15 Οκτ 2019

Δορυφόρος
(λεξιλόγιο)


Σημασία

α) Δορυφόρος (ή φυσικός δορυφόρος). Κάθε ουράνιο σώμα που κινείται γύρω από έναν πλανήτη ή άλλο μικρότερο σώμα και το ακολουθεί στην περιφορά του γύρω από τον Ήλιο. Ο δορυφόρος της Γης είναι η Σελήνη.

β) Τεχνητός δορυφόρος. Διαστημικό όχημα που εκτοξεύεται από την επιφάνεια της Γης για να μπει σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη μας ή άλλο ουράνιο σώμα. Υπάρχουν μετεωρολογικοί, τηλεπικοινωνιακοί, στρατιωτικοί κ.ά. δορυφόροι.

Φράσεις

α) Πόλη δορυφόρος. Αναπτύσσεται στην περιφέρεια μεγαλύτερης πόλης για να καλύψει κυρίως οικιστικές ανάγκες. Διατηρεί σχέση εξάρτησης με την κεντρική πόλη.

β) Κράτος δορυφόρος. Λέγεται μειωτικά για κράτος τυπικά ανεξάρτητο, ουσιαστικά όμως εξαρτημένο πολιτικά και οικονομικά από μια μεγάλη δύναμη.

Ετυμολογία

Στα αρχαία ελληνικά ο δορυφόρος ήταν επίθετο (π.χ. δορυφόρος στρατιώτης), και μάλιστα σύνθετο (δόρυ + -φόρος).

* Το δεύτερο συνθετικό προέρχεται από το ρήμα φέρω.

Αρχικά σήμαινε «αυτός που φέρει δόρυ», «που είναι οπλισμένος με δόρυ», και αναφερόταν στους σωματοφύλακες των ηγεμόνων και των αρχόντων της εποχής.

Η σημερινή σημασία της λέξης αποτελεί μια πολύ επιτυχημένη μετάφραση του αγγλικού «satellite».


ΔιάστημαΛεξιλόγιο

2 σχόλια:

Βανέσσα Mαρκ. είπε...

Καλημέρα! Πού το ξετρυπώσατε αυτό το ωραίο βιντεάκι;;;;; Μπράβο!

δάσκαλος98 είπε...

Καλημέρα κι από μένα! Μακάρι να είχαν κι άλλο! :))

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα: