δημιουργικός -ή -ό [δimiurjikós]
α) Αυτός που έχει σχέση με τη δημιουργία, ιδίως την εμπνευσμένη ή την πρωτότυπη, και κυρίως αυτός που χαρακτηρίζεται από αυτήν:
β) Επίρρημα: Εργάζεται δημιουργικά. Xρησιμοποιεί δημιουργικά τις γνώσεις του.
γ) Ουσιαστικό: Nα απελευθερώσουμε τη δημιουργικότητα των παιδιών.
- Δημιουργικός άνθρωπος, δημιουργικός νους
- Δημιουργική ικανότητα, δημιουργική φαντασία, δημιουργική διάθεση
- Δημιουργική εργασία, δημιουργική απασχόληση, δημιουργική μάθηση
[λόγια λέξη < ελληνιστική λέξη «δημιουργικός», αρχαία σημασία: «αυτός που ανήκει σε τεχνίτη»]
Το μυστικό των δημιουργικών ανθρώπων είναι η περιέργεια για τη ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της.
— Λίο Μπέρνετ
(Αμερικανός διαφημιστής, 1891-1971)
Μια σημαντική πλευρά της δημιουργικότητας είναι να μη φοβάσαι να αποτύχεις.
— Έντουιν Λαντ
(Αμερικανός επιστήμονας και εφευρέτης, 1909-1991)
ΕΙΚΟΝΕΣ: enallaktikidrasi.com (1), philosophyreturns@facebook (2-3), LivewithPhilosophy@facebook (4), politismos1@facebook (5), pcc-packaging.eu (6)