ανάστημα το [anástima]
1. Το ύψος του ανθρώπου, η απόσταση δηλαδή από το πέλμα ώς την κορυφή του κρανίου:
2. Μεταφορικά: Tο πνευματικό ή ηθικό ανάστημα κάποιου (οι ικανότητές του).
3. Φράση: Ορθώνω το ανάστημά μου (αντιστέκομαι, ιδίως από ηθική άποψη).
- Μέτριο ανάστημα, κανονικό ανάστημα, ψηλό ανάστημα
[ελληνιστική λέξη «ανάστημα»]
ΕΙΚΟΝΕΣ: poiitikivivliothiki@facebook, oToixosEixeThDikhTouYsteria@facebook


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου