα
  • ξηρο-δερμία, ξηρο-στομία, ξηρ-⁠οφθαλμία
  • απο-ξηραίνω
παλιός
  • παλι-ατζής, παλι-ώνω
  • παλιό-δρομος, παλιό-καιρος, παλιό-⁠φιλος, παλι-⁠άμπελο, παλι-⁠άνθρωπος

παλαιός
  • παλαι-ότητα
  • παλαιο-λιθικός, παλαιο-πωλείο, παλαι-⁠οντολογία
  • παμ-πάλαιος, ανα-παλαίωση


ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη (1997), Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Αντίστροφο Λεξικό
ΕΙΚΟΝΕΣ: podilato98.blogspot.com

6 Ιαν 2012

Περίεργα λουλούδια

Από την elpis00
Μαθήτρια της έκτης τάξης



Φυτά

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα: