29 Οκτ 2022

Η οικογένεια του ύδατος

Παράγωγες λέξεις

ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ
  • υδ-αρής
  • υδατ-ικός (ενυδατικός)
  • υδάτ-ινος
  • υδατ-ώδης
  • υδρ-εύω
  • ύδρ-α (και το ομώνυμο νησί)
  • υδρ-ία  

Το αρχαίο ουδέτερο «ύδωρ» (γενική: του ύδατος) σήμαινε «νερό»


Σύνθετες λέξεις

Α΄ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ
  • υδατο-γραφία, υδατοδιαλυτός, υδατοειδής, υδατοκαλλιέργεια, υδατόπτωση, υδατόσημο, υδατοστεγής, υδατοσφαίριση, υδατοφράκτης, υδατ-άνθρακας
  • υδρό-βιος, υδρόγειος, υδρογόνο, υδρογραφία, υδροδοτώ, υδροδυναμικός, υδροηλεκτρικός, υδρόθειο, υδροθεραπεία, υδροκεφαλία, υδροκήλη, υδροκυάνιο, υδροληψία, υδρόλυση, υδρομασάζ, υδρόμελο, υδρόμετρο, υδρομηχανική, υδροπλάνο, υδροπονία, υδρορροή, υδροστατικός, υδροστρόβιλος, υδρόσφαιρα, υδροσωλήνας, υδροτροπισμός, υδρόφιλος, υδροφόρος (η υδροφόρα), υδροχαρής, υδροχλώριο, Yδροχόος, υδρόχρωμα, υδρόψυκτος, υδρ-⁠αγωγείο, υδραντλία, υδράργυρος, υδρατμός, υδραυλικός, υδροξείδιο, Υδρούσα

Υδροπλάνο

Β΄ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ
  • -υδάτιος: παρυδάτιος
  • -υδατώνω: αφυδατώνω, ενυδατώνω
  • -υδρος: άνυδρος
  • -υδρία: ανυδρία, λειψυδρία
  • -ύδρα: κλεψύδρα
  • -υδρείο: ενυδρείο
  • -υδρίδα: ενυδρίδα  

Φράσεις

ΜΕ ΕΠΙΘΕΤΟ
  • όμβρια ύδατα
  • χωρικά ύδατα, διεθνή ύδατα




Περιβάλλον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

▼ Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα