Ελληνικό παραδοσιακό παραμύθι
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς χήρος και δεν είχε καθόλου παιδιά και πήγε μια μέρα να ψαρέψει και δεν έπιασε τίποτα· μόνο μια χελώνα πιάστηκε στα δίχτυα του και είπε:
— Αυτή ήταν το τυχερό μου, ας την πάρω στο σπίτι.
Και την πήρε και την είχε στο σπίτι του.
Ενώ πρώτα ήταν το σπίτι του μέσα στα σκουπίδια βουτηγμένο, τη δεύτερη τη μέρα που πήγε τη χελώνα στο σπίτι,
το ηύρε σκουπισμένο και
παστρεμένο και θαύμασε ο καημένος ο ψαράς ποιος τα κάνει αυτά.
Την άλλη την ημέρα λοιπόν φύλαξε και βλέπει και βγαίνει από μέσ’ απ’ τη χελώνα μια κοπέλα που η ομορφιά της στον κόσμο δε στάθηκε. Άμα βγήκε λοιπόν, την έπιασε και είπε:
— Συ λοιπόν είσαι που με νοικοκυρεύεις και δεν το ξέρω;
Kι έπιασε κι έσπασε το
καύκαλο της χελώνας κι απόμεινε κοπέλα πια και τη στεφανώθηκε και την πήρε γυναίκα.
O βασιλιάς εκείνου του τόπου ήταν ανύπαντρος κι έδωκε σε όλα τα κορίτσια από ’να πέπλο να κεντήσουν κι όποια το κεντήσει καλύτερα θα την πάρει γυναίκα. Έδωκαν και στου ψαρά τη γυναίκα. Kι εκείνη, χωρίς να ξέρει με τι σκοπό θα το κεντήσει, έπιασε και κέντησε ένα πέπλο κι είχε τη θάλασσα με τα ψάρια και με τα καράβια. Κέντησαν κι άλλα κορίτσια κι είχε προστάξει ο βασιλιάς την ίδια την ημέρα τα ίδια τα κορίτσια να πάνε καθένα το πέπλο. Λοιπόν, πήγε κάθε ένα το πέπλο του, πήγε κι η γυναίκα του ψαρά.
Άμα την είδε αυτός, τρελάθηκε απ’ την ομορφιά της. Βλέπει και το πέπλο που ’χε κεντήσει, κι ήταν το καλύτερο απ’ όλα, κι είπε να την πάρει. Κι αυτή αποκρίνεται πως είναι παντρεμένη μ’ έναν ψαρά.
— Πες στον άντρα σου να έρθει εδώ, της είπε ο βασιλιάς.
— Ορισμός σας, αφέντη βασιλιά, είπε και πάει στο σπίτι της κι είπε στον άντρα της «να πας και σε θέλει ο βασιλιάς».
Πηγαίνει ο καημένος ο ψαράς και λέει του βασιλιά:
— Tι με θέλεις, αφέντη βασιλιά;
— Αυτή η γυναίκα πόχεις εσύ δεν είναι για σένα· λοιπόν, αν θέλεις να κρατήσεις τη γυναίκα σου, θα κάνεις ένα τραπέζι από ψάρια
να φιλέψεις όλο το στράτευμά μου και να χορτάσει, αλλιώς θα την πάρω εγώ.
— Kαλά, αφέντη βασιλιά, αποκρίνεται ο ψαράς και πάει στο σπίτι και λέει στη γυναίκα του: «Aχ, γυναίκα, το πέπλο μάς βγήκε σε κακό. Mε πρόσταξε ο βασιλιάς, αν θέλω να σε κρατήσω, να φιλέψω όλο το στράτευμά του ψάρια μια μέρα, αλλιώς θα σε πάρει εκείνος, γιατί, λέει, δεν ταιριάζεις με μένα.»
— Aπ’ αυτό το πλάι να κοιμηθεί ο βασιλιάς! Εσύ, άντρα μου, να πας τώρα δα στο μέρος που με ψάρεψες και να φωνάξεις τη μάνα μου να σου δώσει το μικρό το
τεντζεράκι.
Πηγαίνει λοιπόν ο ψαράς στη θάλασσα και φωνάζει:
— Κυρά μάνα θάλασσα, έβγα και σε θέλω.
Βγαίνει από μέσα από τη θάλασσα μια γυναίκα και του λέει:
— Καλώς τον γαμπρό μου και καλώς τον· τι αγαπάς;
— M’ έστειλε η θυγατέρα σου να μου δώσεις το μικρό το τεντζεράκι.
— Kαλά, γαμπρέ, είπε και κατέβηκε κι έφερε ένα τεντζεράκι που ’παιρνε ένα πιάτο φαΐ μονάχα και το έδωσε στον γαμπρό της και πάει και λέει στη γυναίκα του:
— Eμ αυτού, εμένα δε φτάνει να μαγειρέψεις, όχι το στράτευμα του βασιλιά!
— Έννοια σου, άντρα, αυτό το τεντζεράκι μπορεί να χορτάσει δέκα φορές ίσαμε το στράτευμα του βασιλιά, μόνο να πας να προσκαλέσεις τον βασιλιά με το στράτευμά του και να έρθουνε αύριο να τους φιλέψουμε.
Σηκώνεται λοιπόν ο ψαράς και πήγε στον βασιλιά και του λέει:
— Αύριο, αφέντη βασιλιά, αν κοπιάσετε, το τραπέζι θα είναι έτοιμο.
Tη δεύτερη τη μέρα λοιπόν παίρνει ο βασιλιάς το στράτευμά του και πήγανε και καθίσανε σ’ ένα πλατύ μέρος· κι είχε τρεις ανθρώπους και κουβαλούσανε τα φαγιά. Πήγανε οι άνθρωποι του βασιλιά και τους λέει ο ψαράς:
— Ρωτήστε τον βασιλιά τι φαγί θέλει πρώτα.
Πήγανε και ρωτήσανε τον βασιλιά και πρόσταξε να πάνε πρώτα σούπα ψαρένια. Απλώνει η γυναίκα του ψαρά την κουτάλα μες στο τεντζεράκι και βγάζει ψωμιά όσα χρειαζότανε. Ύστερα απ’ το τεντζεράκι πάλι σούπα τόσα πιάτα όσοι
νομάτοι ήταν το στράτευμα.
Αφού φάγανε σούπα, πρόσταξε ο βασιλιάς να φέρουνε βραστά ψάρια. Χώνει πάλι την κουτάλα η γυναίκα κι έβγαλε βρασμένα ψάρια. Ύστερα ο βασιλιάς γύρευε με την αράδα ψάρια με κρομμύδια, τηγανητά, ψητά και με λογιών λογιών τέχνη. Kι όλα αυτά τα φαγιά βγαίνανε μέσα απ’ το τεντζεράκι, ώσπου χόρτασε το στράτευμα του βασιλιά και σηκωθήκανε και πάνε στη δουλειά τους και γλιτώνει ο ψαράς τη γυναίκα του.
Αφού περάσανε κάμποσες μέρες, τον φώναξε τον ψαρά πάλι ο βασιλιάς και του λέει:
— Αυτή η γυναίκα δεν ταιριάζει με σένα· αν δεν ταΐσεις αύριο όλο το στράτευμά μου με σταφύλια, θα σου πάρω τη γυναίκα σου.
— Πολύ καλά, αφέντη βασιλιά, είπε ο ψαράς κι έφυγε και πάει με το παράπονο στο σπίτι και λέει στη γυναίκα: «Σ’ έβαλε στο μάτι, γυναίκα, ο βασιλιάς κι έβαλε τα δυνατά του να σε πάρει απ’ τα χέρια μου. Πρόσταξε τώρα να φιλέψω όλο το στράτευμά του σταφύλι. Τέτοιον καιρό πού να βρούμε σταφύλια!»
— Έννοια σου, άντρα, κι εγώ δε γίνομαι γυναίκα του βασιλιά, μόνο εσένα θα κάνω βασιλιά. Nα πας τώρα δα στη μάνα μου και να της γυρέψεις ένα τσαμπί σταφύλι.
Πηγαίνει ο ψαράς στη θάλασσα και φωνάζει:
— Κυρά μάνα θάλασσα, έβγα όξω και σε θέλω.
Βγαίνει η θάλασσα και του λέει:
— Καλώς τον γαμπρό μου και καλώς τον· τι αγαπάς;
— M’ έστειλε η θυγατέρα σου να μου δώσεις ένα καλαθάκι σταφύλια.
— Tώρα, γαμπρέ, είπε η θάλασσα και πάει, του φέρνει ένα καλαθάκι σταφύλια.
Ίσαμε μια
οκά σταφύλια είχε μέσα εκείνο το καλαθάκι και το πήρε και το πάει στη γυναίκα του και της λέει:
— Αυτά τα σταφύλια εμένα μονάχα δε σώνουνε!
— Έννοια σου κι αυτό το καλαθάκι είναι θαυματουργό κι άιντε στον βασιλιά και πες του να έρθει με το στράτευμά του να χορτάσει σταφύλια.
Πήγε ο ψαράς και λέει του βασιλιά:
— Aν κοπιάσετε μαζί με το στράτευμά σου αύριο, τα σταφύλια είναι έτοιμα.
Tη δεύτερη τη μέρα πάει ο βασιλιάς με το στράτευμά του και καθίσανε στο ίδιο το πλατύ το μέρος και πηγαίνανε οι άνθρωποι του βασιλιά και στου ψαρά το σπίτι και κουβαλούσανε τα σταφύλια με τα πιάτα· κι η γυναίκα του ψαρά έβγαζε από το καλαθάκι και δεν άδειαζε, ώσπου χορτάσανε τα στρατεύματα και τα παίρνει ο βασιλιάς και φύγανε. Πάει κι ο ψαράς στο σπίτι του και λέει στη γυναίκα του:
— Σε γλίτωσα και σήμερα, γυναίκα. Για να δούμε τι άλλο θα συλλογιστεί ο πολυχρονεμένος ο βασιλιάς μας!
Περάσανε πάλι κάμποσες μέρες και
του μηνάει ο βασιλιάς του ψαρά και του λέει:
— Αυτή η γυναίκα δεν είναι για σένα· αυτή ταιριάζει με μένα. Λοιπόν, τώρα θέλω να μου φέρεις έναν άνθρωπο να έχει δύο
πιθαμές το μπόι του και τρεις πιθαμές τα γένια του.
Πηγαίνει ο ψαράς στη γυναίκα του και της λέει:
— Tώρα τα μπλέξαμε, γυναίκα· μας γυρεύει ο βασιλιάς να του πάω έναν άνθρωπο να έχει δύο πιθαμές το μπόι και τρεις πιθαμές τα γένια του.
— Έννοια σου, άντρα, κι αυτό θα ταιριάξει! Εγώ έχω έναν αδελφό τέτοιον. Nα πας στη μάνα μου και να της πεις να μου στείλει μαζί σου τον αδελφό μου τον Ρεβιθάκη για να κουνάει το παιδί μας
στο σκαφίδι.
Πάει στη θάλασσα ο ψαράς και φωνάζει:
— Κυρά μάνα θάλασσα, έβγα όξω και σε θέλω.
Βγήκε η θάλασσα και της λέει:
— M’ έστειλε η θυγατέρα σου, να της στείλεις τον Ρεβιθάκη για να κουνάει το μωρό μας στο σκαφίδι.
— Kαλά, γαμπρέ, είπε η θάλασσα και φώναξε: «Ρεβιθάκη, να πας στην αδελφή σου να κουνάς το μωρό της!»
Αφού τάισε τις όρνιθές του ο Ρεβιθάκης, ανεβαίνει σ’ έναν πετεινό και βγαίνει μέσ’ απ’ τη θάλασσα. Tον βλέπει ο ψαράς κι ήταν δυο πιθαμές το μπόι του και τρεις πιθαμές τα γένια του και σερνότανε καταγής. Μπαίνει ο ψαράς μπροστά και πάνε σπίτι.
— Tι με θέλεις, αδελφή;
— Nα πας στον βασιλιά να σε δει.
Μπαίνει λοιπόν πάλι μπροστά ο ψαράς, καταπόδι ο Ρεβιθάκης, πάνε στον βασιλιά.
— Tι ορίζεις, αφέντη βασιλιά; ρώτησε ο Ρεβιθάκης.
— Σε φώναξα να σε δω, είπε ο βασιλιάς.
— E, με είδες τώρα;
— Σε είδα, είπε ο βασιλιάς.
Τότε ο Ρεβιθάκης λέει:
— Πήδηξε, πετεινέ!
Πήδηξε ο πετεινός κι από τη φαρμακάδα που είχε το τσίμπημά του πέθανε ο βασιλιάς. Τότε λέει ο Ρεβιθάκης στο Συμβούλιο του βασιλιά:
— Θα βάνετε τον γαμπρό μου βασιλιά ή θα βάνω τον πετεινό μου να σας τσιμπήσει;
— Θα τον βάνουμε, είπε το Συμβούλιο.
Και τον έβαναν τον ψαρά στον θρόνο βασιλιά και φέρανε και τη γυναίκα του βασίλισσα και βασιλεύουνε ώς τώρα· έχουν και τον Ρεβιθάκη πάνω στον πετεινό καβαλάρη κι ανεβοκατεβαίνει πάνω στο παλάτι και ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...
Βιβλία
ΕΙΚΟΝΑ: e-car.sk