1 Μαρ 2012

Μικρό ποντιακό λεξικό

54 λέξεις της καθημερινής ζωής

Α
  • αγούρ (αγόρι, αρσενικό παιδί)
  • αγροικώ (καταλαβαίνω)
  • αελάδ’ (θηλυκό μοσχάρι)
  • αερόπον (αεράκι)
  • αέτς (έτσι)
  • άλας/αλάτ (αλάτι)
  • άμον (όπως, σαν)
  • αναστορώ (θυμάμαι)
  • αντρίζω (παντρεύομαι άντρα)
  • αξινάρ (τσεκούρι, αξίνα)
  • αούτο (αυτό)
  • άσκεμος (άσχημος)
  • ασπαλίζω (κλειδώνω)

Β
  • βούδ’ (βόδι)

Γ
  • γαϊδίρ (γαϊδούρι)
  • γέρον (γέρος)
  • γιοκ (όχι)
  • γυναικίζω (παντρεύομαι γυναίκα)

Δ
  • δουλεία (δουλειά)
  • δουλόπον (μικροδουλειά)
  • δώρημαν (δώρο)
  • δωρόπον (δωράκι)

Ε
  • εν (είναι)
  • ενεγκάστα (κουράστηκα)

Ζ
  • ζελεύω (ζηλεύω)

Η
  • ήμαρτα (συγνώμη)

Κ
  • καλλίον (προτιμότερο)
  • κλαδόπον (κλαδάκι)
  • κοδέσποινα (νοικοκυρά)
  • κοσσάρα (κότα)
  • κτήνον (αγελάδα)
  • κύρης (πατέρας)



Λ
  • λελεύω σε (να σε χαρώ)

Μ
  • μαλλία (μαλλιά)
  • μηλέα (μηλιά)
  • μοναχέσα (μόνη)
  • μουσκάρ (μοσχάρι)

Ν
  • νουνίζω (σκέφτομαι)

Ο
  • ομμάτ (μάτι)
  • οψάρ (ψάρι)

Π
  • παιδάς (παιδί, νέος)
  • παλαλός (τρελός, ανόητος)
  • παπίν (πάπια)
  • παπόρ (βαπόρι)
  • πετεινολάλια (ξημερώματα)
  • πουλλόπον (πουλάκι)

Σ
  • σεβάσκουμαι (σέβομαι)
  • σκαμνίν (κάθισμα)

Τ
  • τουβάρ (τοίχος)
  • τρανή (μεγάλη)
  • τσιπ (πολύ)

Φ
  • φωλέα (φωλιά)

Χ
  • χαϊβάν (ζώο)
  • χαιρετία (χαιρετισμός)


ΠΗΓΗ: pontos.gr
ΕΙΚΟΝΑ: podilato98.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα: