28 Οκτ 2011

Το άλογο

Διήγημα

Από την El
Μαθήτρια της έκτης τάξης

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια φάρμα ζούσε ένα αλογάκι. Το όνομα του ήταν Ricky. Ζούσε μαζί με την οικογένεια του, την μαμά του, τον μπαμπά του, και την αδερφή του. Ήταν μια πολύ δεμένη οικογένεια, ώσπου μια μέρα ο αγρότης της φάρμας θέλησε να βάλει το αλογάκι σε αγώνες. Το κούραζε τόσο πολύ που μετά δεν μπορούσε ούτε καν να περπατήσει. Και όλα αυτά επειδή ο διαγωνισμός έδινε χρήματα. Ήταν απίστευτα αυτά που του έκανε, το βαρούσε και το βασάνιζε, ήταν απλώς άθλιο.


Αδερφή, μπαμπάς, μαμά, Ricky


Μια μέρα πριν τον αγώνα όμως, επειδή το αλογάκι είχε κουραστεί πια, ο μπαμπάς του αλόγου βρήκε μια ιδέα. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να φύγουν, δηλαδή να δραπετεύσουν. Την ίδια στιγμή κιόλας άρχισαν να συμμαζεύουν κάποια από τα πράγματά τους και αργότερα να αποχαιρετούν τους φίλους τους από τη φάρμα. Όταν τελείωσαν προσπάθησαν να βεβαιωθούν ότι κανένας άνθρωπος δε θα τους έβλεπε. Τελικά τα κατάφεραν.

Το επόμενο πρωί μετά από πολλές ώρες ταξιδιού, έφτασαν σε ένα πανέμορφο λιβάδι. Αποφάσισαν να μείνουν λίγο εκεί να ξεκουραστούν. Πέρασε αρκετός χρόνος και τελικά προς το απόγευμα ξύπνησαν. Αφού εξερεύνησαν πρώτα το λιβάδι, συνέχισαν το ταξίδι τους.

Κάποια στιγμή αργότερα, βρήκαν πατημασιές από παπούτσια ανθρώπου. Προχωρούσαν δειλά, ώσπου κάποια στιγμή ένα μικρό κοριτσάκι εμφανίστηκε μπροστά τους. Το κοριτσάκι αμέσως φώναξε τη μαμά του και άρχισε να τα χαϊδεύει. Ήταν πολύ γλυκό και όμορφο κορίτσι και τα άλογα το συμπάθησαν αμέσως. Μετά από λίγο ήρθε η μαμά του κοριτσιού που ήταν πολύ φιλόζωη και είχε και εκείνη μια φάρμα. Μετά από πολλή προσπάθεια του κοριτσιού η μητέρα πείστηκε και πήρε τα άλογα στη φάρμα της. Δεν ήταν και τόσο μακριά και ευτυχώς για τα άλογα έφτασαν γρήγορα και έκατσαν να ξεκουραστούν. Αργότερα τα άλογα έτρεξαν να γνωρίσουν τα ζώα της φάρμας εκείνης. Ήταν όλα πολύ καλά ζώα αλλά και συμπαθητικά.

Γρήγορα έγιναν όλοι πολύ καλοί φίλοι. Όσο για τον παλιό αγρότη των αλόγων έτρεχε όλη μέρα από εδώ και από εκεί για να τα βρει. Η μαμά του κοριτσιού ήταν πολύ καλή και σεβόταν όλα τα ζώα. Η ζωή των αλόγων περνούσε όλο και πιο όμορφη και αυτά πιο χαρούμενα…

Θέματα με ζώαΠαιδικές δημιουργίες

27 Οκτ 2011

Αναμνήσεις από τον πόλεμο (1)

Από τη May
Μαθήτρια της έκτης τάξης

Η May βρίσκει στο διαδίκτυο μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν τον τελευταίο Μεγάλο Πόλεμο

Η γιαγιά Αγγελική θυμάται

Τον Ιανουάριο του 1942 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής που βρίσκονταν στην περιοχή μας, κυνηγούσαν τους Ιταλούς συμμάχους των. Ο πατέρας της γιαγιάς μου έκρυψε έναν Ιταλό αξιωματικό ο οποίος είχε έρθει στην αυλή του και ζητούσε φαγητό και καταφύγιο. Οι Γερμανοί τον έψαχναν…

Ο πατέρας της γιαγιάς μου τον έκρυψε στο άδειο βαρέλι του κρασιού. Στο τέλος ο Ιταλός σώθηκε από τη μανιώδη καταδίωξη των Γερμανών που σήμαινε εκτέλεση…

Η γιαγιά Παρασκευή θυμάται

Οι Ιταλοί έφτασαν τη Δευτέρα, ενώ οι άνθρωποι ήταν ακόμη στα αμπέλια και τρυγάγανε. Τότε είδαν πέντε, έξι ιταλικά αεροπλάνα που πήγαν να βομβαρδίσουν την Κακιά Σκάλα (περιοχή μεταξύ Μεγάρων και Κινέττας). Όλες οι βόμβες που ρίξανε έπεσαν στη θάλασσα.

Ένας Μεγαρίτης ειδοποίησε τους ανθρώπους που ήταν στ’ αμπέλια ότι οι Ιταλοί μάς κήρυξαν τον πόλεμο. Τότε όλοι φύγανε και πήγαν στα σπίτια τους. Ύστερα μαζεύτηκαν παλικάρια για να πολεμήσουν. Πολεμούσαν, νικούσαν τους Ιταλούς και χτυπούσαν τις καμπάνες για κάθε χωριό που έπαιρναν.

Τον Απρίλιο μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Μετά βομβάρδισαν το λιμάνι του Πειραιά, την παραλία των Μεγάρων (στον Άγιο Νικόλα στην Πάχη). Έγινε και αερομαχία και έπεσε ένα αγγλικό αεροπλάνο στην περιοχή του Αϊ-Γιάννη του Χορευταρά.

Ο παππούς Σπύρος θυμάται

Δύσκολα εκείνα χρόνια που με τα λίγα πολεμικά μέσα αλλά με μεγάλη ψυχή αγωνιστήκαμε και πολεμήσαμε στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Θυμάμαι τις δύσκολες μέρες που πολεμούσαμε στα βουνά της Ηπείρου χωρίς ζεστά ρούχα και τρόφιμα. Περιμέναμε να μας στείλουνε μάλλινα ρούχα και τρόφιμα για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Πολλοί από μας έπαθαν κρυοπαγήματα και αναγκάστηκαν να κόψουν χέρια και πόδια για να μην πεθάνουν.

Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός έκανε μεγάλο αγώνα για να βοηθήσει τους πολεμιστές που είχαν ανάγκη. Τους πήγαιναν τρόφιμα και ρούχα, επίσης βοηθούσαν τους χτυπημένους Έλληνες.

Όλοι μας όμως είμαστε υπερήφανοι που καταφέραμε να διώξουμε τους κατακτητές και να ζείτε τώρα εσείς ελεύθεροι.

Η γιαγιά Ελένη θυμάται

Το 1941, στην Κατοχή, οι άνθρωποι πεινούσαν πάρα πολύ. Όσοι είχαν διάφορα πράγματα τα αντάλλασσαν με αυτούς που είχαν λάδι ή σιτάρι για να μπορέσουν να ζήσουν. Υπήρχε το συσσίτιο που έδιναν λίγο πιο πάνω από το κτήριο που σήμερα στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεγάρων, και πήγαιναν οι άνθρωποι με το κατσαρολάκι για να πάρουν λίγο φαγητό. Επίσης έστελνε και η Αμερική για να ζήσουν οι άνθρωποι. Μερικά παιδιά πήγαιναν γύρω από τα σημεία που τρώγανε οι Γερμανοί και έπαιρναν από τα σκουπίδια ό,τι έβρισκαν: φύλλα από λάχανα, μήλα μισοφαγωμένα, φλούδες από τις πατάτες κ.ά. και μερικές φορές έκλεβαν ό,τι μπορούσαν. Σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, όπως στην Αθήνα πέθαινε πάρα πολύς κόσμος από την πείνα.

Στα Μέγαρα, μια Κυριακή απόγευμα, σκοτώσανε έναν Ιταλό στην περιοχή «Έξω Βρύση». Τη Δευτέρα το πρωί είχαν περικυκλωθεί όλα τα Μέγαρα από Γερμανούς και Ιταλούς οι οποίοι μπήκαν μέσα στην πόλη και ψάχνανε τα σπίτια. Πήρανε όλους τους άντρες και τους πήγανε στην πλατεία Ηρώων. Είχανε αποφασίσει να τους εκτελέσουν. Ο τότε δήμαρχος Θεόδωρος Τσεκές μαζί με τον δεσπότη Ιάκωβο μεσολάβησαν για να μην τους εκτελέσουν. Ο Γερμανός αξιωματικός επέμενε ότι θα τους εκτελέσει. Τότε αυτοί μπήκαν μπροστά στους Μεγαρίτες και είπαν να εκτελέσουν πρώτα αυτούς και μετά τους άλλους. Οι Γερμανοί δεν τους εκτέλεσαν και γλίτωσαν οι άνθρωποι.

Στη σημερινή πλατεία «Εθνικής Αντιστάσεως» οι Γερμανοί είχαν κρεμάσει δέκα Μεγαρίτες.

Μεγάλο πρόβλημα πείνας

Στα χρόνια της Κατοχής οι Έλληνες αντιμετώπισαν μεγάλο πρόβλημα πείνας. Τα Μέγαρα επειδή είναι αγροτική περιοχή δεν αντιμετώπισαν τόσο έντονα το πρόβλημα αυτό. Κάθε οικογένεια είχε το δικό της σιτάρι. Έτσι αν και είχαν πολλές ελλείψεις κατάφερναν να επιβιώσουν τα δύσκολα αυτά χρόνια.

Για τα μικρά παιδιά ο Ερυθρός Σταυρός μοίραζε συσσίτιο στα σχολεία. Κάθε παιδάκι κρατούσε στο χέρι μια καρτέλα για να σημειώνουν ότι πήρε τη μερίδα του και ένα κατσαρολάκι. Το φαγητό ήταν συνήθως όσπρια και πλιγούρι. Το πλιγούρι το έφτιαχναν από σπασμένο σιτάρι.

Πολλές φορές έρχονταν στα Μέγαρα ξένοι πεινασμένοι και εξαντλημένοι άνθρωποι που οι Μεγαρίτες τους έδιναν λίγο ψωμί ή ένα αβγό για να μπορέσουν να ζήσουν. Άλλοι τα κατάφερναν και άλλοι όχι.

Οι Μεγαρίτες πήγαιναν στο κάμπο και μάζευαν χόρτα και μαζί με καλαμποκάλευρο έφτιαχναν πίτες. Με καλαμποκάλευρο επίσης έφτιαχναν ένα είδος ψωμιού που το περιέχυναν με πετιμέζι και το έτρωγαν σαν γλύκισμα που το έλεγαν μπομπότα. Είχαν όσπρια κρασί και λάδι. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε πως οι Μεγαρίτες μπορεί να πείνασαν στην κατοχή αλλά δε λιμοκτόνησαν.


Ιστορία
ΠΗΓΗ: ;

Αναμνήσεις από τον πόλεμο (2)

Από τη May
Μαθήτρια της έκτης τάξης

Η May εντοπίζει στο διαδίκτυο συνεντεύξεις ανθρώπων που βίωσαν τον τελευταίο Μεγάλο Πόλεμο

Ο παππούς Λεωνίδας θυμάται

Ερ.: Πώς ήταν η ζωή τότε παππού;

Απ.: Οι άνθρωποι πείναγαν πολύ. Έτρωγαν ό,τι έβρισκαν για να μην πεθάνουν από την πείνα. Σφαγμένους γαϊδάρους και γάτες. Κι αυτό γιατί οι Ιταλοί πήγαιναν στα σπίτια κι έπαιρναν τα τρόφιμα όπως κρέας, λάδι και σιτάρι και οι Έλληνες λιμοκτονούσαν.

Ερ.: Θυμάσαι κάποιο περιστατικό;

Απ.: Ένας Ιταλός πήγαινε με ένα υδροφόρο στην Έξω Βρύση για να πάρει νερό και να το πάει στο Μεγάλο Πεύκο (Ν. Πέραμος). Τότε κατέβηκαν από τα βουνά δυο Έλληνες αντάρτες. Ο Ιταλός τους έδωσε να καπνίσουν τσιγάρο, έβαλε το χέρι μέσα στην τσέπη του για να τους δώσει σπίρτα να ανάψουν το τσιγάρο και έβγαλε όπλο σκότωσε τον έναν Έλληνα. Ο άλλος Έλληνας τράβηξε το όπλο του και τραυμάτισε θανάσιμα τον Ιταλό. Οι Γερμανοί που ήταν στο Μεγάλο Πεύκο και περίμεναν το νερό είδαν ότι ο Ιταλός άργησε και ήρθαν στα Μέγαρα. Πήγανε στην Έξω Βρύση και είδαν τον σκοτωμένο Ιταλό. Τότε άρχισαν να παίρνουν άντρες πάνω από 16 ετών έως και 50 ετών από την περιοχή Πλακάκια μέχρι τη Έξω Βρύση. Όσους πήρανε τους συγκέντρωσαν στην πλατεία Ηρώων και απ’ αυτούς διάλεξαν 10 άτομα και τους έκλεισαν στη φυλακή. Τους βασάνιζαν για να μαρτυρήσουν. Μερικοί Μεγαρίτες κρύφτηκαν στα βουνά για να μην τους πιάσουν οι Γερμανοί.

Στο σπίτι μας έμεναν 30 Γερμανοί. Οι Γερμανοί ήταν κύριοι και άμα δεν τους πειράζαμε δε μας πείραζαν και δε μας έπαιρναν τίποτα.

Στην Πάχη είχαν αράξει δυο ελληνικά καράβια φορτωμένα με κριθάρι. Μετά πέρασαν πέντε γερμανικά αεροπλάνα και τα βύθισαν. Τότε ο κόσμος επειδή πεινούσε έπαιρνε απ’ τη θάλασσα το βρωμοκρίθαρο και το άλεθαν στον μύλο και το έτρωγαν.

Στο Λουτρόπυργο περνούσε ένα τρένο με Γερμανούς αλλά δεν είχαν βάλει στα μπροστινά βαγόνια Έλληνες, (έτσι συνήθιζαν να κάνουν ώστε αν γινόταν κάποιο σαμποτάζ να σκοτώνονταν οι Έλληνες). Οι Έλληνες αντιστασιακοί είχαν βάλει εκρηκτικά στις γραμμές και το τρένο ανατινάχτηκε. Την επόμενη μέρα οι Γερμανοί έφτιαξαν κρεμάλες και κρέμασαν 10 Έλληνες.

Εγώ τότε ήμουν 9 ετών και φύλαγα 5 πρόβατα στην περιοχή της Ι.Μ. Αγ. Βαρβάρας. Μια μέρα ήρθαν οι Ιταλοί να μου πάρουν ένα πρόβατο. Εγώ δεν το έδινα. Με χτύπησαν και ήρθα κλαίγοντας στα Μέγαρα αλλά το πρόβατο δε μου το πήρανε.

Ερ.: Εσείς είχατε να φάτε;

Απ.: Εμείς ήμασταν αγρότες και είχαμε σιτάρι, φακές, φασόλια, κουκιά, κριθάρι και καλαμπόκι.

Ο παππούς Βαγγέλης και η γιαγιά Καλλιόπη θυμούνται

Γιαγιά και παππού πώς αντιμετωπίσατε την πείνα στην κατοχή το 1940;

ΠΑΠΠΟΥΣ: Τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας, όπως χόρτα, καλαμπόκι, φλούδες από πατάτες, χαρουπάλευρο, δηλαδή αλεύρι από χαρούπια, κριθάρι, γιατί την εποχή εκείνη στην Πάχη είχε βουλιάξει ένα καράβι και στις αποθήκες του είχε κριθάρι. Είχε μαυρίσει. Το είχαν αλέσει, είχε γίνει σαν κοπριά και το έτρωγαν ο κόσμος από ανάγκη.

Πώς ζήσατε τον πόλεμο;

ΓΙΑΓΙΑ: Ζήσαμε με πολύ φόβο και αγωνία για τους συγγενείς μας.
ΠΑΠΠΟΥΣ: Ζήσαμε με πολλή πείνα και με πολλούς βομβαρδισμούς.

Τι σας συγκλόνισε που σας έμεινε χαραγμένο στη μνήμη; Τι σας φόβισε;

ΓΙΑΓΙΑ: Αυτό που με συγκλόνισε περισσότερο είναι όταν ένα πρωί, όπως κάθε μέρα, ξεκινήσαμε να πάμε στην περιοχή «Καντήλι» να σπάσουμε πέτρες στον δρόμο. Εκείνο το πρωινό εγώ δεν πήγα γιατί δεν πρόλαβα το αυτοκίνητο και ήμουν πολύ τυχερή γιατί εκείνη την ημέρα, την ώρα που είχαν μοιράσει το συσσίτιο και έτρωγαν πέρασε ένα αμερικανικό αεροπλάνο και βομβάρδισε την περιοχή. Όσοι ήταν εκεί σκοτώθηκαν όλοι. Αυτό με συγκλόνισε πολύ και δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ.


Ιστορία
ΠΗΓΗ: ;

May

Η May κατοικεί στη Νότια Αθήνα. Με το ΠΟΔήΛΑΤΟ συνεργάστηκε στην έκτη δημοτικού (2011/12).

Οι αναρτήσεις τηςΟι συνεργάτες μας

26 Οκτ 2011

Τον έλεγαν ROKY

Από την tzina45
Μαθήτρια της έκτης τάξης

Αυτό που θα σας πω έγινε περίπου πριν τρία χρόνια. Είχαμε πάρει ένα μικρό κουταβάκι, ήταν το αγαπημένο μου. Ο μπαμπάς μου πήγαινε για κυνήγι, σε κάποια στιγμή τα σκυλιά (διότι είχε και ένα άλλο μαζί του) φύγανε.



Ψάχναμε παντού πουθενά δεν ήταν αυτά, μετά από πολλές μέρες το βρήκαμε στον δρόμο πατημένο, έπειτα ο μπαμπάς το πήρε και το έθαψε έξω από ένα νεκροταφείο. Και το χειρότερο είναι ότι το ήξεραν λίγο πιο πριν από εμένα και δε μου το είχαν πει, μέχρι που στο τέλος μου το είπε ο παππούς μου.


Θέματα με ζώα

Χρόνια Πολλά, Μήτσο!

Ο Μήτσος είναι ένας διαφορετικός συμμαθητής μας. Τον γνωρίσαμε στον Δήμο Αστερούπολης, το προηγούμενο ιστολόγιό μας.

Αυτήν τη χρονιά ο Μήτσος βρίσκεται στο διπλανό τμήμα· ένας τοίχος τον χωρίζει από τα παιδιά της Αστερούπολης! Οι φετινοί, καινούργιοι συμμαθητές του τον αγαπούν εξίσου. Σήμερα μάλιστα που ήταν και η γιορτή του, τον τίμησαν δεόντως!

Του φόρεσαν ένα μπουφάν, γιατί είχε ψύχρα…


Ήταν αμάνικο, αλλά δεν είχε πολλή σημασία…



Του φόρεσαν ένα εορταστικό καπέλο… (εντάξει, μπερδευτήκαμε λίγο, ήταν και το πάρτι γενεθλίων της tzina45 σε εξέλιξη!)



Και στο τέλος το παρακάναμε κάπως, αλλά δε φταίμε εμείς: Ήταν εκείνος που παραπονέθηκε για φαγούρα στο μάτι!


25 Οκτ 2011

Περίεργα ρολόγια

Από την El
Μαθήτρια της έκτης τάξης


Το τεράστιο ρολόι


Το λιωμένο ρολόι


Ρολόι πίνακας και κιμωλία


Το ρολόι του φαγητού


Το ρολόι των χρημάτων


Ρολόι σημειωματάριο


Το ρολόι δολάριο


Το ρολόι ποδήλατο

ΑπροσδόκηταΧρόνος
ΠΗΓΗ: ;

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα