- όαση wh (= καζάνι, κοίλωμα, λάκκος)
- φαραώ per-aa (= ανάκτορο)
- κοκορέτσι kokoreci
- μπαμπέσης pabese
- σβέρκος zverk
- φλογέρα flojere
- αράπης Arab
- βεδουίνος beduin
- ζάρι az-zahar
- κελεμπία kelebia
- κουσούρι kusur
- νούφαρο noufar
- σαφάρι safara (= ταξίδι)
- τασάκι < τάσι < tas
- τσόφλι < τσέφλιν < djefl
- χαντάκι < χάνταξ < khandaq
- Πάσχα pascha < εβραϊκό pasah (= διάβαση, πέρασμα)
- ρύζι vrize < ινδικό vrihi
- πέστροφα pusturva (= πιτσιλωτή, παρδαλή)
- μούρη muro
- αλτ halt (= στάσου), προστακτική του ρήματος halten (= σταματώ)
- πλακάτ Plakat
- σνίτσελ Schnitzel (= λεπτό κομμάτι κρέατος)
- αλληλούια hallelujah (= υμνείτε τον Jah) < Jah (= ο Ιεχωβάς, ο Κύριος)
- αμήν amen (= βεβαιότητα, αλήθεια, είθε) < aman (= ενισχύω, επιβεβαιώνω)
- αρραβώνας erabon (= ενέχυρο)
- Σάββατο sabbath < sabath (= αναπαύομαι)
- ωσαννά hosi ah-na (= Κύριε Ελέησον)
- γιλέκο jileco < τουρκικό yelek
- κακάο cacao < ινδιάνικο cacahuatl (= σπόροι του κακάου)
- καπαρντίνα gabardina
- μαρκαδόρος marcador
- παρέα pareja
- πατάτα patata < ινδιάνικο batata
- σοκολάτα chocolatl < μεξικανικό chocolatl < ινδιάνικο xocoatl
- τανγκό tango
- χούντα junta (= ενωμένη) < λατινικό jungeo (= ενώνω)
- ουρακοτάγκος oranghutan (= άνθρωπος του δάσους) < orang (= άνθρωπος) + hutan (= δάσος)
- μάγος mag
- κόμπρα cobra-capello < λατινικό columbra (= φίδι)
- μπαμπού bambu, λέξη μαλαϊκής προέλευσης
- μπανάνα banana, λέξη αφρικανικής προέλευσης
- σόλα sola < λατινικό solea (= σανδάλι)
- τσάι tsai, λέξη κινεζικής προέλευσης
- καμήλα gamal
- περιστερά perah Istar (= πουλί της Αφροδίτης)
- σάκος sak
- βάλτος blato
- βίτσα vitsa
- κόρα kora
- κοτέτσι cotets
- κότσια kostitsa
- λούτσα luza
- ρούχο ruho
- σανός / σανό seno
- στάνη stan
- μανταρίνι mandara
ΕΙΚΟΝΕΣ: hiveminer.com, plaisio.gr, karfitsa.gr, trikalanews.gr