Από τον wolf23
Μαθητής της έκτης τάξης
Το εμβόλιο είναι βιολογικό παρασκεύασμα που σκοπό έχει να ευαισθητοποιήσει το αμυντικό σύστημα του οργανισμού έναντι συγκεκριμένων παθογόνων μικροοργανισμών.
Το εμβόλιο συνήθως περιέχει έναν νεκρό ή αδρανοποιημένο νοσογόνο παράγοντα, ο οποίος είναι υπεύθυνος για μια ασθένεια. Ο παράγοντας αυτός διεγείρει το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού, ώστε να τον αναγνωρίσει ως ξένο, να παραγάγει αντισώματα που θα τον καταστρέψουν και να αποκτήσει μνήμη για αυτόν ώστε το ανοσοποιητικό σύστημα να μπορεί αργότερα να τον αναγνωρίσει πιο εύκολα και να καταστρέψει οποιονδήποτε μικροοργανισμό τον περιέχει.
Ιστορία
Κάποια στιγμή στα τέλη της δεκαετίας του 1760 ο Edward Jenner, καθώς ακολουθούσε την ειδικότητά του ως χειρουργός, άκουσε μια ιστορία, γνωστή στις επαρχιακές περιοχές ότι οι εργαζόμενοι στην παραγωγή γάλακτος ποτέ δε νοσούσαν από τη συχνά θανατηφόρα και παραμορφωτική ασθένεια της ευλογιάς καθώς είχαν είδη νοσήσει από την ευλογιά των αγελάδων η οποία έχει πολύ ελαφρά συμπτώματα στον άνθρωπο. Το 1796 ο Jenner πήρε πύον από το χέρι μιας χωριατοπούλας που έπασχε από ευλογιά των αγελάδων και το εισήγαγε στο χέρι ενός οκτάχρονου αγοριού. Έξι εβδομάδες αργότερα εμβολίασε το παιδί με τον ιό της ευλογιάς και παρατήρησε ότι δε νόσησε από αυτή.
Ο Jenner επέκτεινε τις μελέτες του και το 1798 ανέφερε ότι το εμβόλιο αυτό ήταν ασφαλές για παιδιά αλλά και για ενήλικες και ότι μπορούσε να μεταφερθεί από χέρι σε χέρι, μειώνοντας την εξάρτηση στις αβέβαιες πηγές των μολυσμένων αγελάδων. Καθώς ο εμβολιασμός με τον ιό της ευλογιάς των αγελάδων ήταν πολύ πιο ασφαλής από τον εμβολιασμό με τον ιό της ευλογιάς των ανθρώπων, μια πρακτική ιδιαίτερα εκτεταμένη στην Αγγλία, ο εμβολιασμός με τον ανθρώπινο ιό της ευλογιάς απαγορεύτηκε το 1840.
Η δεύτερη γενιά των εμβολίων εισήχθη τη δεκαετία του 1880 από τον Luis Pasteur (Παστέρ), ο οποίος εισήγαγε τα εμβόλια για τη χολέρα των κοτόπουλων και για το βακτήριο του άνθρακα. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα ο εμβολιασμός θεωρούνταν θέμα εθνικού κύρους και ψηφίστηκαν οι πρώτοι νόμοι υποχρεωτικού εμβολιασμού. Κατά τον 20ό αιώνα παρήχθησαν πολλά επιτυχημένα εμβόλια, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται τα εμβόλια ενάντια στη διφθερίτιδα, την ιλαρά, την παρωτίτιδα και την ερυθρά. Κορυφαία επιτεύγματα περιλαμβάνουν το εμβόλιο ενάντια στην πολιομυελίτιδα τη δεκαετία του ’50 και την εξαφάνιση της ευλογιάς τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Αποτελεσματικότητα
Τα εμβόλια δεν μπορούν πλέον να εγγυηθούν πλήρη προστασία από κάποια ασθένεια, όπως και κάθε άλλος τρόπος αντιμετώπισης ασθενειών. Μερικές φορές η προστασία αποτυγχάνει γιατί το ανοσοποιητικό σύστημα του ξενιστή δεν μπορεί να αντιδράσει επαρκώς ή ακόμα και αδυνατεί να αντιδράσει.
Η αποτελεσματικότητα ενός εμβολίου εξαρτάται από μία σειρά παραγόντων:
Την ίδια την ασθένεια (σε μερικές ασθένειες ο εμβολιασμός αποδίδει καλύτερα από ό,τι σε άλλες).
Το στέλεχος που χρησιμοποιείται για το εμβόλιο (κάποια εμβόλια είναι ειδικά απέναντι σε κάποιο συγκεκριμένο στέλεχος ενός μικροοργανισμού).
Το κατά πόσο το πρόγραμμα των εμβολιασμών έχει τηρηθεί σωστά.
Τα ατομικά χαρακτηριστικά του ασθενούς καθώς μερικά άτομα δεν παράγουν αντισώματα ακόμα και μετά τον εμβολιασμό τους.
Η ηλικία καθώς και διάφοροι γενετικοί παράγοντες.
Παρενέργειες
Όταν ο εμβολιασμός πραγματοποιείται κατά την παιδική ηλικία είναι γενικά ασφαλής. Οι παρενέργειες, εάν εμφανιστούν, είναι συνήθως ήπιες και εξαρτώνται σε κάθε περίπτωση απ’ το μελετούμενο εμβόλιο. Κάποιες πιθανές παρενέργειες είναι: ο πυρετός, ο πόνος γύρω από την περιοχή του εμβολίου, μυϊκοί πόνοι ή μια αλλεργική αντίδραση. Σοβαρές παρενέργειες είναι εξαιρετικά σπάνιες.
Μένουμε ασφαλείςΥγεία – Κίνδυνοι