10 Ιαν 2012

Στα ίχνη των αρχαίων λέξεων

Χρησιμοποιούνται μόνο με παρέα!


Η ελληνική γλώσσα έχει πολύ μεγάλη ιστορία. Στο πέρασμα των αιώνων κάποιες λέξεις της έμειναν ίδιες και κάποιες άλλες άλλαξαν λίγο στη μορφή.

Λέξεις που έμειναν ίδιες:
  • άμμος, άνθρωπος, επειδή, έχω
  • ήλιος, καθαρός, μανδύας
  • υγιής, υπέρ, ύπνος, φως
Λέξεις που άλλαξαν:
  • αέρας (από αήρ), Ελλάδα (Ελλάς)
  • ήρωας (ήρως), λίγο (ολίγον)
  • πόλη (πόλις), ράβω (ράπτω)
  • φύλακας (φύλαξ), χάμω (χαμαί)

Ωστόσο υπάρχουν και λέξεις που δεν κατάφεραν να επιβιώσουν αυτούσιες στον λόγο μας (ορώ = βλέπω), ωστόσο επιβιώνουν μέσα από τα παράγωγα ή τα σύνθετα που χρησιμοποιούμε (όρα-⁠ση, ορα-⁠τός).

Ας γνωρίσουμε μερικές από αυτές, για να κατανοήσουμε περισσότερο τη γλώσσα μας και να απολαύσουμε το όμορφο «ταξίδι» που μπορεί να μας προσφέρει.

Με τελεία διακρίνονται οι παράγωγες και σύνθετες λέξεις που σχηματίζουν. Τα πρώτα συνθετικά, μάλιστα, σημειώνονται με κόκκινο χρώμα.

Πατήστε στην ενότητα που σας ενδιαφέρει:


η άκατος (= βάρκα)
  • βενζιν-άκατος, πυραυλ-άκατος, σελην-⁠άκατος, τορπιλ-άκατος

η αλς [γενική: της αλός] (= θάλασσα)
  • παρ-αλία, ύφ-αλος, αιγι-αλός

η γαστήρ [γενική: της γαστρός] (= κοιλιά, στομάχι)
  • γάστρ-α, γαστρ-ικά υγρά, γαστρ-ίτιδα
  • γαστρο-νομία, γαστρο-ρ-ραγία, γαστρο-⁠σκόπηση, γαστρ-⁠εντερίτιδα
  • υπο-γάστριο

η οπώρα (= φρούτο)
  • οπωρο-κηπευτικά, οπωρο-πωλείο, οπωρο-⁠φόρος
  • φθιν-όπωρο

το πέδον (= έδαφος)
  • πεδ-ινός, πεδ-ίο
  • λεκανο-πέδιο, ναρκο-πέδιο, ορο-πέδιο, γή-⁠πεδο, οικό-πεδο, στρατό-πεδο, ισο-⁠πεδώνω

ο σίτος (= σιτάρι)
  • σιτ-εμένος, σιτ-ηρά, σιτ-ίζομαι
  • σιτο-παραγωγός, σιτ-άλευρο, σιτ-αποθήκη
  • α-σιτία, συσ-σίτιο, υπο-σιτισμός, παρά-σιτο, αραβό-σιτος, οικό-⁠σιτος


αγγέλλω (= αναγγέλλω)
  • αγγελ-ία, άγγελ-ος
  • εισ-αγγελέας, επ-αγγελία, ευ-αγγέλιο, αν-⁠αγγέλλω, απ-⁠αγγέλλω, δι-άγγελμα, επ-⁠άγγελμα, παρ-αγγέλνω

άγω (= οδηγώ, φέρνω)
  • αγωγ-ή, αγωγ-ός
  • ουρ-αγός, εισ-άγω, εξ-άγω, ναυ-αγώ, ξεν-αγώ, υδρ-αγωγείο, δι-⁠αγωγή, οχλ-αγωγία, ψυχ-⁠αγωγία, δημ-αγωγός, νηπι-αγωγός, φωτ-⁠αγωγώ, χειρ-αγωγώ, φορτ-ηγό, αρχ-⁠ηγός, στρατ-ηγός, κυν-ηγώ, οδ-ηγώ

άδω (= ψάλλω, τραγουδώ)
  • άσ-μα, ωδ-ή
  • μελ-ωδία, τραγ-ωδία, χορ-ωδία, ψαλμ-ωδία, κιθαρ-ωδός

αιρώ (= παίρνω, αφαιρώ, αρπάζω)
  • αίρ-εση
  • καθ-αίρεση, προ-αιρετικός, αυθ-αίρετος, αφ-⁠αιρώ, δι-αιρώ, εξ-⁠αιρώ

αλέξω (= απομακρύνω, υπερασπίζομαι, βοηθώ)
  • αλεξι-βρόχιο, αλεξι-κέραυνο, αλεξί-πτωτο, αλεξί-σφαιρος, Αλέξ-ανδρος, αλεξ-ήλιο

αλίσκομαι (= κατακτώμαι, κυριεύομαι)
  • άλω-ση
  • αν-αλώνομαι, κατ-αν-άλωση, αιχμ-άλωτος, ευ-άλωτος

βαίνω (= βαδίζω, πορεύομαι)
  • βά-ση, βα-τός
  • ανε-βαίνω, επ-εμ-βαίνω, ανά-βαση, πρόσ-⁠βαση, ορει-βασία, δια-⁠βατήριο, ακρο-⁠βάτης, υπνο-βάτης, πρό-βατο, ά-βατος, δύσ-⁠βατος, ονειρο-βατώ


βάλλω (= ρίχνω, εκσφενδονίζω)
  • βολ-ή
  • αμφι-βάλλω, εισ-βάλλω, πρό-βλημα, επι-⁠βλητικός, πανικό-⁠βλητος, προ-βολέας, ανα-βολή, σκοπο-βολή, ακτινο-⁠βολία, δισκο-⁠βολία, εμ-βόλιο, λιθο-βολισμός, σύμ-⁠βολο, πολυ-βόλο, διά-(β)ολος, καλό-⁠βολος, κεραυνο-βόλος, φυλλο-⁠βόλος

γιγνώσκω (= γνωρίζω, έχω μάθει, ξέρω)
  • γνωστ-ικός
  • ανα-γιγνώσκω, ανά-γνωση, από-γνωση, διά-⁠γνωση

δέμω (= χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω)
  • δομ-ή
  • υπο-δομή, πολεο-δομία, οικο-δόμος, πολεο-⁠δόμος

ελαύνω (= οδηγώ, τρέχω)
  • έλευ-ση
  • παρ-έλαση, απ-ελαύνω, προ-έλευση, συν-⁠έλευση, ποδ-ήλατο, κωπ-ηλατώ

κομώ (= φροντίζω, περιποιούμαι)
  • βρεφο-κομείο, γηρο-κομείο, νοσο-κομείο, ιππο-κόμος, μελισσο-⁠κόμος

κτείνω (= σκοτώνω, φονεύω)
  • ανθρωπο-κτονία, γενο-κτονία, εντομο-κτόνο, Βουλγαρο-κτόνος

κτώμαι (= αποκτώ)
  • κτή-μα, κτή-ση
  • ιδιο-κτήτης, απο-κτώ, κατα-κτώ

νέμω (= μοιράζω, απονέμω)
  • νομ-ή, νομ-ός, νόμ-ος
  • απο-νέμω, οικο-νομία, αστρο-νόμος, κληρο-⁠νόμος, ταξι-νομώ

ορώ [παρακείμενος: όπωπα] (= βλέπω)
  • όρα-ση, ορα-τός
  • αυτ-όπτης, ύπ-οπτος, κάτ-οπτρο, παν-όραμα, τηλε-όραση, α-⁠όρατος, θε-όρατος, κηπ-ουρός, άπ-οψη, υπ-όψη, παρ-ωπίδες, μέτ-ωπο, πρόσ-⁠ωπο, αγρι-ωπός, πρασιν-ωπός, θυρ-⁠ωρός

ποιώ (= κατασκευάζω, δημιουργώ, εκτελώ, κάνω)  
  • ποί-ημα
  • περι-ποίηση, υλο-ποίηση, χειρο-ποίητος, ηθο-⁠ποιία, γελωτο-⁠ποιός, θαυματο-ποιός, ακινητο-ποιώ, χρησιμο-ποιώ


ρηγνύω (= σπάω, κομματιάζω)
  • ρήγ-μα
  • αιμο-ρ-ραγία, ψυχο-ρ-ραγώ, διά-ρ-ρηξη, έκ-⁠ρηξη

σκοπώ (= αποβλέπω σε κάτι, στοχεύω)
  • αστερο-σκοπείο, δημο-σκόπηση, μικρο-⁠σκόπιο, κατά-σκοπος, πρό-σκοπος, απο-σκοπώ, μαγνητο-σκοπώ

τίκτω (= γεννώ)
  • τόκ-ος
  • πρωτό-τοκος, Θεο-τόκος


αλλήλων (= ο ένας τον άλλο)
  • αλληλο-βοήθεια, αλληλο-γραφία, αλληλ-⁠εγγύη, αλληλ-⁠επίδραση
  • αλλ-επ-άλληλος, κατ-άλληλος, παρ-άλληλος, υπ-άλληλος

καινός (= νέος, καινούργιος, πρωτοφανής)
  • καινο-τομία, καινο-φανής, καιν-ούργιος
  • εγ-καίνια, ανα-καινίζω

λάθρα (= κρυφά)
  • λαθρ-αίος
  • λαθρο-κυνηγός, λαθρο-μετανάστης, λαθρ-⁠έμπορος, λαθρ-⁠επιβάτης


ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη (1997), Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Αντίστροφο Λεξικό
ΕΙΚΟΝΕΣ: podilato98.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα: