Λαϊκές και λόγιες λέξεις
Υπάρχουν κάποια συνώνυμα που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Η μία λέξη είναι συνηθισμένη (άλογο), ενώ η άλλη πιο σπάνια (ίππος).
Σε κάποιες περιπτώσεις η δεύτερη είναι πιο επίσημη (το βουνό – το όρος) ή τελείως άγνωστη, αφού χάθηκε στο πέρασμα των αιώνων (το χέρι – η χειρ).
Όμως η γλώσσα μας, όπως κάθε γλώσσα άλλωστε, είναι δυνατή. Οι λέξεις αυτές εξακολουθούν να βρίσκονται στην ομιλία μας είτε με τα παράγωγά τους (χειρ → χειρίζομαι) είτε με τα σύνθετα που σχηματίζουν (βίος → σωσί-βιο).
Η μελέτη τους μας βοηθά να κατανοούμε καλύτερα τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, να αποκτούμε πιο πλούσιο λεξιλόγιο, αλλά και να γινόμαστε καλύτεροι στην ορθογραφία (ήμισυς → ημί-θεος, ημί-χρονο).
Ας δούμε μερικές από αυτές παρακάτω. Αν πατήσετε πάνω τους, θα δείτε και παραδείγματα με τις παράγωγες και σύνθετες λέξεις που σχηματίζουν.
το αβγό
- αβγ-ουλ-άκι, αβγ-ουλ-ίλα
- αβγο-θήκη, αβγο-κόβω, αβγο-λέμονο, αβγο-πώλης
το ωόν
- ω-άριο
- ωο-ειδής, ωο-θήκη, ωο-κύτταρο, ωο-ρ-ρηξία
- επ-ωάζω
το άλογο
- αλογ-ίσιος
- αλογό-μυγα, αλογο-ουρά
- κουφ-άλογο, παλι-άλογο
ο ίππος
- ιππ-ασία, ιππ-έας, ιππ-εύω, το ιππ-ικό, ιππ-ότης
- ιππό-δρομος, ιππο-δύναμη, ιππό-καμπος, ιππο-κόμος, Ιππο-κράτης, ιππο-πόταμος
- έφ-ιππος, Φίλ-ιππος
το αφτί
- αφτ-άκι
το ους [γενική: του ωτός]
- ωτ-ίτιδα
- ωτο-ασπίδες (ωτ-ασπίδες), ωτο-ρινο-λαρυγγο-λόγος, ωτ-ακουστής
το βόδι (βόιδι)
- βοδ-ινός
- βοϊδο-κεφαλή, βοϊδ-άμαξα
ο βους [γενική: του βοός]
- Βου-κεφάλας, βου-λιμία, βου-στάσιο, βού-τυρο
- βοο-ειδής
- Βόσ-πορος
- Εύ-βοια
το βουνό
- βουν-αλ-άκι, βουν-ίσιος
- βουνο-κορφή, βουνο-πλαγιά
- κορφο-βούνι, Μαυρο-βούνιο, παγό-βουνο
το όρος
- ορ-εινός
- ορο-γένεση, ορο-πέδιο, ορο-σειρά
- ορει-βάτης
- ορεσί-βιος
- Αγι-ορείτης, Ψηλ-ορείτης
η γη
- γή-ινος
- γη-γενής, γή-λοφος, γή-πεδο
- κατα-γής
η γαία
- γαιο-κτήμονας, γαι-άνθρακας
- γεω-γραφία, γεω-θερμία, γεω-λόγος, γεω-μετρία, γεώ-μηλο, γεω-μορφολογικός, γεω-πόνος, γεω-σκώληκας, γεώ-τρηση, γεω-τροπισμός, γεω-τρύπανο, γε-ωργός / Γε-ώργιος
- ισό-γειο, υδρό-γειος, απο-γείωση
το γουρούνι
- γουρουν-άκι, γουρουν-ίσιος, γουρουν-όπουλο
- αγριο-γούρουνο
ο χοίρος
- χοιρ-ινός
- χοιρο-βοσκός, χοιρο-μέρι, χοιρο-στάσιο, χοιρο-τροφείο
- αγριό-χοιρος, σκαντζό-χοιρος (ακανθό-χοιρος)
η γυναίκα
- γυναικ-είος
- γυναικο-κρατία, γυναικο-λόγος, γυναικό-παιδα, γυναικ-άδερφος
- λεβεντο-γυναίκα
η γυνή
- μισο-γύνης, αντρό-γυνο (ανδρό-γυνο)
το δόντι
- δοντ-άκι
- ξε-δοντιάζω, ορθο-δοντικός, ελεφαντό-δοντο, πονό-δοντος
ο οδούς [γενική: του οδόντος]
- οδοντ-ικός, οδοντ-ίνη, οδοντ-ωτός
- οδοντό-βουρτσα, οδοντο-γιατρός (οδοντ-ίατρος), οδοντο-γλυφίδα, οδοντό-κρεμα (οδοντό-παστα), οδοντο-στοιχία, οδοντο-τεχνίτης
- κυν-όδοντας, χαυλι-όδοντας
ο δρόμος
- δρομ-άκι, δρομ-άκος, δρομ-έας
- δρομο-λόγιο
- σταυρο-δρόμι, σκυταλο-δρομία, αερο-δρόμιο, σύν-δρομο, αυτοκινητό-δρομος, ταχυ-δρόμος, λοξο-δρομώ
η ζωή
- ζω-ηρός, ζω-ούλα
- ζωο-γόνος, ζωο-δότης, ζωο-ποιός, ζω-γράφος
- παλιο-ζωή, μακρο-ζωία, καλο-ζωισμένος, επι-ζώ
ο βίος
- βι-οτ-ικός, βι-ώνω
- βιο-γραφία, βιο-λογία, βιο-μηχανία, βιο-παλαιστής, βιό-σφαιρα, βιο-τεχνία, βιό-τοπος, βι-οψία
- έμ-βια και ά-βια, μικρό-βιο, σωσί-βιο, αιωνό-βιος, αμφί-βιος, μηχανό-βιος, ορεσί-βιος, επι-βιώνω
η κατσίκα
- κατσικ-ίσιος, κατσικ-ούλα
- κατσικό-δρομος, κατσικο-πόδαρος
- αγριο-κάτσικο
η αίγα
- αιγό-κερος, αιγο-πρόβατα
- Πολύ-αιγος
το κέρατο
- κερατ-ίνη, κεράτ-ινος
- κερατο-ειδής
το κέρας
- κερασ-φόρα ζώα
- αιγό-κερος, μονό-κερος, ρινό-κερος
το κόκαλο
- κοκαλ-άκι, κοκαλ-ιάρης, κοκάλ-ινος, κοκαλ-ώνω
- ραχο-κοκαλιά, ξε-κοκαλίζω, ψαρο-κόκαλο
το οστό
- οστ-άριο, οστ-ικός
- οστεο-αρθρίτιδα, οστεο-πόρωση, οστεο-φυλάκιο
- απ-οστεωμένος, ελεφαντ-οστό
η κότα
- κοτ-όπουλο, κοτ-ούλα
- κοτό-σουπα
- νερό-κοτα, φραγκό-κοτα, κλεφτο-κοτάς
η όρνιθα
- ορνιθ-ώνας
- ορνιθο-λόγος, ορνιθό-ρυγχος, ορνιθο-σκαλίσματα, ορνιθο-τροφείο
- κουτ-ορνίθι
το κρασί
- κρασ-άκι, κρασ-άτος
- κρασο-βάρελο, κρασο-κατάνυξη, κρασο-πότηρο
ο οίνος
- οινο-παραγωγός, οινό-πνευμα, οινο-ποιία, οινο-ποσία, οινο-χόος
το κρεβάτι
- κρεβατ-άκι
- κρεβατο-κάμαρα, κρεβατο-μουρμούρα
- παρκο-κρέβατο
η κλίνη
- κλιν-ήρης, κλιν-ική
- κλινο-σκεπάσματα, κλιν-άμαξα
- δωμάτιο δί-κλινο ή τετρά-κλινο
το κυνήγι
- κυνηγό-σκυλο
- ελαφο-κυνηγός, λαθρο-κυνηγός
η θήρα
- θήρ-αμα
- λαθρο-θήρας, χρυσο-θήρας, βαθμο-θηρία, ψηφο-θηρία
το λάδι
- λαδ-άδικο, λαδ-άκι, λαδ-ερός, λαδ-ής, λαδ-ιά, λαδ-ικό, λαδ-ίλα, λαδ-ώνω
- λαδο-λέμονο, λαδο-μπογιά, λαδ-έμπορος
- ελαιό-λαδο, ρετσινό-λαδο
το έλαιο
- ελαιο-γραφία, ελαιο-χρωματιστής
- αραβοσιτ-έλαιο, πετρ-έλαιο, ροδ-έλαιο, σπορ-έλαιο
το λιμάνι
- λιμαν-άκι, λιμαν-ίσιος
- Μικρο-λίμανο (Τουρκο-λίμανο)
ο λιμήν [γενική: του λιμένος]
- λιμεν-ικός
- λιμενο-βραχίονας, λιμενο-φύλακας, λιμεν-αρχείο, λιμεν-εργάτης
- αερο-λιμένας
το μάτι
- ματ-άκι, ματ-ιά, ματ-ιάζω
- ματο-γυάλια, ματό-κλαδα (ματο-τσίνορα)
- κατά-ματα, ανοικτο-μάτης, γαλανο-μάτης
ο οφθαλμός
- οφθαλμο-σκόπιο, οφθαλμο-φανής, οφθαλμ-απάτη, οφθαλμ-ίατρος
- ξηρ-οφθαλμία, επ-οφθαλμιώ, μον-όφθαλμος, εξ-όφθαλμος
η μητέρα
- μητερ-ούλα
η μήτηρ [γενική: της μητρός]
- μητρ-ιά, μητρ-ικός, μητρ-ότητα, μητρ-ώο
- μητρό-πολη, μητρ-ώνυμο
- μητρι-αρχία
- βασιλο-μήτωρ, Θεο-μήτωρ
η μύτη
- μυτ-ερός, μυτ-ούλα
- φακιδο-μύτης, ψηλο-μύτης, ξε-μυτίζω
η ρις [γενική: της ρινός]
- ριν-ικός, ριν-ίτιδα
- ρινό-κερος, ρινο-πλαστική, ρινο-ρ-ραγία, ρινο-φάρυγγας
- έν-ρινος (έρ-ρινος), ωτο-ρινο-λαρυγγο-λόγος
το νερό
- νερ-άκι, νερ-ουλάς, νερ-ουλός, νερ-ώνω
- νερό-βραστος, νερο-μπογιά, νερο-πίστολο, νερο-ποντή, νερο-πότηρο, νερο-χύτης
- από-νερα, λασπό-νερα, αλατό-νερο, χιονό-νερο
το παιδί
- παιδ-άκι, παιδ-εύω, παιδ-ιαρίζω, παιδ-ιάστικος, παιδ-ικός, παιδ-ούλα, παιδο-μάνι
- παιδό-τοπος, παιδο-ψυχολόγος, παιδ-αγωγός, παιδ-ίατρος
- απο-παίδι, μοναχο-παίδι, γυμνασιό-παιδο, λεβεντό-παιδο, πλουσιό-παιδο, φτωχό-παιδο
το τέκνο
- τεκνο-ποιώ
- ά-τεκνος, πολύ-τεκνος, σύν-τεκνος
ο πατέρας
- πατερ-ούλης
- εθνο-πατέρας, εργατο-πατέρας
ο πατήρ [γενική: του πατρός]
- πατρ-ίδα, πατρ-ικός, πάτρ-ιος, πατρ-ιός, πατρ-ιώτης, πατρ-ότητα, πατρ-ώα εδάφη
- πατρο-γονικός, πατρο-παράδοτος, πατρ-ώνυμο
- πατρι-άρχης
- ευ-πατρίδης
η πέτρα
- πετρ-άδι, πέτρ-ινος, πετρ-ίτης, πετρ-ούλα, πετρ-ώνω
- πετρο-βολώ, πετρο-πόλεμος, πετρ-έλαιο, πετρ-ώδης
- διαμαντό-πετρα, τσακμακό-πετρα, μονό-πετρο
ο λίθος
- λιθ-άρι, λίθ-ινος
- λιθο-βολώ, λιθό-στρωτος, λιθ-άνθρακας
- ασβεστό-λιθος, τσιμεντό-λιθος, απο-λίθωμα
το πλοίο
- πλοι-άριο
- πλοιο-κτήτης, πλοί-αρχος
- διαστημό-πλοιο, κρουαζιερό-πλοιο
η ναυς [γενική: της νηός]
- ναύ-της
- ναυ-αγός, ναύ-αρχος, ναυ-μαχία, ναυ-πηγείο, ναύ-σταθμος
- ναυσι-πλοΐα
- νηο-πομπή
- επί-νειο
η πόλη
- πολ-ίτης
- πολεο-δομία
- πολι-ορκώ, πολι-ούχος
- ακρό-πολη, κωμό-πολη, Αλεξανδρού-πολη εργατού-πολη, πανεπιστημιού-πολη
το άστυ
- αστ-ικός, αστ-ός
- αστυ-νόμος, αστυ-φιλία, αστυ-φύλακας, αστ-ίατρος
- προ-άστιο
ο πόνος
- πον-άκια
- πονό-δοντος, πονο-κέφαλος, πονό-κοιλος, πονό-λαιμος, πονό-ψυχος
- παρά-πονο, παυσί-πονο, ά-πονος, επί-πονος, γεω-πόνος, δασο-πόνος
το άλγος
- αλγ-εινός
- αν-άλγητος, κεφαλ-αλγία, νοστ-αλγία
η πόρτα
- πορτ-άκι, πορτ-άρα, πορτ-ιέρης, πορτ-ίτσα, πορτ-ούλα
- πορτο-παράθυρα
- εξώ-πορτα, μπαλκονό-πορτα, μπουκα-πόρτα, ξε-πορτίζω
η θύρα
- θυρ-εός, θυρ-ίδα
- θυρο-κολλώ, θυρο-τηλέφωνο, θυρ-ωρός
- πρό-θυρα, παρά-θυρο
το σίδερο
- σιδερ-άς, σιδερ-ένιος, σιδερ-ιά, σιδερ-ικό, σιδερ-ώνω
- σιδερό-βεργα, σιδερο-δέσμιος, σιδερο-κέφαλος, σιδερο-πρίονο
- ατμο-σίδερο, παλιο-σίδερο
ο σίδηρος
- σιδηρό-δρομος, Σιδηρό-καστρο, σιδηρ-ουργός
- λευκο-σίδηρος, χυτο-σίδηρος
ο σκύλος
- σκυλ-άδικο, σκυλ-άκι, σκύλ-αρος, σκυλ-άς, σκυλ-ιάζω, σκυλ-ίσιος
- σκυλο-βαριέμαι, σκυλο-βρίζω, σκυλο-καβγάς, σκυλο-λόι, σκυλό-ψαρο
- κυνηγό-σκυλο, λυκό-σκυλο, τσοπανό-σκυλο
ο κύων [γενική: του κυνός]
- κυν-ικός
- κυνο-μαχία, κυν-ηγώ, κυν-όδοντας
το σπίτι
- σπιτ-άκι, σπιτ-αρόνα, σπιτ-ικός, σπιτ-ίσιος, σπιτ-ώνω
- σπιτό-γατος, σπιτο-νοικοκύρης
- κουκλό-σπιτο, τροχό-σπιτο, ξε-σπιτώνω
ο οίκος
- οικ-είος, οίκ-ημα, οικ-ία, οικ-ιακός, οικ-ισμός, οικ-ιστής
- οικο-γένεια, οικό-πεδο, οικό-σημο, οικο-τροφείο
- αγρ-οικία, συν-οικία, έν-οικος, περί-οικος, δι-οικώ
το χέρι
- χερ-άκι, χερ-ούκλα, χερ-ούλι
- ανοιχτο-χέρης, χρυσο-χέρης, γουδο-χέρι, απλό-χερος
η χειρ
- χειρ-ίζομαι
- χειρο-βομβίδα, χειρό-γραφο, χειρο-κροτώ, χειρο-σφαίριση, χειρ-αγωγώ, χειρ-αποσκευή, χειρ-ουργός (χειρ-ούργος)
- αντί-χειρας, αριστερό-χειρας, εργό-χειρο, ιδιό-χειρος, πρό-χειρος
το ψάρι
- ψάρ-ακας, ψαρ-άκι, ψαρ-άς, ψαρ-εύω, ψαρ-ιά, ψαρ-ίλα, ψαρ-ούκλα, ψαρ-ώνω
- ψαρό-βαρκα, ψαρο-κόκαλο, ψαρο-ταβέρνα, ψαρ-αγορά
- σκυλό-ψαρο, χρυσό-ψαρο
ο ιχθύς
- ιχθυο-πωλείο, ιχθυο-τροφείο, ιχθυ-άλευρο, ιχθυ-έλαιο
το ψωμί
- ψωμ-άκι, ψωμ-ιέρα
- ψωμο-τύρι
- ελιό-ψωμο, σταφιδό-ψωμο, τηγανό-ψωμο
ο άρτος
- αρτo-ποιός, αρτο-σκευάσματα, αρτ-εργάτης
δείχνω
- μεγαλο-δείχνω, μικρο-δείχνω, ξανα-δείχνω
δεικνύω
- δείκ-της
- παρά-δειγμα, απο-δεικνύω, υπο-δεικνύω, έν-δειξη
πουλώ
- α-πούλητος, μοσχο-πουλώ, ξε-πουλώ
πωλώ
- πώλ-ηση, πωλ-ητής
- βιβλιο-πωλείο, κρεο-πωλείο, υποδηματο-πωλείο, ανθο-πώλης, λαχειο-πώλης, προ-πώληση, αγορα-πωλησία (αγορο-πωλησία), μονο-πωλώ
σέρνω
- ξανα-σέρνω, παρα-σέρνω
σύρω
- σύρ-μα, συρ-μός, σύρ-σιμο, σύρ-της, συρ-τός
- ανα-σύρω, απο-σύρω, δια-σύρω, παρα-σύρω
φέρνω
- γυρο-φέρνω, κατα-φέρνω, πηγαινο-φέρνω
φέρω
- φέρ-σιμο, φερ-τός, φορ-έας, φόρ-ος
- φερ-έγγυος, φέρ-ελπις
- ανα-φέρω, μετα-φέρω, παρα-φέρομαι, συμ-φορά, αμ-φορέας, μετα-φορέας, φώσ-φορο, βυτιο-φόρο, πετρελαιο-φόρο, ανή-φορος, λεω-φόρος, σημαιο-φόρος
κόκκινος
- κοκκιν-άδι, Κοκκιν-ιά, κοκκιν-ίζω, κοκκιν-ίλα
- κοκκινο-γένης, κοκκινο-λαίμης, Κοκκινο-σκουφίτσα, κοκκιν-ωπός
- κατα-κόκκινος, ροδο-κόκκινος
ερυθρός
- ερυθρ-ά, ερυθρ-ιώ
- ερυθρό-δερμος, ερυθρό-λευκος
- υπ-έρυθρος
κουφός
- κουφ-αίνω, κουφ-αμάρα
- κουφ-άλογο
- θεό-κουφος
κωφός
- κωφ-εύω, κώφ-ωση
- κωφ-άλαλος
- εκ-κωφαντικός, υπό-κωφος
μεγάλος
- μεγαλ-ίστικος, μεγαλ-ούτσικος, μεγαλ-ώνω
- μεγαλο-απατεώνας, μεγαλο-δείχνω, μεγαλο-ποιώ, μεγαλό-ψυχος, μεγαλ-ουργώ
- μικρο-μέγαλος
μέγας
- μέγ-ιστος
- μεγα-θήριο, μεγά-φωνο, Μεγ-αλέξανδρος
μισός
- μισο-άδειος, μισο-γεμάτος, μισο-γκρεμισμένος, μισο-φέγγαρο, μισ-άνοιχτος
- μισά-ωρο
ήμισυς
- ημί-θεος, ημι-κρανία, ημι-ορεινός, ημί-φως, ημί-χρονο
- ενά-μισης, δυό-μισι, τριά-μισι, τρεισ-ήμισι, τεσσερά-μισι
ξερός
- ξερ-α-ΐλα, ξερ-αίνω, ξερ-ακ-ιανός
- ξερό-βηχας, ξερο-κέφαλος, ξερο-νήσι, ξερο-ψήνω
- φυλλο-ξέρα, κατά-ξερος
ξηρός
- ξηρ-ά, ξηρ-ασία, ξηρ-ότητα
- ξηρο-δερμία, ξηρο-στομία, ξηρ-οφθαλμία
- απο-ξηραίνω
παλιός
- παλι-ατζής, παλι-ώνω
- παλιό-δρομος, παλιό-καιρος, παλιό-φιλος, παλι-άμπελο, παλι-άνθρωπος
παλαιός
- παλαι-ότητα
- παλαιο-λιθικός, παλαιο-πωλείο, παλαι-οντολογία
- παμ-πάλαιος, ανα-παλαίωση
ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη (1997), Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Αντίστροφο Λεξικό
ΕΙΚΟΝΕΣ: podilato98.blogspot.com
ΕΙΚΟΝΕΣ: podilato98.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου