Σημασία
α) Δορυφόρος (ή φυσικός δορυφόρος). Κάθε ουράνιο σώμα που κινείται γύρω από έναν πλανήτη ή άλλο μικρότερο σώμα και το ακολουθεί στην περιφορά του γύρω από τον Ήλιο. Ο δορυφόρος της Γης είναι η Σελήνη.
β) Τεχνητός δορυφόρος. Διαστημικό όχημα που εκτοξεύεται από την επιφάνεια της Γης για να μπει σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη μας ή άλλο ουράνιο σώμα. Υπάρχουν μετεωρολογικοί, τηλεπικοινωνιακοί, στρατιωτικοί κ.ά. δορυφόροι.
Φράσεις
α) Πόλη δορυφόρος. Αναπτύσσεται στην περιφέρεια μεγαλύτερης πόλης για να καλύψει κυρίως οικιστικές ανάγκες. Διατηρεί σχέση εξάρτησης με την κεντρική πόλη.
β) Κράτος δορυφόρος. Λέγεται μειωτικά για κράτος τυπικά ανεξάρτητο, ουσιαστικά όμως εξαρτημένο πολιτικά και οικονομικά από μια μεγάλη δύναμη.
Ετυμολογία
Στα αρχαία ελληνικά ο δορυφόρος ήταν επίθετο (π.χ. δορυφόρος στρατιώτης), και μάλιστα σύνθετο (δόρυ + -φόρος).
Αρχικά σήμαινε «αυτός που φέρει δόρυ», «που είναι οπλισμένος με δόρυ», και αναφερόταν στους σωματοφύλακες των ηγεμόνων και των αρχόντων της εποχής.
Η σημερινή σημασία της λέξης αποτελεί μια πολύ επιτυχημένη μετάφραση του αγγλικού «satellite».
ΔιάστημαΛεξιλόγιο
ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας
2 σχόλια:
Καλημέρα! Πού το ξετρυπώσατε αυτό το ωραίο βιντεάκι;;;;; Μπράβο!
Καλημέρα κι από μένα! Μακάρι να είχαν κι άλλο! :))
Δημοσίευση σχολίου